Απομένουν μόλις 100 μέρες μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του
Νοεμβρίου και η χώρα εισέρχεται πλέον για τα καλά σε μια πυρετώδη προεκλογική περίοδο. Παρά το γεγονός πως οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου τριμήνου φωτίζουν το τοπίο του εκλογικού...
ανταγωνισμού –το οποίο ευνοεί τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος, Τζο Μπάιντεν, και αποτελεί εφιάλτη για την καμπάνια του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου, Ντόναλντ Τραμπ– μέχρι την αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου παραμένει απρόβλεπτο, εν αναμονή των προεδρικών ντιμπέιτ, της ενίσχυσης των εκλογικών διαφημίσεων και της κλιμάκωσης των επιθέσεων μεταξύ των υποψηφίων. Και παρότι θα περίμενε κανείς πως η αμφιλεγόμενη τετραετία του Τραμπ, η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού και η αναζωπύρωση των φυλετικών εντάσεων θα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του προεκλογικού διαλόγου, ένα ακόμα πιο υπαρξιακό θέμα απασχολεί τους αναλυτές στην Ουάσιγκτον: η ακεραιότητα των ίδιων των εκλογών και ο κίνδυνος ανάμειξης ξένων δυνάμεων στις δημοκρατικές διαδικασίες της χώρας.
Το σενάριο έχει άλλωστε επαναληφθεί, και εξακολουθεί να διχάζει το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές του 2016, το Κρεμλίνο εισέβαλε επιτυχώς στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δημοκρατικού Κόμματος, ενορχηστρώνοντας παράλληλα μια γιγάντια εκστρατεία παραπληροφόρησης με σκοπό την εκλογή τού τότε υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, η ιδιαιτερότητα της διεξαγωγής εκλογών κατά τη διάρκεια της πανδημίας –η οποία θα αναγκάσει πολλούς ψηφοφόρους να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα μέσω επιστολικής ψήφου– έχει ήδη εργαλειοποιηθεί από τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος κάνει λόγο για ρίσκο νοθείας και αυτή την εβδομάδα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μη αποδοχής του εκλογικού αποτελέσματος του Νοεμβρίου.
Σε μια προσπάθεια προετοιμασίας για τα πιο εφιαλτικά σενάρια ανάμειξης ξένων δυνάμεων στις επικείμενες εκλογές, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν ξεκινήσει να τρέχουν ασκήσεις προσομοίωσης για τη βραδιά της 3ης Νοεμβρίου, ενισχύοντας τις άμυνες των βάσεων δεδομένων εγγραφής ψηφοφόρων και των κρατικών ιστοσελίδων που μετρούν τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι οποίες θα συμπεριλάβουν χιλιάδες αξιωματούχους εκλογικών τμημάτων καθώς και ειδικούς σε ζητήματα πληροφοριών και κυβερνοασφάλειας, πραγματοποιούνται εν μέσω νέων ανησυχιών για απειλές από τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν. «Προσπαθούμε να προετοιμαστούμε για το χειρότερο πιθανό σενάριο», δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο Μάθιου Μάστερσον, σύμβουλος της Υπηρεσίας Ασφάλειας Κυβερνοχώρου και Υποδομών του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την προστασία των εκλογικών συστημάτων και δημοκρατικών υποδομών της χώρας.
Παρότι η προϊστορία της ρωσικής ανάμειξης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 έχει οδηγήσει σε περισσότερη ετοιμότητα από την πλευρά των αμερικανικών θεσμών, η απειλή για επανάληψή της στις φετινές εκλογές έχει πλέον γιγαντωθεί. Οι αναλυτές φοβούνται πως μία σειρά κρατών όπως η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα ενδέχεται να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη Ρωσία για να αναμειχθούν στην αναμέτρηση του Νοεμβρίου, χρησιμοποιώντας συνεχώς μεταβαλλόμενα εργαλεία και τακτικές.
Στην κορυφή της λίστας των νέων απειλών βρίσκεται το Πεκίνο, την ίδια στιγμή κατά την οποία οι σινοαμερικανικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από εντάσεις που θυμίζουν την ψυχροπολεμική περίοδο έπειτα από την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών να κλείσει το κινεζικό προξενείο στο Χιούστον, κατηγορώντας το για κατασκοπεία. Παρά τις επανειλημμένες κατηγορίες του Τραμπ πως η Κίνα προτιμά τον Μπάιντεν και θα κάνει «ό,τι περάσει από το χέρι της» για να σαμποτάρει τον ίδιο, οι προθέσεις του Πεκίνου παραμένουν νεφελώδεις. Αλλωστε, τον Ιούνιο η Google αποκάλυψε πως ομάδα Κινέζων χάκερ επιχείρησε να διεισδύσει στους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς των υπαλλήλων που εργάζονται στην προεδρική εκστρατεία του υποψηφίου των Δημοκρατικών.
Παράλληλα, από τον Φεβρουάριο αξιωματούχοι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών έχουν ενημερώσει τους νομοθέτες της Βουλής των Αντιπροσώπων πως η Ρωσία παρεμβαίνει ήδη στην εκστρατεία του 2020, προσπαθώντας να επαναλάβει τις τακτικές διχασμού και παραπληροφόρησης της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αρκετοί αναλυτές φοβούνται πως το σημερινό πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ είναι τόσο πολωμένο –εξαιτίας του κορωνοϊού, της αστυνομικής βίας και άλλων διχαστικών ζητημάτων– που οι εχθροί της Αμερικής θα έχουν άπλετο υλικό για να σπείρουν τον διχασμό. «Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται η σύνθεση ψευδών ειδήσεων, καθώς υπάρχει ήδη αμέτρητη παραπληροφόρηση σε όλο το πολιτικό φάσμα», δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο Κλιντ Γουότς, ερευνητής στη δεξαμενή σκέψης Foreign Policy Research Institute. «Οι ξένες δυνάμεις έχουν δωρεάν πυρομαχικά» συμπλήρωσε.
Ισως ακόμη πιο ανησυχητικό από την ανάμειξη ξένων δυνάμεων στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου είναι το σενάριο μη αποδοχής των επίσημων αποτελεσμάτων –είτε από το αμερικανικό κοινό είτε από έναν εκ των υποψηφίων– το οποίο θα ήταν πρωτοφανές για τα αμερικανικά δεδομένα. Πρόσφατα, η εκστρατεία του Τραμπ απάντησε σε κατηγορίες του υποψηφίου των Δημοκρατικών δηλώνοντας πως δεν υπάρχει πιθανότητα να μη δεχθεί ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος τα επίσημα αποτελέσματα. Ωστόσο τη Δευτέρα, έπειτα από έναν έξαλλο μονόλογο στον οποίο αμφισβήτησε την εγκυρότητα σχεδόν όλων των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται πως αναθεώρησε. «Θα το αποφασίσω όταν έρθει η ώρα» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Το «οχυρό» του Τέξας
Καθώς η χώρα προχωρά πλέον προς το τελευταίο τρίμηνο της προεκλογικής περιόδου, η υπεροχή του Τζο Μπάιντεν έναντι του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου φαίνεται πως ολοένα και αυξάνεται – τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε μία σειρά κρίσιμων Πολιτειών με σημαντικό αριθμό εκλεκτόρων. Μια νέα δημοσκόπηση από το Πανεπιστήμιο του Κουίνιπιακ, μάλιστα, φαίνεται να αλλάζει τα δεδομένα στην πολιτεία του Τέξας, η οποία αποτελεί παραδοσιακό προπύργιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Η πρόσφατη δημοσκόπηση βρίσκει των τέως αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον νυν πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να είναι σε απόσταση ανάπνοής, με τον υποψήφιο των Δημοκρατικών να κερδίζει τη στήριξη του 45% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του να βρίσκεται μία ποσοστιαία μονάδα πίσω του. Το Τέξας έχει προτιμήσει τον υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε κάθε προεδρική εκλογή από το 1980, ενώ το 2016 ο Τραμπ κέρδισε την πολιτεία με το 52% των ψήφων. Το γεγονός πως το παραδοσιακό οχυρό των Ρεπουμπλικανών αποτελεί πλέον πεδίο στενού ανταγωνισμού είναι ένα από τα πιο ανησυχητικά προειδοποιητικά σημάδια για την προσπάθεια επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου