Στις 24 Μαΐου, όταν οι νεκροί από τον κορωνοϊό στις ΗΠΑ άγγιζαν τις 100.000, όταν δηλαδή «όλα πήγαιναν μια χαρά», κατά τον παραλίγο Σούπερμαν πρόεδρο της χώρας, η εφημερίδα New York Times θέλησε να θυμίσει, να συγκλονίσει, να προειδοποιήσει.
Στο πρωτοσέλιδό της φιλοξένησε το... πιο γυμνό ρεπορτάζ, που ήταν συγχρόνως και το πιο συγκινητικό, αλλά και το πιο καυστικό σχόλιο για την τραμπόπληκτη χώρα: χίλια ονόματα Αμερικανών που πέθαναν εξαιτίας της κόβιντ-19 – σε νοσοκομείο, σε γηροκομείο, στο σπίτι τους, ίσως στους πέντε δρόμους.
Με μαύρα, πένθιμα στοιχεία κάθε όνομα, και δίπλα λίγες σημαδιακές λέξεις αντλημένες από τους επικήδειους, που έδιναν νόημα και μορφή στο όνομα ακόμα και για όσους δεν το είχαν ακουστά ή αδυνατούσαν να το ταυτίσουν· ξεχνάμε πολύ συχνά πως και ο πιο ταπεινός είναι μια σμικρογραφία του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας. Καμιά φωτογραφία δεν υπήρχε στο πρωτοσέλιδο.
Δεν είναι φυσικός νόμος η χιλιαπλάσια αξία των εικόνων έναντι των λέξεων. Λιτός εικαστικά και ο υπέρτιτλος. Αν οι λέξεις έχουν κάτι σοβαρό να πουν, δεν είναι ανάγκη να μετριούνται με τον πήχυ: «Οι θάνατοι στις ΗΠΑ πλησιάζουν τις 100.000, μια ανυπολόγιστη απώλεια». Ενας δυσδιάκριτος υπότιτλος, σε μια γωνίτσα, απομακρυνόταν από το γυμνό ύφος, για να προκαλέσει σκέψεις ταύτισης ή αισθήματα αγανάκτησης: «Δεν ήταν απλώς ονόματα σε κάποια λίστα. Ηταν εμείς».
Η εξήγηση της εφημερίδας απλή. Με τους ρεπόρτερ αλλά και τους αναγνώστες κουρασμένους και κορεσμένους από την πολύμηνη μετάδοση αριθμών –τόσα νέα θύματα, τόσα κρούσματα, τόσο το σύνολο–, είχε επιβεβαιωθεί ξανά το εξής τραγικό: οι λίγοι νεκροί είναι άνθρωποι.
Οι πολλοί, αριθμός. Οι λίγοι έχουν πρόσωπο, συγγενείς, φίλους, μια θέση στη μνήμη της κοινότητάς τους. Διατηρούν την παρουσία τους και ας έχουν πολιτογραφηθεί στο επέκεινα. Θα τους μοιρολογήσουν, θα πάνε στο ξόδι τους για τον ύστατο αποχαιρετισμό, θα ρίξουν εκείνη τη χούφτα χώμα που για ελάχιστα σωφρονιστικά δευτερόλεπτα μας θυμίζει από πού ήρθαμε και πού θα καταλήξουμε.
Μας θυμίζει δηλαδή –μάταια όμως– πώς θ’ άξιζε να φερόμαστε στον βίο μας για να τον κρατάμε στο ύψος του ανθρώπου.
Λέω μάταια, γιατί ακόμα κι αν κάναμε κατιτίς το φαινομενικά μακάβριο, να βάλουμε σ’ ένα κουτάκι ελάχιστο από το χώμα αυτό, όχι παραπάνω από ένα τέταρτο τσιγάρου, και να το κουβαλάμε μαζί μας, όχι σαν φυλαχτό αλλά σαν εμβόλιο μνήμης, και πάλι το παιδαγωγικό αποτέλεσμα θα ήταν ασήμαντο. Αλλιώτικοι φεύγουμε έπειτα από κάθε κηδεία, αλλιώτικη έδειξε πως βγαίνει η ανθρωπότητα έπειτα από τις μαζικότατες κηδείες των δύο παγκοσμίων πολέμων, κι όμως ίδια αποδεικνύεται έπειτα από λίγο η νοοτροπία μας, ίδιες παραμένουν οι «αξίες».
Δεν είναι μάλιστα καθόλου απίθανο να μη μας οδηγήσει η εμπειρία του (ξένου) θανάτου στη σεμνότητα και στο σέβας απέναντι σε κάθε μορφή ζωής, να μην αναδιατάξει με ηθικότερα ζύγια τις προτεραιότητές μας, αλλά να μας σπρώξει ακόμα πιο βαθιά στον αμοραλισμό, στην κυνική ηδονοθηρία, στον αχαλίνωτο φιλοτομαρισμό.
Το βλέπουμε και τώρα αυτό, με τα έξαλλα «κόβιντ-πάρτι», όταν λίγο πιο πέρα μετράνε εκατόμβες, αλλά και με τη στυγνή εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου από πολιτικάντες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που για να υπηρετήσουν τα κουτά μικροσυμφέροντά τους δεν διστάζουν να ψευδολογήσουν, να αυτοϋμνηθούν, να πατήσουν επί πτωμάτων.
Σάμπως να έχουν όλοι τους ακουστά κάποιο από τα ηδονόχαρα αρχαιοελληνικά επιγράμματα, που προτρέπουν να τρώμε και να πίνουμε, γιατί χώμα είμαστε και στο χώμα θα πάμε. Για παράδειγμα ένα συμποτικό επίγραμμα του Διοδώρου Ζωνά από τις Σάρδεις (1ος αιώνας μ.Χ.). Το μεταφράζω: «Δώσ’ μου το κύπελλο το ηδύ, πλασμένο από το χώμα / που με γέννησε, το χώμα που πεθαίνοντας θα με σκεπάσει»...
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου