«Μαύρες τρύπες», αόρατες ροές δισ. και τεράστιες αποκλίσεις εντοπίζει το ελεγκτικό συνέδριο που κατακρημνίζει το κυβερνητικό «success story».
Μικαέλα Σάβα

Ο κρατικός προϋπολογισμός είναι –θεωρητικά– το πιο ισχυρό πολιτικό και δημοκρατικό εργαλείο ενός κράτους. Είναι το κείμενο που αποτυπώνει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης, τις αντοχές της οικονομίας και το πώς κατανέμεται το δημόσιο χρήμα.
Ο προϋπολογισμός για το 2026 που κατατέθηκε και ψηφίστηκε στις 17/12/2025 παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως ακόμη μία απόδειξη «επιτυχίας»: δημοσιονομική σταθερότητα, πλεονάσματα, αγορές που εμπιστεύονται τη χώρα και μια οικονομία που –σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα– έχει μπει οριστικά σε τροχιά κανονικότητας. Ενα αφήγημα που συνοδεύεται από αριθμούς, διαγράμματα και διαβεβαιώσεις ότι «τα δύσκολα έχουν περάσει».
Ομως οι αριθμοί δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια. Και, κυρίως, δεν τη λένε πάντα με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Η τελευταία έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του ανώτατου δημοσιονομικού δικαστηρίου της χώρας, για τον απολογισμό και τον ισολογισμό του 2024 φωτίζει όσα δεν φαίνονται πίσω από την επίσημη εικόνα.
Αποκλίσεις δισεκατομμυρίων
Οπως καταγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο, τεράστια ποσά κινούνται με αποκλίσεις που δεν ενισχύουν την αξιοπιστία, αλλά την υπονομεύουν. Μόνο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι αποκλίσεις από τους αρχικούς στόχους ξεπερνούν τα 417 δισ. ευρώ στα έσοδα και τα 422 δισ. ευρώ στα έξοδα, μεγέθη που δεν μπορούν να θεωρηθούν τεχνική λεπτομέρεια. Παράλληλα, στον απολογισμό του 2024 εμφανίζονται ως έσοδα 3,12 δισ. ευρώ από ΦΠΑ σε εταιρεία υπό εκκαθάριση, καθώς και 173,6 εκατ. ευρώ από παλαιούς κωδικούς εσόδων, για τα οποία το ίδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο αμφισβητεί την ορθότητα και την εισπραξιμότητα. Πρόκειται για ποσά που βελτιώνουν λογιστικά την εικόνα, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα εισρεύσουν ποτέ στα δημόσια ταμεία.
Παρότι η έκθεση αφορά το 2024, τα ευρήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν περιγράφουν μια συγκυριακή αστοχία, αλλά αναδεικνύουν επαναλαμβανόμενες πρακτικές στον τρόπο κατάρτισης και εκτέλεσης των προϋπολογισμών, καθώς και στη συνολική δημοσιονομική διαχείριση. Αλλωστε, όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι μηχανισμοί ελέγχου υπάρχουν θεσμικά, αλλά δεν λειτουργούν στην πράξη. Ετσι όταν ο εσωτερικός έλεγχος δεν λειτουργεί ουσιαστικά, οι ίδιες παθογένειες δεν εντοπίζονται, δεν διορθώνονται και τελικά αναπαράγονται. Η Βουλή λοιπόν καλείται να ελέγξει έναν προϋπολογισμό που δεν περιγράφει πλήρως όσα συμβαίνουν, ενώ οι πολίτες καλούνται να εμπιστευτούν μια εικόνα που, όπως προκύπτει, είναι τουλάχιστον ελλιπής. Ο κρατικός προϋπολογισμός παύει να λειτουργεί ως εργαλείο διαφάνειας και μετατρέπεται σε λογιστική βιτρίνα, πίσω από την οποία κρύβεται μια πολύ πιο σύνθετη και ανησυχητική πραγματικότητα.
Το Documento αποκαλύπτει τι ακριβώς καταγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο και γιατί τα ευρήματά του συνιστούν ένα ηχηρό θεσμικό καμπανάκι – όχι μόνο για τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αλλά και για την αξιοπιστία της κυβερνητικής αφήγησης περί «επιτυχίας και ανάπτυξης».
«Μαύρες τρύπες»
Ο προϋπολογισμός του 2026 παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως συνέχεια ενός «success story»: δημοσιονομική σταθερότητα, πλεονάσματα, εικόνα ομαλότητας και αξιοπιστίας. Κατά το κυβερνητικό αφήγημα αποδεικνύεται ότι η χώρα έχει αφήσει πίσω της τις κρίσεις και βαδίζει σε ασφαλές έδαφος. Η εικόνα όμως δεν είναι τόσο πλήρης όσο φαίνεται. Γιατί ο προϋπολογισμός δείχνει «καλός» κυρίως επειδή δεν δείχνει τα πάντα. Η Εκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον Απολογισμό και τον Ισολογισμό του 2024 αποκαλύπτει ότι σημαντικές δημοσιονομικές ροές δεν αποτυπώνονται πλήρως στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ οι προβλέψεις του καταρτίζονται με τρόπο που αλλοιώνει τη συνολική εικόνα. Με απλά λόγια: ο προϋπολογισμός που ψηφίζεται στη Βουλή δεν αντανακλά με ακρίβεια την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα καθαρά έσοδα του 2024 υπερέβησαν τον στόχο κατά 1,42 δισ. ευρώ, ενώ τα έξοδα ήταν χαμηλότερα των προβλέψεων κατά 1,98 δισ. ευρώ. Η εικόνα αυτή εμφανίζεται ως απόδειξη καλής εκτέλεσης και επιτυχούς διαχείρισης. Ομως το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει ότι τέτοιες αποκλίσεις δεν είναι μεμονωμένες. Επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο και αφορούν τις ίδιες κατηγορίες εσόδων και δαπανών.
Αυτό σημαίνει κάτι κρίσιμο: δεν πρόκειται για απλή αστοχία προβλέψεων, αλλά για δομικό τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι στόχοι τίθενται χαμηλότερα, η εκτέλεση εμφανίζεται καλύτερη και η δημοσιονομική εικόνα βελτιώνεται στα χαρτιά. Ετσι η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου παρότι αφορά το προηγούμενο έτος, αποκαλύπτει ένα σταθερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο στον τρόπο κατάρτισης και εκτέλεσης των κρατικών προϋπολογισμών.
Η Βουλή καλείται να ψηφίσει έναν προϋπολογισμό με μερική εικόνα, ενώ η πραγματική διαχείριση διαμορφώνεται εκ των υστέρων. Πολιτικά ο προϋπολογισμός είναι «τακτοποιημένος». Θεσμικά όμως παραμένει ελλιπής. Κι αυτό είναι το πρώτο, αλλά θεμελιώδες συμπέρασμα που προκύπτει από την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Υπάρχει ένα κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού που σπάνια συζητείται στη Βουλή, δύσκολα γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες και δεν χωρά εύκολα στα κυβερνητικά success stories. Κι όμως πρόκειται για το μεγαλύτερο σε όγκο μέρος των δημοσιονομικών ροών. Είναι ο λεγόμενος «αόρατος» προϋπολογισμός των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, με βασικό εργαλείο τις πράξεις repos.
Πρόκειται κυρίως για συμφωνίες επαναγοράς (repos), δηλαδή βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δανεισμό του δημοσίου. Το κράτος αντλεί προσωρινά ρευστότητα – συνήθως από φορείς της γενικής κυβέρνησης– και την επιστρέφει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Στην πράξη μετακινούνται τεράστια ποσά για την κάλυψη ταμειακών αναγκών.
Το πρόβλημα, όπως καταγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεσή του για το 2024, δεν είναι αυτή καθαυτήν η ύπαρξη των repos. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονται δημοσιονομικά. Σύμφωνα με την Εκθεση, τα έσοδα από χρηματοοικονομικές συναλλαγές ανήλθαν στο αστρονομικό ποσό του 1,452 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον αρχικό στόχο κατά 417 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, τα έξοδα έφτασαν τα 1,455 δισ. ευρώ, με αποκλίσεις άνω των 422 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μεγέθη που δεν μπορούν να θεωρηθούν τεχνική λεπτομέρεια. Οι αποκλίσεις είναι τεράστιες και επαναλαμβανόμενες, ενώ –όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο– η δημοσιονομική αποτύπωσή τους παραμένει θολή και ελλιπής. Ετσι σημαντικές ροές χρημάτων δεν εγγράφονται πλήρως στον προϋπολογισμό, αλλά κινούνται εκτός του βασικού δημοσιονομικού πλαισίου.
Στην πράξη δημιουργείται ένας παράλληλος κύκλος χρηματορροών, ο οποίος δεν ενσωματώνεται με διαφάνεια στην εικόνα που ψηφίζεται από τη Βουλή. Ο επίσημος προϋπολογισμός εμφανίζεται «τακτοποιημένος», ενώ ένα κρίσιμο κομμάτι της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας του κράτους παραμένει στο περιθώριο του ουσιαστικού ελέγχου.
Το θεσμικό διακύβευμα είναι σαφές: όταν τρισεκατομμύρια ευρώ κινούνται με περιορισμένη διαφάνεια και χωρίς πλήρη κοινοβουλευτική αποτύπωση, η έννοια της δημοσιονομικής λογοδοσίας αποδυναμώνεται. Κι αυτό ακριβώς είναι το καμπανάκι που χτυπά το Ελεγκτικό Συνέδριο – όχι για μια τεχνική αστοχία, αλλά για έναν δομικό τρόπο λειτουργίας του προϋπολογισμού.
Χρήματα που πήγαν… αλλού
Αν κάτι προκύπτει καθαρά από την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δεν λειτουργεί ως εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά ως πλαίσιο που διορθώνεται διαρκώς μέσα στη χρονιά, ανάλογα με τις ανάγκες και τις πιέσεις. Με απλά λόγια, δεν «κλειδώνει» τη δημοσιονομική πολιτική· την αφήνει ανοιχτή σε εκ των υστέρων παρεμβάσεις. Αλλη μια απόδειξη είναι η εξής:
Το Ελεγκτικό Συνέδριο καταγράφει ότι σημαντικό μέρος της δημοσιονομικής διαχείρισης μεταφέρεται εκτός του αρχικού προϋπολογισμού, μέσω του αποθεματικού, των ανακατανομών πιστώσεων και διάφορων εξωπροϋπολογιστικών κινήσεων. Δαπάνες που θα έπρεπε να έχουν προβλεφθεί εξαρχής εμφανίζονται αργότερα ως «έκτακτες», ενώ άλλες μετακινούνται χρονικά, αλλοιώνοντας την εικόνα της εκτέλεσης του προϋπολογιμού.
Τα αριθμητικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από το αποθεματικό ταμείο διατέθηκαν συνολικά 1,446 δισ. ευρώ μέσα στο 2024. Από αυτά 771,19 εκατ. ευρώ (53,32%) κατευθύνθηκαν σε επιχορηγήσεις, ενώ ακολούθησαν προμήθειες και υπηρεσίες με 196,86 εκατ. ευρώ (13,61%), λειτουργικές δαπάνες (4,32%), έξοδα προσωπικού (3,16%), ακόμη και απόρρητες δαπάνες (0,45%). Πρόκειται για κατηγορίες που δεν έχουν χαρακτήρα έκτακτης ανάγκης, αλλά συνιστούν τυπικές δαπάνες κανονικού προϋπολογισμού.
Αντίστοιχα, στο τακτικό αποθεματικό το 33,12% των πιστώσεων (264,93 εκατ. ευρώ) χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή δικαστικών αποφάσεων. Υποχρεώσεις δηλαδή προβλέψιμες, επαναλαμβανόμενες και γνωστές εδώ και χρόνια, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν ενσωματωθεί εξαρχής στον δημοσιονομικό σχεδιασμό.
Το αποτέλεσμα είναι ένας προϋπολογισμός που δεν αποτυπώνει από την αρχή τις πραγματικές πολιτικές επιλογές, αλλά τις προσαρμόζει στην πορεία. Αυτό, όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, περιορίζει τον ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο: η Βουλή ψηφίζει ένα πλαίσιο, αλλά η πραγματική κατανομή των πόρων διαμορφώνεται αργότερα, μέσα από διορθωτικές κινήσεις.
Η πρακτική αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν συνδέεται με το αφήγημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, η «σταθερότητα» επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της συγκράτησης κοινωνικών δαπανών, ενώ ταυτόχρονα μεγάλα δημοσιονομικά μεγέθη –όπως χρηματοοικονομικές συναλλαγές ή ειδικά κονδύλια– κινούνται με χαμηλότερο βαθμό διαφάνειας και ελέγχου.
Ετσι η εικόνα που αναδύεται είναι θεσμικά προβληματική. Ο προϋπολογισμός μπορεί να εμφανίζεται λογιστικά ισορροπημένος, αλλά δεν κατανέμει ισότιμα το βάρος της προσαρμογής. Και όταν η πολιτική διορθώνεται εκ των υστέρων, αντί να σχεδιάζεται εκ των προτέρων, ο προϋπολογισμός παύει να είναι εργαλείο δημοκρατικής λογοδοσίας και μετατρέπεται σε μηχανισμό διαχείρισης «κατά περίπτωση».
Έσοδα που δεν ξέρουμε αν θα εισπραχθούν
Ακόμη ένα κρίσιμο στοιχείο που αναδεικνύει η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ότι η εικόνα του προϋπολογισμού βελτιώνεται και από έσοδα που ενδέχεται να μην εισπραχθούν ποτέ, καθώς και από υποχρεώσεις που μετακινούνται χρονικά, χωρίς να εξαφανίζονται. Πρόκειται για λογιστική πρακτική που δημιουργεί την αίσθηση δημοσιονομικής άνεσης, ενώ στην πραγματικότητα μεταθέτει την πίεση στο μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εισπρακτέο υπόλοιπο του δημοσίου. Στον Απολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2024 το Ελεγκτικό Συνέδριο εντοπίζει απαιτήσεις αμφίβολης ορθότητας και εισπραξιμότητας, όπως 3,12 δισ. ευρώ από βεβαίωση ΦΠΑ σε εταιρεία υπό εκκαθάριση, αλλά και 173,6 εκατ. ευρώ από παλαιούς κωδικούς εσόδων. Το ίδιο το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο σημειώνει ρητά ότι τα ποσά αυτά χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, καθώς δεν είναι σαφές αν μπορούν πράγματι να εισπραχθούν. Με απλά λόγια, εμφανίζονται στον προϋπολογισμό έσοδα που βελτιώνουν την εικόνα, χωρίς να αντιστοιχούν απαραίτητα σε πραγματικές εισροές. Ετσι τα δημοσιονομικά μεγέθη δείχνουν ισχυρότερα απ’ ό,τι είναι στην πράξη.
Την ίδια στιγμή το Ελεγκτικό Συνέδριο καταγράφει σοβαρά προβλήματα στο Μητρώο Δεσμεύσεων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αξιόπιστη και ενιαία εικόνα των υποχρεώσεων του δημοσίου. Οι ασυμφωνίες μεταξύ πληροφοριακών συστημάτων δυσχεραίνουν την παρακολούθηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες συχνά μεταφέρονται χρονικά αντί να εξοφλούνται. Το αποτέλεσμα είναι διπλό: από τη μία πλευρά τα έσοδα εμφανίζονται υψηλότερα λόγω ανείσπρακτων απαιτήσεων· από την άλλη οι πραγματικές υποχρεώσεις δεν αποτυπώνονται έγκαιρα και καθαρά. Σε αυτό το πλαίσιο «κουμπώνει» και το αφήγημα των κοινωνικών περικοπών: όταν η δημοσιονομική πειθαρχία επιτυγχάνεται με συγκράτηση κοινωνικών δαπανών, ενώ τα δύσκολα μεγέθη θολώνουν ή μετατίθενται, τότε η πίεση δεν κατανέμεται ισότιμα. Αυτό ακριβώς είναι το θεσμικό καμπανάκι που χτυπά το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου