Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2018

Τζίμης Πανούσης: Ο αληθινός άνθρωπος πίσω από την εικόνα





Σήμερα το τελευταίο αντίο

Στις 2 η κηδεία του στη Νέα Μάκρη - Η γυναίκα της ζωής του, τα παιδιά του, οι μικρές στιγμές της καθημερινότητάς του
Στις 2 μετά το μεσημέρι σήμερα οι δικοί του άνθρωποι, οι φίλοι και οι θαυμαστές του, αποχαιρετούν τον Τζίμη Πανούση, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο από ανακοπή καρδιάς, στο κοιμητήριο της Νέας Μάκρης....


«Ηταν Παρασκευή θυμάμαι, όταν ένα τηλεφώνημα από την Κατερίνα Παπαδοπούλου, υπεύθυνη της δισκογραφικής εταιρείας Minos EMI και στενής φίλης του Τζίμη, μου διευκρίνιζε ότι πρέπει να μιλήσω με τον Τζίμη τηλεφωνικά μια και βρισκόταν στο νοσοκομείο με τα νεφρά του. "Να επιμείνεις στα χτυπήματα κι αν δεν σου απαντήσει να στείλεις μήνυμα, δεν έχει καλή σχέση με το κινητό", μου είχε υποδείξει».

Η πρώτη επαφή, έστω και τηλεφωνική με τον Τζίμη ήταν επεισοδιακή. Κάθε τρεις και λίγο κλείναμε γιατί έμπαιναν στο δωμάτιό του νοσοκόμοι, άλλες φορές πάλι κλείναμε γιατί πονούσε, πάθαινε κάτι σαν μικρές κρίσεις. «Λες να επιτύχει το ραντεβού μου με τον Χάρο;» μου είπε κάποια στιγμή, αφήνοντάς με άφωνη με την ωμότητά του. Ετσι ήταν ο Τζίμης, δεν ήξερες ποτέ, πότε μιλούσε σοβαρά και πότε αυτοσαρκαζόταν ή έκανε πλάκα. Είχε μάθει να βγάζει την γλώσσα στη ζωή, αλλά φοβόταν ότι εκείνη κάποια στιγμή, θα του το ανταπέδιδε. Ηταν ο διαρκής του φόβος! Γι΄αυτό και τον θυμάμαι να μου λέει έκτοτε χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά: «Είμαι επιρρεπής στην κατρακύλα, αγκαλιά με κάθε νοσοκομείο! Είμαι η χαρά της νοσοκόμας! Κάτι σαν πορνό ταινία».


Έναν χρόνο μετά, ψάχνω την διεύθυνση του σπιτιού του για να του ξανακάνω συνέντευξη. Χάθηκα στους δρόμους και στα δρομάκια του Ψυχικού. «Εγώ στο σπίτι του Τζίμη;» αναρωτιέμαι γι΄αυτόν τον άνθρωπο που δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τα media. Ψάχνω το πολυτελές οίκημα αλλά αντί αυτού κατοικεί σε μια παλιά πολυκατοικία της περιοχής. Στην πόρτα του σπιτιού με υποδέχεται ο ίδιος. Φοράει αυτά τα χαρακτηριστικά μαύρα ρούχα του και μου συστήνεται. Περιεργάζομαι τον χώρο… Ένα μικρό σαλονάκι γεμάτο φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες. Εχω μείνει άφωνη, διακόπτει την σκέψη μου: «Υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από την γυναίκα; Τις λατρεύω τις γυναίκες, όλες αυτές που βλέπεις είναι φίλες μου! Moυ αρέσει το γυμνό όπως και μου αρέσει και το πορνό. Οτιδήποτε είναι αυθεντικό και live με συναρπάζει».

Τζίμης Πανούσης, απρόβλεπτος όπως πάντα! «Κάτσε στο καναπέ και έρχομαι, πάω δύο λεπτά να κατουρήσω, δεν θα αργήσω!»

Όταν βγήκε, μου ζήτησε να κάτσω δίπλα σε ένα μικρό τραπεζάκι, από την μια εγώ, από την άλλη εκείνος… Εχω νευρικότητα, Τζίμης Πανούσης
είναι αυτός, πάντα απρόβλεπτος. Θα πάρει ένα μικρό Κρητικό μαχαίρι και θα το ακουμπήσει δίπλα μου. Με κοιτά με την άκρη του ματιού… Δεν αντιδρώ! Σοκάρει, «ροκάρει» και ελέγχει την κατάσταση. Ηθελε πάντα να στήνει σκηνικό, να δημιουργεί περιβάλλον, να διατηρεί τον μύθο του και να φτιάχνει μόνος του την εισαγωγή της συνέντευξης.

Δεν με ρωτά αν θέλω να πιώ κάτι. Τετριμμένα κλισέ πράγματα, του Πανούση δεν του άρεσαν. Ετοιμάζομαι να πατήσω το κουτί για την ηχογράφηση όταν θα σκύψει δίπλα μου. Μοσχοβολά καθαριότητα και καθαρότητα… Όταν γνωριστήκαμε πιο καλά κατάλαβα ότι είναι η μυρωδιά της ψυχής του.
Ο Τζίμης Πανούσης κορόιδευε τους Νεοέλληνες. Τα ψεύτικα βυζιά, τις πλαστικές νοοτροπίες, τις πλαστικές πολιτικές, την «κονόμα» και την ρεμούλα. Είχε ανησυχία για το πού πάμε. Τον θυμάμαι να μου μιλά απομυθοποιώντας τον Τσίπρα και την παρέα του. Τότε ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε συναντηθεί με τον Ομπάμπα και εκείνος δεν δίστασε να πει: «Πήραμε ισχυρή δόση ντροπαμίνης ως λαός. Αισθανθήκαμε βαθιά στο πετσί μας τι σημαίνει η λέξη ντροπάντζα. Αγένεια, βαρεμάρα και προσκόλληση στο Κνίτικο παρελθόν. Ξεντρόπιασμα. Αυτό δεν ήταν ξεπροβάδισμα, ήταν ξεπρο-βόδισμα με όλη τη σημασία της λέξης».

Η κριτική του για την Ελλάδα και τον τόπο μας, ήταν ωμή αλλά αληθινή.
«Ένα πάρκινκ είναι η Ελλάδα», μου είχε πει, «απλά πρέπει να ανεβάσουμε και λίγο τις τιμές. Αλλά ας μην είμαστε γκρινιάρηδες. Είναι κακό να βλέπεις τα πάντα από την αρνητική τους πλευρά. Για εμένα ο ΕΝΦΙΑ είναι θείο δώρο της Αριστεράς. Από τότε που μπήκε, σταμάτησαν οι εμπρησμοί και οι οικοπεδοφάγοι. Να κλέβεις γη, για να την κάνεις τι; Να χτίσεις; Ποτέ»!

Ελεγε διάφορα για το παρελθόν του και το μέλλον του. Περιέγραφε τον πατέρα του ως έμπορο που πουλούσε ήδη προικός και εσώρουχα σε λαϊκές γειτονιές. Αναρχικός, ανατρεπτικός και αυτόνομος σκάρωσε φάρσες πουλώντας τρέλα με το τσουβάλι. Ηταν το απόλυτο κοντραστ ανθρώπου. Ηταν ευγενής και γλυκομίλητος άνθρωπος αλλά του άρεσε και να ξεστομίζει αθυροστομίες στα κέντρα όπου παρουσίαζε τα προγράμματά του ή να προσφέρει δονητές στις κυρίες ενώ ήταν ένας τρυφερός σύζυγος.

Η γυναίκα του, Αθηνά, ήταν όλη του η ζωή. Η γνωριμία τους έγινε όταν εκείνη σκηνοθετούσε τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» κι εκείνος πήγε καλεσμένος να υποδυθεί τον Μπιν Λάντεν. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και έκτοτε ήταν μαζί. Όταν μιλούσε για τον μεγάλο του παιδί, τον γιο του, το πρόσωπό του σκοτείνιαζε. «Με 400 ευρώ μισθό τι μέλλον έχουν τα παιδιά μας;» αναρωτιόταν.
Η έκφρασή του άλλαξε όταν μιλούσε και για την κόρη του Φωτεινή, ήταν ο άνθρωπος που έδωσε νέα πνοή στην ζωή του. Τρελαινόταν να στήνει μαζί της φάρσες, να την συνοδεύει σε σχολείο και μπαλέτο και να συζητά τα «γκομενικά» με τις μητέρες των συμμαθητριών της. Τους άρεσε να μιλούν αλαμπουρνέζικα και να τους κοροϊδεύουν όλους. Μέσα από τα μάτια της Φωτεινής ο σκληρός ροκάς ζούσε μια δεύτερη εφηβεία.

Ακόμη κι όταν γέμιζε κέντρα ο Τζίμης Πανούσης ήταν απλός, εσωστρεφής, απρόβλεπτος και απόμακρος. Δεν του άρεσαν να κοινωνικά, έβγαζε αναφυλαξία με τους καθωσπρεπισμούς. Μια αυθεντική ροκ άποψη ζωής! Όταν κάποτε μια κυρία τον σταμάτησε στον δρόμο για του πει πόσο ωραία τα είπε σε κάποια συνέντευξή του, απλά κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι. Η ροκ έκφανση της ευπρέπειας και του κρυφού συναισθηματισμού. Ηταν ωραίος τύπος ο Πανούσης.

Δεν μπήκε σε καλούπια, δεν προσεταιρίστηκε το σύστημα κι ας του δόθηκε η ευκαιρία. Εκανε εκπομπή στο ραδιόφωνο και το τηλεφωνικό κέντρο έπαιρνε φωτιά από τις αντιδράσεις. Αυτός ήταν ο Πανούσης, ο άνθρωπος που ανακάτευε την λιμνάζουσα σάλτσα στο πoρσελάνινο πιάτο του Νεοέλληνα.

«Φάκα adidas μου 'πιασε την φτέρνα, μπερδεύω το τζουκ μποξ με την λατέρνα, πάνω απ' του τάφου μου το κυπαρίσσι, μαύρη χελώνα μ' έχει κουτουρήσει. Ελληνας Νεοέλληνας…»

Σήμερα θυμάμαι την πρώτη φορά που έγειρε πλάι μου και τον πήρα μυρωδιά. Πόσο λανθασμένη εικόνα είχε ο κόσμος για τον Πανούση. Έσκυψε δίπλα μου και μοσχοβόλησε καθαριότητα και καθαρότητα. Την καθαρότητα και την τρυφεράδα της ψυχής του. Αυτός ήταν ο Τζιμάκος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου