Φώτης Καρύδαςκη
Αν και η Αλβανία είναι ένα από τα ασθενέστερα κράτη της Βαλκανικής, με
εκρηκτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η γιγάντωση ενός υπερφίαλου εθνικισμού, που θεωρεί ως δεδομένο ότι τα σύνορα του κράτους πρέπει να επεκταθούν ώστε να συμπεριλάβουν τους αλβανικούς πληθυσμούς που ζουν στα γειτονικά κράτη.
Πριν όμως προχωρήσουμε, θα πρέπει να επισημάνουμε κάποιες παραδοξότητες που αφορούν τη συγκεκριμένη χώρα. Καταρχάς, το αλβανικό έθνος δεν πήρε μέρος σε κανέναν από τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Αλβανοί ήταν από τους τελευταίους λαούς της χερσονήσου που απόκτησαν εθνική συνείδηση. Κύρια αιτία γι’ αυτό ήταν η γεωγραφική απομόνωση λόγω του ιδιαίτερα ορεινού εδάφους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απουσία ενός μητροπολιτικού κέντρου και τη συσπείρωσή τους γύρω από τη φυλή (φάρα). Ένας άλλος λόγος ήταν η απουσία γραπτής γλώσσας μέχρι το 1908, όταν στο Συνέδριο του Μοναστηρίου υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο .
Έτσι, ζώντας για πολλούς αιώνες κάτω από την οθωμανική κυριαρχία ασπάστηκαν οικειοθελώς οι περισσότεροι τη θρησκεία του επικυρίαρχου, ενώ μία από τις κύριες ασχολίες τους ήταν η στρατολόγησή τους για τις ανάγκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας .
Ουσιαστικά, τα πρώτα αμυδρά δείγματα εθνικής αφύπνισης εντοπίζονται στον «Σύνδεσμο της Πρισρένης», στο τέλος του 19ου αιώνα.
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων η γενική εντύπωση ήταν ότι τα εδάφη που κατοικούνταν από Αλβανούς θα μοιράζονταν μεταξύ των νικητριών χωρών. Όμως, η ασφυκτικές πιέσεις της Ιταλίας, που επιθυμούσε ένα προγεφύρωμα στα Βαλκάνια, οδήγησε στη δημιουργία του Πριγκιπάτου της Αλβανίας, που αναγνωρίστηκε από τη Διάσκεψη του Λονδίνου, στις 29 Ιουλίου 1913. Η χάραξη όμως των συνόρων δεν έλαβε υπόψη τη δημογραφική πραγματικότητα της εποχής, συμπεριλαμβάνοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς της Βορείου Ηπείρου και αφήνοντας έξω αλβανικούς πληθυσμούς του Κοσσυφοπεδίου και των Σκοπίων. Και αυτή η χάραξη στάθηκε η αφορμήν της γέννησης του αλβανικού αλυτρωτισμού.
Από τη στιγμή της ανακήρυξής του μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αλβανικό κράτος αποτελούσε δορυφόρο της Ιταλίας, ενώ από το 1945, η επιβολή ενός απάνθρωπου δικτατορικού καθεστώτος οδήγησε την Αλβανία σε μια πρωτότυπη απομόνωση. Αν και το καθεστώς Εμβέρ Χότζα επεδίωκε με βάρβαρες μεθόδους τον αφελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, ταυτόχρονα είχε αναπτύξει μια εμπρηστική ρητορική αναφορικά με τα δικαιώματα των αλβανικών πληθυσμών που ζούσαν στη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα όμως, ο στρατάρχης Τίτο, φοβούμενος ότι ο σερβικός εθνικισμός θα υπονόμευε την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας, επεδίωκε την αποδυνάμωση της Σερβίας.
Και ένα σημαντικό μέτρο που πήρε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η δημογραφική αλλοίωση του Κοσσόβου, που ιστορικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά αποτελούσε το λίκνο των Σέρβων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης ενθαρρύνει το 1948 την εγκατάσταση 100.000 Αλβανών, από τη Βόρεια Αλβανία στο Κόσσοβο, ενώ με τη συνεχή εύνοια προς το αλβανικό στοιχείο, αλλά και με τα Συντάγματα του 1968 και 1974 που δίνουν αυξημένη αυτονομία στο Κόσσοβο, το σερβικό στοιχείο φθίνει και περιορίζεται, τελικά το 1991, στο 10% του συνολικού πληθυσμού.
Παράλληλα, από τη δεκαετία του ’70, το Πανεπιστήμιο της Πρίστινα λειτουργεί ως φυτώριο του αλβανικού εθνικισμού. Το 1998 ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσόβου (UCK), που έληξε με τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, την προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ και τη στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ (KFOR), το 1999. Το 2008 το Κόσσοβο προέβη μονομερώς στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του από τη Σερβία, μια πράξη που έχει αναγνωριστεί από 113 κράτη-μέλη του ΟΗΕ, πλην βεβαίως της Ρωσίας, Κίνας, Ισπανίας, Ελλάδας, Κύπρου, Ρουμανίας και Σλοβακίας, κάθε μια από τις οποίες έχει τους δικούς της λόγους για τη μη αναγνώριση.
Με το πρόσχημα, βέβαια, πως πρόκειται περί μιας θνησιγενούς οντότητας, η διεθνής κοινότητα προάγει την ενσωμάτωση του Κοσσόβου στην Αλβανία. Πέραν όμως από τα προσχήματα, η ενσωμάτωση θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τη Σερβία, θα υπονομεύσει τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, ενώ θα ενισχύσει έτι περαιτέρω την Αλβανία, η οποία αποτελεί τον θερμότερο σύμμαχο του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Βέβαια, και η Σερβία του Αλεξάνταρ Βούτσιτς, επιδιώκοντας, πλέον, την ένταξη στην ΕΕ φαίνεται πως δεν θα είχε αντιρρήσεις να παραιτηθεί από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Κόσσοβο.
Σε αυτό συνηγορεί και η θετική στάση του Σέρβου Προέδρου αναφορικά με την ανταλλαγή εδαφών (Μιτροβίτσα με κοιλάδα του Πρέσεβο), η οποία αφενός θα ομογενοποιήσει δημογραφικά το Κόσσοβο, αφετέρου θα απαλλάξει τη Σερβία από την αλβανική μειονότητα. Έτσι, η μεροληπτική στάση της διεθνούς κοινότητας υπέρ της Αλβανίας στο θέμα του Κοσσόβου, αλλά και η εξαιρετικά μετριοπαθής στάση της παρούσας ηγεσίας της Σερβίας έχουν αποθρασύνει τα Τίρανα, που θεωρούν ότι είναι εφικτή η δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.
Μια άλλη χώρα, η οποία αποτελεί μαγνήτη για τις αλυτρωτικές φιλοδοξίες των Αλβανών εθνικιστών είναι η ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το ποσοστό των αλβανικού πληθυσμού της χώρας ανέρχεται στο 25,2% και είναι συγκεντρωμένο στις δυτικές και βόρειες περιοχές (κυρίως στο Τέτοβο και στο Κουμάνοβο). Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2001 ξέσπασε γενικευμένη εξέγερση των Αλβανών, με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση των βορειοδυτικών περιοχών της χώρας και τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Ιλλυρίδας».
Η εξέγερση κατεστάλη από τον στρατό και την αστυνομία και οδήγησε στη Συμφωνία της Οχρίδας (13 Αυγούστου 2001), σύμφωνα με την οποία οι Αλβανοί πέτυχαν τα παρακάτω:
Τη χρήση της αλβανικής γλώσσας στο Κοινοβούλιο.
Την ισοτιμία της αλβανικής γλώσσας στους δήμους όπου ο αλβανικός πληθυσμός αποτελεί το 20%.
Την εκπροσώπηση των Αλβανών στη διοίκηση και στην αστυνομία, ανάλογα με την πληθυσμιακή τους δύναμη.
Τη χορήγηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Την ισοτιμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική και την Ισλαμική Ένωση.
Πλέον των παραπάνω, το 2004 νομιμοποιήθηκε και κρατικοποιήθηκε το αλβανόφωνο πανεπιστήμιο του Τετόβου, το οποίο αποτελεί φυτώριο του αλβανικού εθνικισμού.
Την παρούσα χρονική περίοδο, ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός είναι ανενεργός στην ΠΓΔΜ, ενώ η κυβέρνηση συνεργασίας αποτελείται από δύο κόμματα: Τη Σοσιαλδημοκρατική Ένωση (SDSM) και το αλβανικό DUI, του Αλί Αχμέτι. Σύμφωνα δε με την κυρίαρχη αντίληψη, η συμμετοχή αλβανικού κόμματος στην κυβέρνηση αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια της χώρας.
Βέβαια, και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο κυριότερος αποτρεπτικός παράγοντας για την αναζωπύρωση των συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην ΠΓΔΜ, είναι η επιθυμία της διεθνούς κοινότητας για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, προκειμένου να αποτελέσει ανάχωμα για τη ρωσική επέκταση στα Βαλκάνια. Αυτός είναι και ο λόγος που η Δύση επιθυμεί διακαώς την επίλυση του ονοματολογικού προβλήματος με την Ελλάδα και την επίσπευση των διαδικασιών ένταξής της στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, οι φιλοδοξίες του αλβανικού εθνικισμού δεν περιορίζονται στις δύο παραπάνω χώρες, αλλά επεκτείνονται και στο γειτονικό Μαυροβούνιο, όπου υπάρχει μια μικρή αλβανική μειονότητα, της τάξης του 5%, στα νότια της χώρας. Μάλιστα, στα τέλη του 2017, η μειονότητα κέρδισε το δικαίωμα να υψώνει την αλβανική σημαία στους δήμους όπου το αλβανικό στοιχείο υπερβαίνει το 5%. Παρόλα αυτά, οι Αλβανοί ζητούν τη δημιουργία αλβανικών σχολείων στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλβανόφωνο πανεπιστήμιο, αναγνώριση της εθνικής τους ταυτότητας και εκπροσώπηση στους δημόσιους θεσμούς.
Τέλος, στο επίπεδο των ελληνοαλβανικών σχέσεων, διάφοροι φορείς στην Αλβανία θέτουν το θέμα των Τσάμηδων και της Τσαμουριάς, το οποίο όχι μόνο δεν υφίσταται για τη χώρα μας, αλλά αποτελεί και πρόκληση, καθώς, διαχρονικά, δεν γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, που εκχωρήθηκαν με τη συνθήκη ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Στο πλαίσιο, επίσης, του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού και πέρα από κάθε δεοντολογία και σεβασμό στις σχέσεις καλής γειτονίας, κυκλοφορούν χάρτες της «Μεγάλης Αλβανίας» που περιλαμβάνουν την Πρέβεζα, τα Ιωάννινα και τη Θεσπρωτία.
Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός είναι μια μορφή ακραίου εθνικισμού ο οποίος μόνο κακές υπηρεσίες μπορεί να προσφέρει, τόσο στην Αλβανία όσο και στα Βαλκάνια. Και ο πολιτικός κόσμος της Αλβανίας, αν πραγματικά θέλει το καλό της χώρας του, πρέπει να επικεντρωθεί στην επίλυση των εκρηκτικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, στην εξάλειψη της διαφθοράς και στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Η Αλβανία για να έχει ένα καλύτερο αύριο και ένα μέλλον με προοπτική στην ενωμένη Ευρώπη του 21ου αιώνα, έχει ανάγκη από σοβαρές μεταρρυθμίσεις και όχι από μάταιους αλυτρωτισμούς και μεγάλες ιδέες που μας οδηγούν πίσω στον 19ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου