Δευτέρα, Μαρτίου 18, 2019

Η οικονομία... πάει στην κάλπη - Ποια μεγέθη και προβλήματα μπορεί να επηρεάσουν την εκλογική συμπεριφορά






Θα είναι η οικονομία ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στις επόμενες βουλευτικές εκλογές όποτε και αν αυτές γίνουν;
Δεν θα είναι ο μοναδικός, αλλά σίγουρα ένας εκ των καθοριστικών. Και επειδή η έννοια «οικονομία» είναι αρκετά «ευρεία», χρειάζεται αρκετά λεπτομερέστερη ανάλυση ώστε να προσεγγίσει κάποιος τα στοιχεία που μπορεί να γείρουν την πλάστιγγα προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση:

● επιδόματα,
● ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών,
● προστασία κύριας κατοικίας,
● προσλήψεις στο Δημόσιο,
● κατάρτιση προϋπολογισμού για τα επόμενα έτη,
● φορολογική πολιτική,
● σχέσεις με τους θεσμούς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
● πολιτική τόνωσης των επενδύσεων και αντιμετώπισης της ανεργίας
είναι μερικά μόνο από τα επιμέρους «κεφάλαια» που θα ανοίξουν όσο θα πλησιάζουμε προς τις εκλογές.


Τα δύο μεγάλα κόμματα που θα κονταροχτυπηθούν έχουν ήδη προβάλει τις διακριτές διαφορές τους σε πολλά από αυτά τα επιμέρους θέματα. Σε άλλες περιπτώσεις απευθύνονται στο ατομικό και οικογενειακό συμφέρον των ψηφοφόρων και σε άλλες περιπτώσεις προσπαθούν να χτυπήσουν πιο ευαίσθητες χορδές, οι οποίες αφορούν στο πώς βλέπει ο καθένας το μέλλον της χώρας συνολικότερα.
Το ποιος από τους επιμέρους παράγοντες θα βαρύνει περισσότερο είναι κάτι που θα φανεί προφανώς... μετά την απομάκρυνση από την κάλπη.

Η κύρια κατοικία
1. Το νομοσχέδιο για την προστασία της κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση μέσω του πλειστηριασμού κρύβει πολλές παγίδες και λίγες ευκαιρίες σε πολιτικό επίπεδο. Ίσως είναι και αυτός ένας λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση εξαντλεί κάθε χρονικό περιθώριο προκειμένου να υλοποιήσει τη συγκεκριμένη δέσμευση και να εξασφαλίσει ταυτόχρονα και τη δόση του ενός δισ. ευρώ.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δανειοληπτών που θα μπορέσουν να προστατευθούν μέσω της πλατφόρμας τόσο λιγότερες θα είναι οι πιθανότητες να «σκάσει» ένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας, και μάλιστα εν μέσω της προεκλογικής περιόδου.


Πολιτικό κέρδος από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δύσκολα μπορεί να υπάρξει. Οι δανειολήπτες που θα ενταχθούν στην πλατφόρμα θα μπορέσουν μεν να διατηρήσουν το σπίτι τους στην κατοχή τους, αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να πληρώνουν κάθε μήνα ένα συγκεκριμένο ποσό (αυτό που θα προκύπτει από τους αυτόματους υπολογισμούς της πλατφόρμας).
Ασφαλώς η επιδότηση θα είναι ένα θετικό στοιχείο, αλλά από την άλλη ο ψηφοφόρος θα πρέπει να σκεφτεί σε βάθος για να συνειδητοποιήσει ότι, χωρίς το νομοσχέδιο, θα κινδύνευε άμεσα με απώλεια της κύριας κατοικίας του.


Προφανώς, η ζημιά μπορεί να προκύψει από όσους θα μείνουν εκτός πλατφόρμας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση θα παζαρεύει μέχρι την τελευταία στιγμή την ένταξη και των επαγγελματικών δανείων που έχουν δοθεί με ενέχυρο την πρώτη κατοικία στη ρύθμιση. Η ρύθμιση των κόκκινων δανείων είναι μια υπόθεση που επηρεάζει σχεδόν αποκλειστικά τη σημερινή κυβέρνηση.
2. Η αντιπολίτευση έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί από απόσταση ένα φλέγον θέμα, το οποίο αγγίζει μια εξαιρετικά ευαίσθητη χορδή του Έλληνα ψηφοφόρου: το σπίτι του.

Οι φόροι
Η φορολογική πολιτική αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα καθ’ όλη την οκταετία των μνημονίων και προφανώς θα παίξει κεντρικό ρόλο και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Τα δύο κόμματα έχουν ήδη επιλέξει το κοινό στο οποίο θα απευθυνθούν, ενώ κομβικό ρόλο – λόγω και του επίκαιρου του πράγματος – αναμένεται να παίξει το θέμα του αφορολογήτου.
Από τις αποφάσεις που έχει ήδη λάβει η κυβέρνηση αλλά και από τις εξαγγελίες που έχει κάνει η Νέα Δημοκρατία, οι διαφορές είναι οφθαλμοφανείς:
1. Η κυβέρνηση θέλει να προσεγγίσει τις πλατιές κοινωνικές ομάδες με τα χαμηλότερα εισοδήματα και τις μικρότερες περιουσίες, που πληρώνουν μεν λιγότερους φόρους, αλλά αποτελούν και τη μεγάλη πλειονότητα στην Ελλάδα. Η πρόθεση ενίσχυσης αυτής της ομάδας έχει εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους:
● Πρώτον, με την ανακοίνωση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ για το 2019, η οποία θα αφορά τους εκατομμύρια ιδιοκτήτες που δηλώνουν ατομική περιουσία έως και 200.000 ευρώ και όχι τους υπόλοιπους.
● Δεύτερον, με την έμμεση εξαγγελία για διατήρηση του αφορολογήτου, έστω και αν απαιτηθεί η κατάργηση όλων των μειώσεων φορολογικών συντελεστών που έχουν ενσωματωθεί στο πακέτο με τα αντίμετρα του 2020.


Αυτή η πολιτική επιλογή – η οποία είναι προφανές ότι θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς και πριν, αλλά και μετά τις βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν γίνουν – ουσιαστικά ευνοεί τους χαμηλόμισθους και επιβαρύνει όσους δηλώνουν εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ.
Και αυτό διότι στο ενδεχόμενο μείωσης του αφορολογήτου και ταυτόχρονης μείωσης των φορολογικών συντελεστών (σ.σ.: το πακέτο με τα αντίμετρα προβλέπει την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους έχοντες εισοδήματα έως 30.000 ευρώ και τη μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 20%) θα ζημιώνονταν όλοι οι χαμηλόμισθοι (σ.σ.: η επιβάρυνση γι’ αυτούς θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και στα 650 ευρώ) και θα κέρδιζαν οι έχοντες ετήσιες ατομικές αποδοχές άνω των 20.000 ευρώ.

2. Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, έχει φτιάξει φορολογική κλίμακα που ευνοεί περισσότερο τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα. Πολλά από τα σενάρια που έχει συντάξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη φορολογική κλίμακα προβλέπουν χαμηλό συντελεστή στο 9% (για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ), αλλά και μείωση όλων των συντελεστών, ακόμη και του υψηλότερου, που σήμερα φτάνει το 45%.
Η χρηματοδότηση αυτής της κλίμακας όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζεται και στην πρόβλεψη για τη μείωση του αφορολογήτου, με την οποία εξοικονομούνται περίπου 2 δισ. ευρώ. Έτσι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας πρακτικά ανακατανέμει βάρη από τους λίγους που σήμερα πληρώνουν τα περισσότερα (σ.σ.: 1,5 εκατομμύριο φορολογούμενοι πληρώνουν το 90% των φόρων) στους πολλούς.
Ακόμη και στον ΕΝΦΙΑ επικρατεί η ίδια λογική. Η Νέα Δημοκρατία θέλει ένα οριζόντιο ποσοστό μείωσης των βαρών, ώστε να κερδίζουν όλοι και όχι μόνο αυτοί που έχουν τις μικρότερες περιουσίες. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι οι έχοντες μικρότερες περιουσίες θα κερδίζουν λιγότερα ευρώ και οι έχοντες μεγαλύτερες περιουσίες θα κερδίζουν περισσότερα.

Οι δημόσιες δαπάνες
Η διαχείριση των δημοσίων δαπανών αποτελεί ένα τεράστιο πεδίο ανάδειξης πολιτικών διαφορών, καθώς οι προτάσεις των δύο κομμάτων μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο την ώρα της κάλπης.
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφή τάση υπέρ της επιδοματικής πολιτικής αλλά και των προσλήψεων στο Δημόσιο, ώστε να συμβάλει και αυτό στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ήδη τα επιδόματα έχουν φτιάξει ολόκληρη «ατζέντα»: επίδομα τέκνων, επίδομα ενοικίου, έκτακτο κοινωνικό μέρισμα, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα θέρμανσης, μεταφορικό ισοδύναμο, κοινωνικό τιμολόγιο ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ έχουν συνθέσει ένα ευρύ πλέγμα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.


Πρόκειται βέβαια για χρήματα τα οποία έχουν ήδη δοθεί, οπότε θα φανεί στην πράξη η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, καθώς και άλλες φορές στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι επιδοματούχοι να εισπράττουν τα χρήματα που τους αναλογούν και τελικώς στην κάλπη να γυρίζουν την πλάτη σε αυτούς που τους τα έδωσαν.
Από την άλλη, η πολιτική προσλήψεων εξακολουθεί να θεωρείται αυξημένης «βαρύτητας». Η κυβέρνηση θα προβάλλει, όσο θα πλησιάζουμε στις εκλογές, και τις προσλήψεις εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αλλά και τη διάθεση να υλοποιήσει τη συμφωνία με την Εκκλησία για τη μεταφορά των κληρικών εκτός του μισθολογίου του Δημοσίου, ώστε να δημιουργηθεί «χώρος» για 10.000 καινούργιες προσλήψεις.


2. Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, έχει ανακοινώσει ότι το πρόγραμμά της περιλαμβάνει την περικοπή των δημοσίων δαπανών κατά τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ, ώστε να χρηματοδοτηθεί η επιθετική μείωση των φορολογικών συντελεστών κυρίως για τις επιχειρήσεις (σ.σ.: αντίστοιχη άποψη διατύπωσε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρόσφατη έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας).
Ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, τα δύο κόμματα θα αντιπαρατεθούν και σχετικά με το μέγεθος του δημοσίου τομέα.

Οι ρυθμίσεις οφειλών
Οι υπέρογκες οφειλές, είναι ένα από τα βαριά κληροδοτήματα της οικονομικής κρίσης και οποιαδήποτε λύση στην κατεύθυνση της επίλυσης του προβλήματος μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στο... συναίσθημα του οφειλέτη όταν θα βρεθεί μπροστά στην κάλπη. Είναι άλλο ένα θέμα για το οποίο το βάρος φέρει αυτός που κυβερνά.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να είναι υπέρ των γενναιόδωρων ρυθμίσεων, αλλά την ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, η οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτοβούλως λόγω των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα απέναντι στους θεσμούς.


Οι τελευταίοι, δεν θέλουν μαζικές ρυθμίσεις και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη καθυστέρηση στην ανακοίνωση των τελικών ρυθμίσεων. Οι δανειστές ζητούν κριτήρια, και τα κριτήρια σημαίνουν δυσαρέσκεια για όσους δεν τα καλύψουν.
Δυσαρέσκεια από τις ρυθμίσεις μπορεί να προκύψει και στις τάξεις των συνεπών, οι οποίοι διαπιστώνουν ότι, παρά τη στάση που τήρησαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η οικονομική πολιτική δεν έκρυβε καμία βοήθεια γι’ αυτούς.

Η έξοδος από τα μνημόνια
Τα νέα της εξόδου από τα μνημόνια θα έχουν ήδη παλιώσει όταν θα στηθούν οι κάλπες, ειδικά αν αυτό γίνει τον Οκτώβριο. Για να προβάλει το συγκεκριμένο «επίτευγμα» η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να προβάλει τις αποφάσεις που ελήφθησαν εκτός των μνημονιακών δεσμών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αύξηση του κατώτατου μισθού ή και την έξοδο στις αγορές, η οποία όμως έχει πολύ πιο στενό ακροατήριο.


Από την άλλη, για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει και η πρόωρη αποπληρωμή της οφειλής προς το ΔΝΤ, καθώς πέραν των οικονομικών λόγων (σ.σ.: κερδίζουμε τόκους), η πρόωρη αποπληρωμή εξασφαλίζει και ένα πολιτικό επιχείρημα για «την κυβέρνηση που έδιωξε το ΔΝΤ από την Ελλάδα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου