Υπό την «ενισχυµένη επιτήρηση» του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου βρίσκεται πλέον η Ιταλία. Με τον πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι να δέχεται ισχυρότατη αµφισβήτηση εντός και εκτός συνόρων, σε βαθµό που να είναι αµφίβολο αν θα µπορέσει να περάσει από τη Βουλή τα µέτρα λιτότητας που έχει εξαγγείλει, το ∆ΝΤ ανέλαβε να επιτηρήσει την πορεία υλοποίησης των µεταρρυθµίσεων....
Η εξέλιξη αυτή θεωρείται το πρώτο στάδιο για την παροχή βοήθειας προς την Ιταλία. Στριµωγµένοι ανάµεσα στις συµπληγάδες των µέτρων λιτότητας και της πολιτικής κρίσης, οι Ιταλοί βλέπουν το επίπεδο διαβίωσής τους να κατρακυλά. Η «ντόλτσε βίτα», η περίφηµη «γλυκιά ζωή» που απολάµβαναν από τη δεκαετία του 1950, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο πικρή. Ο ένας στους πέντε ζει πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας. Η Ιταλία, µαζί µε την Ελλάδα, είναι σήµερα τα δύο µαύρα πρόβατα της Ευρώπης, οι αδύναµοι κρίκοι του κοινού νοµίσµατος. Από την «dolce vita» στα πρόθυρα του ∆ΝΤ.
Αν η Ιταλία καταρρεύσει θα συµπαρασύρει το ευρώ στην άβυσσο. Οπερ σηµαίνει ότι εφεξής και κάθε τρεις µήνες κλιµάκιο του ∆ΝΤ θα ελέγχει – σε συνεργασία µε τον υπουργό Οικονοµικών Τζούλιο Τρεµόντι, που έχει κάκιστες σχέσεις µε τον πρωθυπουργό – αν η Ρώµη τηρεί τις µεταρρυθµίσεις που εξαγγέλλει. Σε πρώτη φάση, την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια, τη χαλάρωση της νοµοθεσίας περί απολύσεων και το άνοιγµα των κλειστών επαγγελµάτων. Η Ρώµη διαψεύδει τα περί επιτήρησης και µιλά για «παροχή συµβουλών» , όµως ο δρόµος για την παροχή οικονοµικής βοήθειας προς τους Ιταλούς έχει ανοίξει.
Οι αγορές όµως δεν καθησυχάζονται γιατί τα µέτρα που προσπαθεί να περάσει ο «καβαλιέρε» είναι στην πραγµατικότητα ηµίµετρα. Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια, για παράδειγµα, θα εφαρµοστεί σταδιακά σε 15 χρόνια, ως το 2026 – όταν ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι θα είναι... 90 ετών ! Και αφορά µόνο τις συντάξεις γήρατος, δηλαδή τις µισές από τις συντάξεις στην Ιταλία όπου οι εργαζόµενοι συνταξιοδοτούνται σε όποια ηλικία συµπληρώσουν έναν ορισµένο αριθµό ετών καταβολής εισφορών.
Τα «ηµίµετρα» δεν αρέσουν στους ξένους κερδοσκόπους. Γι’ αυτό το επιτόκιο δανεισµού της Ιταλίας πλησιάζει επικίνδυνα το 7% _ το ποσοστό που ανάγκασε την Ελλάδα να ζητήσει διάσωση από τους εταίρους της στην ευρωζώνη. Η ιταλική οικονοµία σήµερα θεωρείται πιο επισφαλής από εκείνη της Σλοβακίας ή της Εσθονίας, των δύο φτωχότερων χωρών της ευρωζώνης. Οποία καταβαράθρωση από τα ποσοστά ανάπτυξης άνω του 5% των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60, αλλά και από τη δεκαετία του ‘80 όταν η ιταλική οικονοµία ξεπέρασε για ένα διάστηµα εκείνη τη βρετανική για να γίνει η πέµπτη στον κόσµο – γεγονός γνωστό ως «il sorpasso», δηλαδή «το προσπέρασµα» – ακόµη και από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 όταν έγινε για µια περίοδο η τέταρτη οικονοµία παγκοσµίως, ξεπερνώντας τη γαλλική. Μετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο η Ιταλία µετατράπηκε από µια ερειπωµένη αγροτική οικονοµία σε µία από τις πιο βιοµηχανοποιηµένες χώρες στον κόσµο. Στον Βορρά δηµιουργήθηκε το περίφηµο «βιοµηχανικό τρίγωνο» µεταξύ Μιλάνου, Τουρίνου και Γένοβας. Ορδές από Νοτιοϊταλούς της Σικελίας και της Καλαβρίας επάνδρωσαν τα νέα εργοστάσια που κατασκεύαζαν προϊόντα όπως το «πεντακοσαράκι», το Φίατ Τσινκουετσέντο, το οποίο µετέτρεψε το αυτοκίνητο από είδος πολυτελείας σε λαϊκό αγαθό, και φυσικά η βέσπα. Παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν οι δυναµικές µικροµεσαίες επιχειρήσεις, οι λεγόµενες «πολυεθνικές τσέπης». Η ντόλτσε βίτα όµως δεν περιλάµβανε µόνο τα οικονοµικά µεγέθη, τους υψηλούς µισθούς, την άνετη ζωή. Ηταν ένα ολόκληρο λαϊφστάιλ µε πολιτιστικές προεκτάσεις, γύρω από την Τσινετσιτά που ήταν στις δόξες της και τις βόλτες των αστέρων στη ρωµαϊκή Via Veneto. Αλλά κατέρρευσε υπό το βάρος της διαφθοράς, της έλλειψης ανταγωνιστικότητας, της κακοδιαχείρισης, των «κεκτηµένων» και των µικροσυµφερόντων διαφόρων κοινωνικών ή επαγγελµατικών οµάδων.
«Η Ιταλία αποτελεί το πιο λαµπρό παράδειγµα του ευρωπαϊκού λαϊφστάιλ – καλό φαΐ, κρασί, µόδα, ήλιος, “κοινωνικό” ωράριο εργασίας, µακροχρόνιες διακοπές, bella figura, dolce vita» έγραψε ο Τίµοθι Γκάρτον Ας στη βρετανική εφηµερίδα “Guardian”». «Το πρόβληµα είναι ότι αυτό τον τρόπο ζωής τον απολαµβάνει όλο και µικρότερος αριθµός Ιταλών. Είναι µη βιώσιµος».
Πάρτε τους προνοµιούχους ιταλούς συµβολαιογράφους, τους οποίους πολλοί αναφέρουν ως παράδειγµα της παθογένειας του ιταλικού συστήµατος. «Πλήρωσα αναγκαστικά 4.000 ευρώ σε συµβολαιογράφο όταν αγόρασα το σπίτι µου ενώ ένας δικηγόρος θα µπορούσε να είχε κάνει την ίδια δουλειά για 400 ευρώ» γράφει ιταλός µπλόγκερ.
«Σήµερα δύο Ιταλοί στους τρεις έχουν µειώσει τις αγορές ρούχων ενώ ένας στους δύο έχει περιορίσει τα έξοδα διασκέδασης εκτός σπιτιού, όπως εστιατόρια, σινεµά και πιτσαρίες. Ολοι αναζητούν τρόπους για να κάνουν οικονοµία» λέει στο «Βήµα» ο Ντα Ρολντ. Η ντόλτσε βίτα αποχωρεί από την Ιταλία και µετακοµίζει στην Κίνα η οποία είναι θαµπωµένη από την ιταλική ποιότητα και κουλτούρα. Οι ιταλικοί οίκοι όµως που πουλούν τσάντες και παπούτσια πολυτελείας, πανάκριβα ρούχα, ντιζαϊνάτα έπιπλα και σπορ αυτοκίνητα δεν µοιάζουν να ανησυχούν γιατί προβλέπουν µεγάλη αύξηση, άνω του 15%, στις πωλήσεις τους προς την Ασία.
Και αν η πολυτέλεια καλά κρατεί, η κυβέρνηση παραπαίει. Ο Μπερλουσκόνι έχει κάκιστες σχέσεις µε τον υπουργό Οικονοµικών Τζούλιο Τρεµόντι, ο οποίος επιθυµεί γρηγορότερο ρυθµό µεταρρυθµίσεων, στη Βουλή πέφτουν ενίοτε µπουνιές όταν συζητούνται τα νέα µέτρα και η Λίγκα του Βορρά, ο µοναδικός εταίρος που παραµένει στον συνασπισµό του Καβαλιέρε, είναι µε το ένα πόδι εκτός. Στην Ιταλία κυκλοφορούν αφίσες που προτρέπουν τον κόσµο «να πετάξει το παπούτσι του στον Σίλβιο» ενώ τα διεθνή ΜΜΕ προβλέπουν «αυλαία για τον σόουµαν».
1,3 εκατ. προνοµιούχοι κοστίζουν €24,7 δισ.
Η «κάστα» πολιτικών και δημόσιων λειτουργών υπερασπίζεται λυσσαλέα τα κεκτημένα της
Οι περισσότεροι Ιταλοί αποχαιρετούν – αναγκαστικά – την ντόλτσε βίτα, όχι όµως και τα µέλη της «κάστας». ∆υο δηµοσιογράφοι της «Corriere della Sera», ο Σέρτζιο Ρίτσο και ο Τζιαν Αντόνιο Στέλα, πραγµατοποίησαν την πρώτη µεγάλη έρευνα για το σύστηµα εξουσίας στην Ιταλία: η «κάστα» των πολιτικών και των κορυφαίων δηµόσιων λειτουργών υπερασπίζεται λυσσαλέα τα κεκτηµένα της και η συµµετοχή σε αυτή ισοδυναµεί µε διά βίου οικονοµική εξασφάλιση. Η συνδικαλιστική συνοµοσπονδία UIL υπολόγισε ότι τα µέλη της «κάστας» ξεπερνούν το 1,3 εκατ. Υπουργοί, βουλευτές, πρόεδροι επαρχιών και διαµερισµάτων, δήµαρχοι και δηµοτικοί σύµβουλοι 8.100 δήµων, τοπικοί διοικητές, επικεφαλής 7.000 δηµοτικών επιχειρήσεων, υπεύθυνοι πολλών ιδρυµάτων και αρχών, σύµβουλοι διαφόρων τύπων, κορυφαίοι δηµόσιοι λειτουργοί, δικαστικοί, στρατιωτικοί. Ολοι τους συντηρούνται από τον κρατικό προϋπολογισµό. Χωρίς να µετρήσουµε µια πλειάδα πολιτικού προσωπικού, παρατρεχάµενων, γραµµατέων, σοφέρ και υπευθύνων ασφαλείας. Σύµφωνα µε την UIL, η «κάστα» καταβροχθίζει 24,7 δισ. ευρώ τον χρόνο, ήτοι 646 ευρώ από κάθε νοικοκυριό.
Τα εξόφθαλµα παραδείγµατα περισσεύουν. Ο Λούις Ντουρνβάλντερ, πρόεδρος του Νότιου Τιρόλου από το 1989, έχει µισθό 321.000 ευρώ τον χρόνο – δηλαδή 46.000 ευρώ περισσότερα από τον Μπαράκ Οµπάµα. Ανάµεσα σε εκείνους που κερδίζουν περισσότερα από 300.000 ευρώ τον χρόνο είναι ο επικεφαλής της αστυνοµίας, ο διοικητής των καραµπινιέρων, ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ιταλίας, οι δήµαρχοι µεγάλων πόλεων. Οι ιταλοί βουλευτές κερδίζουν 143.443 ευρώ τον χρόνο (δύο φορές περισσότερα από τους βρετανούς ή τους γερµανούς συναδέλφους τους) συν τα επιδόµατα παραστάσεως και γραµµατείας, συν τα λοιπά προνόµια όπως ατέλεια σε κινηµατογράφους, θέατρα, ταξίδια µε τρένο και αεροπλάνο. Από τους 945 βουλευτές και γερουσιαστές – αριθµός υπέρογκος – οι 446 ασκούν και άλλο επάγγελµα (κυρίως του δικηγόρου και του γιατρού) από το οποίο επίσης εισπράττουν. Στο κεφάλαιο «Οι baby συνταξιούχοι», οι Ρίτσο και Στέλα αναλύουν τις βουλευτικές συντάξεις (διπλές και τριπλές από την υπόλοιπη Ευρώπη), τονίζοντας ιδιαίτερα την πρακτική των εισφορών-µαϊµού. Κορυφαίο παράδειγµα ο Κλεµέντε Μαστέλα ο οποίος, εκτός από τη βουλευτική σύνταξη, εισπράττει και δηµοσιογραφική έχοντας εργαστεί στη RAI για λιγότερο από έναν χρόνο. Πολιτικός από τη Λοµβαρδία εισπράττει σύνταξη έχοντας υπηρετήσει µόλις τέσσερις ηµέρες στη Γερουσία.Οι υπερεξοπλισµένες λιµουζίνες, µε σοφέρ και ασφάλεια, γνωστές στην Ιταλία σαν «auto blu», αποτελούν την απόλυτη ένδειξη ισχύος για την «κάστα». Το υπουργείο Αµυνας µάλιστα δεν δίστασε να παραγγείλει 19 Μαζεράτι την περασµένη εβδοµάδα, τη στιγµή που καλείται να µειώσει τον προϋπολογισµό του κατά 2,5 δισ. ευρώ στα επόµενα τρία χρόνια. «Ποιο το πρόβληµα;» ρώτησε ο υπουργός Ιγκνάτσιο Λα Ρούσα. «Οι Μαζεράτι είναι ιταλικά αυτοκίνητα...».
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ
Η Ρώµη, η «γλυκιά ζωή», ο Παπαράτσο και ο Φελίνι
∆ύο µέρη ερίζουν για το ποιο είναι το «λίκνο της ντόλτσε βίτα»: η παραλία Καποκότα, κοντά στη Ρώµη, όπου συχνάζουν µουσικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, πολιτικοί από τη δεκαετία του ‘50, όταν την «τοποθέτησε στον χάρτη» ο αµερικανός ποιητής Αλεν Γκίνσµπεργκ της γενιάς των Μπιτ και τα τρελά πάρτι της υψηλής κοινωνίας που πραγµατοποιούνταν εκεί γέννησαν την ντόλτσε βίτα.
Ο έτερος διεκδικητής του τίτλου είναι το «Il Baretto», το ανεπιτήδευτο µπαρ της Via del Babuino στη Ρώµη, το οποίο φηµίζεται για το ότι πυροδότησε το φαινόµενο της ντόλτσε βίτα στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, όταν λειτουργούσε ως µαγνήτης για ποιητές και καλλιτέχνες που νοίκιαζαν στούντιο στη γειτονική Via Margutta, καθώς και για αριστοκράτες που το επισκέπτονταν για να φλερτάρουν.
Η καθιέρωση του όρου όµως παγκοσµίως για να περιγράψει την «καλή ζωή» – ή «γλυκιά ζωή», όπως είναι η ακριβής µετάφραση από τα ιταλικά – οφείλεται στην ταινία «La Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι. Η ταινία – την οποία γύρισε ο ιταλός σκηνοθέτης το 1960 µε πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογάνι, την Ανίτα Εκµπεργκ και την Ανούκ Εµέ – έχει ως κύριο χαρακτήρα τον Μαρτσέλο, έναν δηµοσιογράφο στη Ρώµη στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, και θεωρείται από τις κορυφαίες του παγκόσµιου κινηµατογράφου.
Ο Μαρτσέλο καλύπτει τις ζωές κινηµατογραφικών αστέρων και ηθοποιών για λογαριασµό ενός ταµπλόιντ, ενώ παράλληλα αναζητεί έναν πιο µεστό νοήµατος τρόπο ζωής. Μαζί του ένας φωτορεπόρτερ ονόµατι Παπαράτσο – ο οποίος καθιέρωσε παγκοσµίως τον όρο «παπαράτσι». Αλλά ο πραγµατικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο λαµπερός κόσµος που οικοδοµήθηκε πάνω στα ερείπια και τη µιζέρια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Ο ίδιος ο Φελίνι έχει υποστηρίξει σε διάφορες συνεντεύξεις του ότι η αρχική έµπνευση για την ταινία ήταν το στυλ που εκπροσωπούσε το φόρεµα-σάκος το οποίο πρωτοσχεδίασε ο Μπαλενσιάγκα το 1957. Ο Μπρουνέλο Ρόντι, στενός συνεργάτης του Φελίνι µε τον οποίο συνέγραψε το σενάριο της «La Dolce Vita», εξήγησε ότι «το φόρεµα-σάκος έδινε µια αίσθηση φτερουγίσµατος γύρω από το σώµα, η οποία µπορεί να ήταν αισθητικά ωραία αλλά όχι αναγκαστικά και ηθικά. Το φόρεµα-σάκος εντυπωσίασε τον Φελίνι γιατί έκανε τη γυναίκα πανέµορφη ενώ εσωτερικά µπορούσε, αντίθετα, να ήταν γεµάτη κακοµοιριά».
ΑΝΕΡΓΟΙ ΚΑΙ... ΜΑΜΜΟΘΡΕΦΤΟΙ
«Η γενιά των 1.000 ευρώ; Μακάρι να γίνουµε!»
«Ηµασταν η “Γενιά των 1.000 ευρώ” και γίναµε “Γενιά των 1.000 ευρώ; Μακάρι!”, ήµασταν επισφαλείς και γίναµε υποαπασχολούµενοι, ήµασταν µαµµόθρεφτα – που ζουν µε τους γονείς τους – και παραµένουµε µαµµόθρεφτα» λέει µιλώντας στο «Βήµα» ο Αλεσάντρο Ριµάσα, ο ένας από τους δύο συγγραφείς του βιβλίου «Η γενιά των 1.000 ευρώ» το οποίο έχει µεταφραστεί και στα ελληνικά (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή ενός 27χρονου που εργάζεται στο Μιλάνο και κερδίζει 1.028 ευρώ καθαρά τον µήνα µε σύµβαση περιορισµένου χρόνου. Η δουλειά του τού αρέσει, όµως δεν του παρέχει καµία εγγύηση. Για να τα βγάλει πέρα συγκατοικεί µε άλλους τρεις (επίσης της «γενιάς των 1.000 ευρώ») και για να µη µείνει στον άσο έχει γίνει ειδικός στη «δηµιουργική οικονοµία». «Σήµερα τα 1.000 ευρώ τον µήνα είναι ελπίδα και στόχος πολλών, ενώ την εποχή που γράψαµε το βιβλίο, το 2005, ήταν µια ανησυχία, ένας φόβος» συνεχίζει ο κ. Ριµάσα, 36 ετών πλέον.
Αυτό και µόνο, τονίζει, «εξηγεί εύγλωττα πόσο έχει αλλάξει η κατάσταση και ότι καµία κυβέρνηση, είτε της Κεντροδεξιάς είτε της Κεντροαριστεράς, δεν έκανε τίποτε για να αλλάξει τα πράγµατα για τη γενιά αυτή. Ως πριν από µερικά χρόνια παραπονιόµασταν ότι στην Ιταλία δεν γινόταν ποτέ συζήτηση για τα προβλήµατά µας, σήµερα πρέπει να παραπονεθούµε ότι έγινε υπερβολικά µεγάλη συζήτηση αλλά µείναµε µόνο στα λόγια».
Ο κ. Ριµάσα θεωρεί ότι «στην Ιταλία η ντόλτσε βίτα είναι ένα φαινόµενο του παρελθόντος. Εδώ και χρόνια δεν ζούµε πια την ντόλτσε βίτα, παρά τα όσα δείχνουν τα ιταλικά τηλεοπτικά κανάλια». Ανάµεσα στις µεγαλύτερες αλλαγές στον τρόπο ζωής των Ιταλών ξεχωρίζει «το χάσµα ανάµεσα σε πλούσιους και φτωχούς, το οποίο διευρύνεται όλο και περισσότερο», καθώς και «το τέλος της αστικής τάξης που συνέπεσε µε τη γέννηση της εποχής low cost η οποία παρέχει µεγαλύτερες δυνατότητες αλλά συγχρόνως λιγότερα χρήµατα».
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου