Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2021

Πόσο μας αφορούν οι γερμανικές εκλογές ως Έλληνες...

 


 Θα μπορούσαν, άραγε, να έχουν εξελιχθεί κατά τρόπο διαφορετικό οι μεγάλες ευρωπαϊκές κρίσεις των τελευταίων ετών (της ευρωζώνης από το 2009 και μετά, του μεταναστευτικού/προσφυγικού έπειτα από το 2015, των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού μετά το 2020), ή ακόμη και κάποιες...
από τις διμερείς συμφωνίες του πρόσφατου παρελθόντος, όπως για παράδειγμα η Συμφωνία των Πρεσπών, εάν βρισκόταν στο τιμόνι της Γερμανίας κάποιος άλλος και όχι η Άνγκελα Μέρκελ;

Από την - μάλλον θετική - απάντηση στο ερώτημα, ανακύπτει και το συμπέρασμα: Ό,τι συμβαίνει πολιτικά στο Βερολίνο δεν μένει στο Βερολίνο.

Οι Γερμανοί προσέρχονται στις 26 Σεπτεμβρίου στις κάλπες για να εκλέξουν τον καγκελάριο που θα διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ στην ηγεσία της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το εκλογικό αποτέλεσμα - υπό μια έννοια - μας αφορά όλους.

Εθνικές αλλαγές με διεθνείς επιπτώσεις

Η 67χρονη Μέρκελ αποχωρεί πια, έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία (2005-2021). Φεύγει με το κεφάλι ψηλά, ως η ηγέτιδα που κατάφερε να κρατήσει την ΕΕ ενωμένη, παρά την έξοδο της Βρετανίας (Brexit) και την άνοδο της εθνολαϊκιστικής δεξιάς (με την παρθενική είσοδο του AfD στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή).

Η Μέρκελ έχει όντως καταφέρει κάτι μάλλον παράδοξο: να την μνημονεύουν, ακόμη και οι πολιτικοί της αντίπαλοι, ως σύμβολο σταθερότητας παρά τις πολλές και διόλου ευκαταφρόνητες αστάθειες των τελευταίων ετών. Έχει καταφέρει να την θυμούνται ως φωνή συμβιβαστική, αν και ήταν το Βερολίνο εκείνο που στις πιο πολλές περιπτώσεις υπαγόρευε τους κανόνες.

Κατά τη διάρκεια της πολυετούς θητείας της στην καγκελαρία, η Μέρκελ «αντιμετώπισε» πέντε Βρετανούς, οχτώ Ιταλούς και οχτώ Έλληνες πρωθυπουργούς, αλλά και τέσσερις Γάλλους προέδρους. Όλοι οι άλλοι έφευγαν, εκείνη όμως έμενε αμετακίνητη. Και τώρα που εκείνη φεύγει, όλοι αναρωτιούνται τι μέλλει γενέσθαι στη Γερμανία αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη.


Γιατί ξεχωρίζει η Γερμανία;

Διότι η γερμανική πολιτική σκηνή λειτουργεί παράλληλα και ως σημείο αναφοράς για τις τάσεις και τις εξελίξεις διεθνώς. «Η εξωτερική πολιτική σπανίως κρίνει το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών», γράφει σε ανάλυσή της η Ουλρίκε Φράνκε του European Council on Foreign Relations (ECFR), πράγμα το οποίο προφανώς εξηγεί σε έναν βαθμό και την απουσία θεμάτων εξωτερικής πολιτικής από τα ντιμπέιτ της τελευταίας προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία. Το αποτέλεσμα των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών όμως από την άλλη, επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις στο μέτωπο της εξωτερικής διεθνώς. Και δικαιολογημένα. Η Γερμανία ξεχωρίζει άλλωστε ως:

Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης

-Το άτυπο διευθυντήριο της ΕΕ
-Το ήμισυ του καλούμενου «γαλλογερμανικού άξονα»
-Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, της Τουρκίας, της Ρωσίας αλλά και των ΗΠΑ εντός της ΕΕ
-Ο τέταρτος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ
-Η χώρα που ηγείται της καλούμενης πράσινης μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, διεκδικώντας η ίδια ρόλο πρωτοπόρου αλλά και προτύπου

Πόσα κρίνονται;

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς πως από τις πολιτικές της όποιας επόμενης γερμανικής κυβέρνησης συνεργασίας πρόκειται να κριθούν πολλά και στη διεθνή σκηνή:

-Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία (μια στάση «υποχωρητικότητας» για την οποία πολλοί θεωρούν υπεύθυνο το Βερολίνο)
-Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα (βλ. 5G, CAI), στη Ρωσία (βλ. Nord Stream 2) και στα Δυτικά Βαλκάνια (την ευρωπαϊκή προοπτική των οποίων προωθεί το Βερολίνο)
-Η στάση της ΕΕ στο μέτωπο του προσφυγικού/μεταναστευτικού
-Το μέλλον των διατλαντικών δεσμών, το οποίο περνάει μέσα και από τη σχέση Βερολίνου-Ουάσιγκτον
-Η πορεία της ευρωπαϊκής ανάκαμψης στη σκιά της πανδημίας (βλ. σχέδιο Next Generation EU)
-Η πανευρωπαϊκή (και δεσμευτική για όλες τις χώρες) στροφή προς μια πράσινη και κλιματικά-ουδέτερη οικονομία (βλ. δεσμη μέτρων «Fit for 55»)
-Το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
-Το μέλλον της συζήτησης περί «ευρωστρατού» και «στρατηγικής αυτονομίας»

Όσα μας αφορούν

Ποια από τα παραπάνω μας αφορούν ως Ελλάδα; Στην πραγματικότητα όλα. Τα ανοιχτά μέτωπα κυρίως της Τουρκίας και δευτερευόντως του μεταναστευτικού/προσφυγικού (έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν) βρίσκονται φυσικά στην πρώτη γραμμή. Η «πράσινη μετάβαση» (απολιγνιτοποίηση, ΑΠΕ, σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων κ.ά.) επίσης ξεχωρίζει ως τομέας ενδιαφέροντος, κι αυτό για πολύ πρακτικούς λόγους, καθώς επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου κ.ά. Ενώ και στο μέτωπο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένονται νέες ενδοευρωπαϊκές «μάχες» το προσεχές διάστημα.

Ενδεικτικά ως προς αυτό: και όσα δήλωσε σχετικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσφάτως από το βήμα της 85ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης: «Θεωρώ δεδομένο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αλλάξει. Σε ποια κατεύθυνση; Δεν είμαι έτοιμος να σας το πω. Θα έχουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στην Ευρώπη μετά τις γερμανικές εκλογές… Θα είναι η επόμενη μεγάλη πολιτική συζήτηση η οποία θα γίνει το 2022… Εκτιμώ ότι η Γερμανία δεν θα είναι όσο δραματική ήταν στο παρελθόν.»

Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Γιώργου Σκαφιδά, πατήστε ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου