Τρίτη, Μαΐου 23, 2017

Πέθανε ο θρυλικός «Τζέιμς Μποντ» Σερ Ρότζερ Μουρ




Έπειτα από «σύντομη, αλλά γενναία μάχη με τον καρκίνο», όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του - Ακόμα και σήμερα, ο φλεγματικός Βρετανός με το «κοφτερό» χιούμορ είναι ο μακροβιότερος Μποντ, με επτά ταινίες στο ενεργητικό του - Άφησε εποχή και στην τηλεόραση ως «Ο Άγιος»

Πέθανε στα 89 του στην Ελβετία, ύστερα από μία σύντομη μάχη...
με τον καρκίνο, ο θρυλικός βρετανός ηθοποιός και πρεσβευτής της Unicef, Σερ Ρότζερ Μουρ, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του....


Είχε χρισθεί ιππότης το 2013 από την βασίλισσα Ελισσάβετ για το φιλανθρωπικό του έργο ενώ είχε γίνει παγκοσμίως γνωστός υποδυόμενος τον χαρακτήρα του Τζέιμς Μποντ σε 7 ταινίες, μεταξύ του 1973 και του 1985, ενώ έγινε γνωστός από την σειρά «Ο Άγιος», στην οποία υποδυόταν τον Σάιμον Τέμπλαρ.

Οι 7 ταινίες Τζέιμς Μπόντ στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Ρότζερ Μουρ:

1. Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν (1973)
2. Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)
3. Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)

4. Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)
5. Για τα μάτια σου μόνο (1981)
6. Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)
7. Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (1985)



Στην επίσημη ανακοίνωση της οικογένειας που αναρτήθηκε στο twitter αναφέρονται τα εξής:

«Είμαστε υποχρεωμένοι με βαριά καρδιά να ανακοινώσουμε ότι ο λατρεμένος μας πατέρας Ρότζερ Μουρ έφυγε σήμερα από τη ζωή στην Ελβετία, μετά από μία σύντομη αλλά γενναία μάχη με τον καρκίνο. Η αγάπη με την οποία τον περιβάλλαμε τις τελευταίες του ημέρες δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις.
Γνωρίζουμε ότι η αγάπη μας και η εκτίμησή μας θα μεγιστοποιηθεί πολλές φορές ανά τον κόσμο, από ανθρώπους που τον γνώριζαν από τις ταινίες του, τις σειρές του και την παθιασμένη του προσφορά στη Unicef την οποία και θεωρούσε το σπουδαιότερο επίτευγμά του.
Η αγάπη που ένιωθε ο πατέρας μας κάθε φορά που έβγαινε επί σκηνής ή περνούσε μπροστά από την κάμερα τον τόνωνε και τον κρατούσε απασχολημένο ακόμη και στα 90 του, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του εμφάνισης επί σκηνής τον Νοέμβριο του 2016 στο London Royal Festival Hall.
Το κοινό στην κατάμεστη αίθουσα τον επευφήμησε, τόσο επί σκηνής, όσο και εκτός αυτής και τα θεμέλια του θεάτρου που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το μέρος που γεννήθηκε, σείστηκαν.
Σε ευχαριστούμε μπαμπά που ήσουν εσύ και που υπήρξες τόσο ξεχωριστός για τόσους πολλούς ανθρώπους. Οι σκέψεις μας τώρα βρίσκονται στην Κριστίνα σε αυτή τη δύσκολη στιγμή και σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα μας θα πραγματοποιήσουμε μία κηδεία σε κλειστό οικογενειακό κύκλο στο Μονακό».



Ο σερ Ρότζερ Μουρ ήταν ο τρίτος στη σειρά ηθοποιός που κλήθηκε να υποδυθεί τον θρυλικό πράκτορα «007» στη μεγάλη οθόνη, έπειτα από τον πρώτο διδάξαντα, Σον Κόνερι, και τον αποτυχημένο Τζορτζ Λάζενμπι, που «ντύθηκε» τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ μόλις μία φορά.

Αμέσως μετά, ο Ρότζερ Μουρ κλήθηκε να αναλάβει τον ρόλο, με την πρώτη του ταινία να είναι το «Live and Let Die». Στο διάστημα από το 1972 έως το 1985, ο φλεγματικός Βρετανός ηθοποιός με την χαρακτηριστική προφορά έμελλε να υποδυθεί τον Μποντ άλλες έξι φορές:

1. Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)
2. Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)
3. Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)
4. Για τα μάτια σου μόνο (1981)
5. Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)
6. Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985)

Ο Μουρ συμπλήρωσε τα περισσότερα χρόνια στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ από κάθε άλλο ηθοποιό, 12 συνολικά, με επτά επίσημες ταινίες. Ακόμα και σήμερα, είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ: ήταν 58 ετών, όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον ρόλο, στις 3 Δεκεμβρίου 1985.

Ο Τζέιμς Μποντ του Μουρ ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν του συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ. Σεναριογράφοι όπως ο Τζορτζ Μακντόναλντ Φρέιζερ έγραψαν σενάρια, στα οποία ο Μουρ υποδυόταν έναν έμπειρο, ευγενικό και σοφιστικέ πλεϊμπόι, που είχε πάντα ένα γκάτζετ ή κόλπο έτοιμο, όταν χρειαζόταν.

Ο Μποντ του Μουρ διακρινόταν επίσης από την αίσθηση του χιούμορ και τις «κοφτερές» ατάκες του, αλλά ήταν επίσης ένας έμπειρος ντετέκτιβ με μυαλό-«ξυράφι», το οποίο χρησιμοποιούσε για να ανταπεξέρχεται σε κάθε δύσκολη αποστολή, αλλά και για να... σαγηνεύει μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες του παγκόσμιου σινεμά, που πέρασαν από το κρεβάτι του -πάντα στο πλαίσιο του ρόλου.

Το 2004 ο Μουρ ψηφίστηκε ως «ο καλύτερος Μποντ» σε μία δημοσκόπηση σχετιζόμενη με τα Βραβεία Όσκαρ, ενώ σε μία άλλη (το 2008) έλαβε το 62% των ψήφων. Το 1987 είχε παρουσιάσει την επετειακή τηλεοπτική εκπομπή Happy Anniversary 007: 25 Years of James Bond.



«Ο Άγιος»

Πριν όμως αναλάβει να υποδυθεί τον Τζέιμς Μποντ, ο Μουρ είχε προλάβει να αποκτήσει τεράστια φήμη, μέσα από την τηλεόραση, όταν ο παραγωγός, σερ Λιου Γκρέιντ, του εμπιστεύθηκε τον ρόλο του Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά «Ο Άγιος», βασισμένη στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις.

Ο Μουρ είχε πει, σε συνέντευξή του το 1963, ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του Τσάρτερις. Η τηλεοπτική αυτή σειρά γυρίστηκε στη Βρετανία, αλλά με με το βλέμμα στραμμένο προς την αμερικανική αγορά, και η επιτυχία της εκεί και σε αρκετές άλλες ξένες χώρες έκανε το όνομα του Μουρ γνωστό διεθνώς, ιδίως από το 1967 και μετά.

Επιπλέον, εδώ ο Μουρ καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε και στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ. Στα ύστερα χρόνια της σειράς, μάλιστα, έφτασε να σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδιά της.

Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και στη συνέχεια έγχρωμη, φτάνοντας συνολικά στα 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) ως τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεόρασης.

Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα, ο Μουρ άρχισε να... βαριέται τον ρόλο. Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself (1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντίαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα απ' όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.

Η τηλεόραση δελέασε τον Μουρ και πάλι, κάνοντάς τον να συμπρωταγωνιστήσει με τον Τόνι Κέρτις στη σειρά «The Persuaders!», που αφηγείτο τις περιπέτειες δύο εκατομμυριούχων πλεϊμπόι ανά την Ευρώπη.

Ο Μουρ έλαβε τότε την πρωτάκουστη για την εποχή αμοιβή του ενός εκατομμυρίου λιρών Αγγλίας για τη σειρά, κάτι που τον κατέστησε τον καλύτερα αμειβόμενο τηλεοπτικό ηθοποιό στον κόσμο.

Ωστόσο, ο Λιου Γκρέιντ ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία του ότι οι Μουρ και Κέρτις δεν «πήραν τη σειρά και τόσο στα σοβαρά». Ο Κέρτις αρνιόταν να μείνει έστω και λίγη ώρα παραπάνω στο γύρισμα απ' όσο ήταν απολύτως απαραίτητο, ενώ ο Μουρ ήταν πάντοτε πρόθυμος να εργαστεί υπερωριακά.

Ενώ η σειρά απέτυχε στις ΗΠΑ, όπου είχε προπωληθεί στο ABC, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αυστραλία. Στη Γερμανία, όπου προβλήθηκε με τον τίτλο Die Zwei («Οι δυο τους»), θριάμβευσε μέσα από την ιδιαίτερα διασκεδαστική μεταγλώττιση, η οποία ελάχιστα αποτελούσε μετάφραση των αρχικών διαλόγων. Στη Γαλλία ήταν επίσης σταθερά δημοφιλής, υπό τον τίτλο Amicalement Vôtre.




Η ζωή μετά τον Μποντ

Επί πέντε χρόνια μετά την τελευταία ταινία του Μποντ, ο Μουρ δεν έπαιξε σε κινηματογραφική ταινία, εκτός από την κομεντί Bed & Breakfast, που γυρίστηκε το 1989, αλλά βγήκε στους κινηματογράφους το 1992.

Επανεμφανίσθηκε το 1990 σε αρκετές ταινίες και στην τηλεοπτική σειρά My Riviera. Είχε έναν μεγαλύτερο ρόλο στην ταινία The Quest του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Σε μία από τις τελευταίες του ταινίες, σε ηλικία 73 ετών, ο Μουρ δεν δίστασε να υποδυθεί έναν εκδηλωτικό ομοφυλόφιλο στην ταινία Boat Trip (2002).

Το 2009 ο Μουρ εμφανίστηκε σε διαφήμιση για τα ταχυδρομεία. Ένα χρόνο αργότερα, συμμετείχε ως ηθοποιός φωνής στον ρόλο μιας γάτας ονόματι Λέιζενμπυ (σ.σ. το επώνυμο του ηθοποιού Τζορτζ Λέιζενμπι, που υποδύθηκε μόνο μία φορά τον Μποντ, πριν αναλάβει τον ρόλο ο Μουρ) στην ταινία Cats & Dogs: The Revenge of Kitty Galore, η οποία περιείχε αρκετές αναφορές σε ταινίες του Τζέιμς Μποντ και παρωδίες τους.

Το 2015, το περιοδικό GQ τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στους 50 «καλύτερα ντυμένους Βρετανούς άνδρες».

Είχε κάνει τέσσερις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά, όλα από την τρίτη του γυναίκα, την Ιταλίδα Λουίζα Ματιόλι.












































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου