Μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή σαν σκιά και συχνά μας χαρακτηρίζει. Ο λόγος για το επίθετό μας, που μπορεί να προέρχεται από ένα παρατσούκλι κάποιου προγόνου μας, πολλά, πολλά χρόνια πριν…
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, λεγόμουν «Καρακώστα». Πρόσφατα ανακάλυψα, πως το όνομά μου, που εδώ και χρόνια με ακολουθεί, μάλλον προήρθε από παρατσούκλι κάποιου μακρινού μελαχρινού (;) προγόνου μου, την εποχή της τουρκοκρατίας.
Μια μικρή έρευνα λοιπόν, στα κιτάπια της λαογραφίας και της ελληνικής προφορικής μας παράδοσης, μου αποκάλυψε πως δεν θα πρέπει να θυμώσω αν κάποιος με αποκαλέσει απόγονο του «μαύρου (kara στα τούρκικα) Κώστα». Βλέπετε, το όνομα και το επίθετο αλλά και ο τόπος καταγωγής μας, δεν χρησιμεύουν μόνο στην αναγνώρισή μας αλλά και στην κοινωνική μας τοποθέτηση μέσα στο ευρύτερο σύνολο, που επινόησε άλλοτε δηκτικούς και άλλοτε ευφυείς χαρακτηρισμούς για να μας ξεχωρίζει.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι…
Και αν όλα αυτά σας φαίνονται τρελά, σκεφθείτε πως τα περισσότερα επίθετα δεν είναι παρά εξευγενισμένα παρατσούκλια που μετατράπηκαν σε αξιοπρεπή ονόματα με την πάροδο των χρόνων.
Το παρατσούκλι-παρωνύμιο-παρασουσούμι-παραγκώμι-παρανόμι στιγματίζει ανεξίτηλα τα «θύματά» του που δεν μπορούν να αντιδράσουν στη σφοδρή επίθεση.
Χαρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου, συνήθειες ή προτιμήσεις, επαγγέλματα και τόποι καταγωγής χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως «στοιχεία ταυτότητας» σε μικρές κοινωνίες όπου όλοι γνωρίζονται με όλους σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και οι προσωπικές τους προτιμήσεις να γίνονται γνωστές και να αποτελούν το βασικότερο χαρακτηριστικό τους.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου παρατσούκλια προέρχονται από τα χρόνια του Βυζαντίου (Πωγωνάτος, Τραυλός), από τα σλαβικά (Μπέλος: άσπρος), τα βλάχικα (Γκίζας: μυζήθρα), τα εβραϊκά (Σαμψών: μικρός ήλιος) και από διάφορες ξένες γλώσσες κατακτητών.
Σήμερα, ένα γελοίο όνομα που προέρχεται σίγουρα από παρατσούκλι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα μειονέκτημα για τον κάτοχό του, που καταφεύγει είτε σε πλήρη αλλαγή του είτε σε παράφρασή του προκειμένου να επανακτήσει το χαμένο του κύρος. Ένα τέτοιο όνομα έχει διαπιστωθεί ότι είναι ικανό ακόμη και να ανακόψει τη σταδιοδρομία του κατόχου του, που διστάζει κάθε φορά που πρέπει να συστηθεί στους νέους συνεργάτες του.
Οι Αθηναίοι και οι «άλλοι»
Το δριμύ και καυστικό παρατσούκλι-που μετατράπηκε αργότερα σε επώνυμο- άνθησε από τον 19ο αιώνα, όπου ήταν ήδη φανερός ο ανταγωνισμός μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Με σύμμαχο τα λαϊκά στρώματα και τις μικρές κοινωνίες των χωριών, το παρατσούκλι απόκτησε διαστάσεις επιδημίας στη δεκαετία του 1950, όταν η Αθήνα αποτελούσε τη «γη της επαγγελίας» για χιλιάδες επαρχιώτες που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη.
Το σύνθημα «Έξω οι βλάχοι από την Αθήνα» βρήκε οπαδούς στα πρόσωπα των γηγενών Αθηναίων, που έβλεπαν τις ρίζες της καταγωγής τους να ξεριζώνονται βίαια από τις ορδές των επαρχιωτών που ενώ τους μιμούνταν σε τρόπους και εμφάνιση, ωστόσο τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «Αθηναίους».
Παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αντανακλούν ακόμη και σήμερα το στερεότυπο του «πρωτευουσιάνου» που χλευάστηκε από τους «πονηρούς και καπάτσους» επαρχιώτες. Το κομψό ή το υπερβολικά μοντέρνο ντύσιμο , οι ευγενικοί τρόποι αλλά και οι εξωφρενικές απαιτήσεις (π.χ. μπάνιο μέσα σε μπανιέρα και όχι σε σκάφη…) χαρακτήριζαν τους δυστυχείς Αθηναίους που έκαναν αμέσως αισθητή την παρουσία τους σε ένα χωριό.
Και αν η Αθήνα προκαλούσε τη χλεύη αλλά και τον φθόνο των επαρχιωτών, κάτι ανάλογο συνέβαινε και ανάμεσα στις επαρχιακές πόλεις που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, επινοώντας τα πιο αιχμηρά παρατσούκλια.
Αυστριακοί (οι Βολιώτες), Κοπέλια-Βρακοφόροι-Μουστακαλήδες-Σύντεκνοι (οι Κρητικοί), Βλάχοι (οι Θεσσαλοί και οι Ρουμελιώτες), Γκάγκαροι (οι Αθηναίοι), Καλαμαράδες (οι Έλληνες για τους Κύπριους), Κουμπάροι (οι Κύπριοι για τους Έλληνες), Μαουνιέρηδες (οι Πειραιώτες), Παγουράδες και Πλακουτσοκέφαλοι (οι Γιαννιώτες), Σακαφλιάδες (οι Τρικαλινοί), Σαρδελάδες (οι κάτοικοι της Πρέβεζας), Σκορδάδες-Σκορδία (οι Τριπολιτσιώτες και η Τρίπολη αντίστοιχα), Σούρδοι-Σουρδία (οι κάτοικοι της Κοζάνης και η Κοζάνη αντίστοιχα), Σύκα (οι Καλαματιανοί), Κατωαυλακιώτες (οι Πελοποννήσιοι λόγω του ότι βρίσκονται γεωγραφικά κάτω από το «αυλάκι», δηλαδή τον Ισθμό της Κορίνθου) και Πανωαυλακιώτες (οι Στερεοελλαδίτες).
Ο «Ψηλός», ο «Μπουλντόζας» και τα άλλα παιδιά…
Οι πολιτικοί ανέκαθεν βρίσκονταν στο στόχαστρο της καυστικής και άνευ ορίων σάτιρας. Εμφανισιακά ή άλλα χαρακτηριστικά τους έδωσαν αφορμές για ποικιλότροπα σχόλια και τους στιγμάτισαν με παρατσούκλια που χρησιμοποιούνται ευρέως ακόμη και από τον Τύπο, που δεν διστάζει να υποδαυλίζει την παραφιλολογία των παρατσουκλιών.
Έτσι, λοιπόν ποιος δεν θυμάται τις συχνές αναφορές του Τύπου στον Μιλτιάδη Έβερτ με το παρατσούκλι ο «Μπουλντόζας», στον Ηλία Τσιριμώκο, «ο Κατεψυγμένος», στον Στέλιο Παττακό, « ο Γόπας» λόγω της εμμονής του να μην πετιούνται οι γόπες στα πεζοδρόμια επί χούντας, στον Κώστα Σημίτη, « Ο Κινέζος», στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, «ο Ψηλός», στο Δημήτρη Αβραμόπουλο, «ο Καγκελάκιας», στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, «ο Φρυδάς» και ούτω καθεξής…
Γαύροι-Βαζέλες: σημειώσατε Χ
Το ποδόσφαιρο αποτελεί έναν πρώτης τάξεως χώρο για να ευδοκιμήσουν τα παρατσούκλια και ο χλευασμός. Ο άκρατος φανατισμός, η βία και το προαιώνιο μίσος μεταξύ των αντιπάλων εκδηλώνονται μέσα και έξω από τα γήπεδα, στα πολύχρωμα πανό αλλά και στις πολεμικές ιαχές των φιλάθλων, οι οποίοι απαγγέλουν ρυθμικά συνθήματα που περιέχουν τα «κοσμητικά» επίθετα: Βάζελοι, Γαύροι, Χανούμια, Βούλγαροι, Σκουλήκια και άλλα τέτοια κολακευτικά…
Μετάθεση στη Μποχαλία…
Ο στρατός επίσης δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα των παρατσουκλιών. Προσπαθώντας ν’ απαλύνουν τον πόνο της «εξορίας», οι φαντάροι χαρακτηρίζουν ορισμένες περιοχές με βάση το (μαύρο) χιούμορ. Έτσι λοιπόν, μην απορήσετε αν ο γιος σας, σας ανακοινώσει πως μετατίθεται στην Γκασμαδία (Λέσβος), στην Γκατζολία (Θράκη) ή στην Μποχαλία (Κως). Αν σας μιλήσει για τους φίλους του τους «Τσαμπίκους», θα καταλάβετε πως βρίσκεται στη Ρόδο, ενώ οι Ούριοι θα το συντροφεύουν στη Σάμο! Μην ψάχνετε μάταια τον χάρτη αν μάθετε πως πήρε μετάθεση στην «Ουγκάντα». Σε απλά «φανταρίστικα» ελληνικά εννοεί ότι θα περάσει το υπόλοιπο της θητείας του στη Σάμο...
Πες μου το όνομά σου, να σου πως ποιος είσαι…
Μη νομίζετε όμως πως μόνο η καταγωγή μας αποκαλύπτει πολλά για τις συνήθειες ή τον χαρακτήρα μας. Ακόμη και το ίδιο το επώνυμό μας κρύβει έντεχνα ένα μεταμφιεσμένο παρατσούκλι που με λίγο ψάξιμο μπορεί να μας φανερώσει πολλά.
Εν αφθονία συναντάμε επώνυμα-παρατσούκλια στη Ρούμελη και την Άμφισσα ενώ σπανιότερα τα χρησιμοποιούν οι Μωραϊτες. Τα περισσότερα επώνυμα έχουν τις ρίζες τους σε τουρκικές λέξεις (όπως π.χ. της υπογράφουσας που το πρώτο συνθετικό είναι «καρά» =μαύρο) ενώ στα Επτάνησα και την Κρήτη, τα επώνυμα είναι απαλλαγμένα από τουρκικές επιρροές, έχουν όμως ιταλικές ρίζες.
Σπάνια είναι τα επώνυμα με βαλκανικές ρίζες, ενώ γαλλική είναι η επιρροή αρκετών κυπριακών επωνύμων. Ο Ανδρέας Καλαντζάκος, «έψαξε» ιδιαίτερα το θέμα και συγκέντρωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ονόματα-επώνυμα-παρατσούκλια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελεύθερη σκέψη». Από το βιβλίο αυτό και εμείς πήραμε τις πληροφορίες για τις εξηγήσεις κάποιων (όλων θα ήταν πρακτικά αδύνατο) επιθέτων που παραθέτουμε στη συνέχεια. Αν ανάμεσα σε αυτά ανακαλύψετε και το δικό σας και δεν σας ικανοποιεί η πραγματική σημασία του-παρακαλώ να το αντιμετωπίσετε με χιούμορ.
Άλλωστε, ως γνωστόν, τους φίλους-ευτυχώς-τους διαλέγουμε μόνοι μας, οι συγγενείς όμως και τα ονόματά μας αποτελούν προίκα μας δια βίου. Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα του Ανδρέα Καλαντζάκου για το τι σημαίνουν οι ρίζες των πιο γνωστών ελληνικών επιθέτων, τα πράγματα έχουν ως εξής:
-Αϊβαζής: κλητήρας (τουρκικά: ayvaz)
-Αργέντης: ασημένιος (ιταλικά: argento)
-Ασλάνης: το λιοντάρι (τουρκικά: aslan)
-Βεάκης: ο μπέης, ο κύριος (τουρκικά: bey)
-Βέγγος: το φαρμακερό φυτό (περσικά: benk)
-Βογιατζής: ο μπογιατζής (τουρκικά: boyaci)
-Βοναπάρτης: η καλή μερίδα (ιταλικά: buono parte)
-Βουγιουκλάκη: η μεγάλη (από το τούρκικο buyuk)
-Γαρμπή: η δύση (αραβικά: garb)
-Γκερέκου: πρέπει (τουρκικά: gerek)
-Δαφέρμος: ο βέβαιος, ο σταθερός (ιταλικά: da fermo)
-Δεληγιάννης: ο Τρελός Γιάννης (τουρκικά: deli)
-Ζαϊμης: ο εισπράκτορας φόρων (τουρκικά: zaim)
-Ζαλμάς: ο πρόστυχος (τουρκικά: calma)
-Ζαμπούνης: ο καχεκτικός, ο αδύναμος (τουρκικά: zabun)
-Ζολώτας: το χρυσάφι (ρωσικά: zoloto)
-Ζορμπάς: ο άτακτος, ο ταραξίας (τουρκικά: zorba)
-Ιωαννίδης: αυτός που πήρε την χάρη του Θεού (εβραϊκά: yohannou)
-Καβάφης: ο αδέξιος (τουρκικά: kavaf)
-Καζαντζάκης: ο χαλκωματάς (τουρκικά: kazanci)
-Κάλβος: ο φαλακρός (λατινικά: calvus)
-Καμμένος: η πέτρα (σλάβικα: kamen)
-Καραγκιόζης: ο μαυρομάτης (τουρκικά: Karagöz)
-Καραμανλής: αυτός που κατάγεται από την Καραμανία (τουρκικά: karamanli)
-Καρατζάς: το ζαρκάδι (τουρκικά: karaca)
-Καρατζαφέρης: η καμήλα (τουρκικά: kara cafer)
-Κατράκης: ο μοιραίος (αραβικά: kaderi)
-Κεντέρης: η λύπη (τουρκικά: keder)
-Κοεμτζής: ο χρυσοχόος (τουρκικά: kuyumcu)
-Κούγιας: ο πεταλωτής (σλάβικα: kuja)
-Λιάνη: δένω (γαλλικά: liane)
-Μακαρέζος: το καρούλι (τουρκικά: makara)
-Μαρής: ο τρελός (αρβανίτικα: mari)
-Ματσούκα: το ρόπαλο (λατινικά: maxuca)
-Μπαϊρακτάρης: ο σημαιοφόρος (τουρκικά: bayraktar)
-Μπότσαρης: το βαρελάκι (από τους Βένετους: bozza)
-Μπουρνάζος: ο μυταράς (τουρκικά: burnaz)
-Νάκας: ο ελαιογράφος (τουρκικά: nakkas)
-Νταϊφά: η ομάδα, το σωματείο (αραβικά: taife)
-Ντενίση: η θάλασσα (τουρκικά: denis)
-Πεχλιβάνης: παλαιστής (τουρκικά: pehlivan)
-Ρακιντζής: αυτός που φτιάχνει ή πίνει τσίπουρο (τουρκικά: raki)
-Σαντίκος: ο πιστός φίλος (τουρκικά: sadik)
-Σελιμάς: υγιής (τουρκικά: selim)
-Σεφέρης: το ταξίδι (τουρκικά: sefer)
-Σιμιτζής: αυτός που φτιάχνει και πουλάει κουλούρια (τουρκικά: simitci)
-Σκαρμούτσος: πάσσαλος (ιταλικά: scarmo)
-Τόκας: πόρπη (τουρκικά: toka)
-Τρίμης: παλληκάρι (αρβανίτικα: trim)
-Τσουκαλάς: ο μεγάλος τέντζερης (ιταλικά: zuca)
-Φέρτης: ο μοναχός (τουρκικά: fert)
-Φούντας: η φούντα (ιταλικά: η φούντα, ο θάμνος)
-Φυσσούν: η γοητεία (τουρκικά: füsun)
-Χαϊκάλης: το όνομα (τουρκικά: haikal)
-Ωνάσης: ο εραστής (τουρκικά: oynas)
Πηγή-click@life.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου