«Εδώ και ενάμιση μήνα οι εκπαιδευτικοί βογγάνε, αλλά δε μιλάνε. Ανεβοκατεβαίνουν τους ορόφους της 2πλής, 3πλής, 4πλής εφημερίας, των 2πλών βαρδιών, μπαινοβγαίνουν στις πλατφόρμες, στήνουν "τάξεις" για...
πάν ενδεχόμενο, κυνηγούν τους μαθητές από το συνωστισμό και τη μη χρήση ή κακή χρήση της μάσκας, συνεδριάζουν μέσω webex, ακούγοντας, αλλά μη συμμετέχοντας, συμμετέχουν σε "επιμορφωτικά σεμινάρια" για τη σωστή χρήση των εργαλείων της "εξ αποστάσεως εκπαίδευσης"....Κάπου ανάμεσα, εξουθενωμένοι, φιμωμένοι, ανήσυχοι για την υγεία τους και την προοπτική τους, το ρόλο τους και το μέλλον τους ως εκπαιδευτικοί, κάνουν και μάθημα, έχουν χάσει κάθε επαφή μεταξύ τους κι αναμένουν να περάσει η μπόρα». (Σοφία Στεφανίδου, καθηγήτρια)
Ένα μήνα μετά την έναρξη μαθημάτων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση προκλητικές ήταν, για μια ακόμη φορά, οι δηλώσεις της υπουργού Παιδείας και στη Βουλή, όταν απαντώντας σε τοποθέτηση βουλευτή, σημείωνε ότι «στην βάση των σημερινών δεδομένων τα σχολεία δεν αποτελούν εστίες διασποράς». Είναι φανερό ότι παρόμοιες δηλώσεις (την ώρα που οι καθημερινοί θάνατοι τραβούν την ανηφόρα), εξυπηρετούν, όχι βέβαια την πραγματικότητα, αλλά, την επικοινωνιακή πολιτική του υπουργείου που πάση θυσία θέλει να πείσει την κοινή γνώμη ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται με αποτελεσματικό τρόπο το δεύτερο πολύ επιθετικό κύμα της πανδημίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι δηλώσεις της υπουργού είναι χωρίς αντίκρισμα, καθώς είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν πραγματοποιούνται μαζικά προληπτικά τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές αλλά ακόμη κι όταν υπάρχει κρούσμα σε σχολείο κανείς φορέας δεν αναλαμβάνει να κάνει τεστ σε μαθητές και εκπαιδευτικούς που πιθανόν να είχαν έρθει σε επαφή με τον πάσχοντα (η ιχνηλάτηση είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο).
Παράλληλα είναι γνωστό ότι τα σχολεία που μπαίνουν καθημερινά στη λίστα με κλεισμένα -λόγω κρουσμάτων- τμήματα είναι με σταθερό αριθμό πλέον τα 200, αφού κάποια βγαίνουν από τη λίστα μιας και ολοκληρώνουν την 7ημερη ή 14ήμερη καραντίνα (κάποια λιγότερα κλείνουν ολοσχερώς, αφού τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ είναι έτσι φτιαγμένα που να γίνονται «λάστιχο»). Παράλληλα, με μια κίνηση – αστραπή, λίγες ώρες μετά την απεργιακή κινητοποίηση της 15ης Οκτωβρίου (ΑΔΕΔΥ), στην οποία συμμετείχαν και χιλιάδες εκπαιδευτικοί, η πρώην συνδικαλίστρια της ΔΑΚΕ και νυν Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας κ. Αναστασία Γκίκα, έστειλε στα σχολεία Έγγραφο στο οποίο ανάμεσα σε άλλα σημειώνει ότι «Με την παρ. 2 του αρ. 25 του Ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α' 176) ορίζεται ότι στις περιπτώσεις αποχής του υπαλλήλου από τα καθήκοντα του, λόγω απεργίας, ο μήνας λογίζεται για είκοσι πέντε (25) ημέρες. Στην περίπτωση απεργίας, στην έννοια της οποίας υπάγονται και οι στάσεις εργασίας, γίνεται περικοπή των μεικτών μηνιαίων αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων και των κρατήσεων, εργοδότη και εργαζόμενου, για κύρια και επικουρική σύνταξη, στην περίπτωση που η ημέρα απεργίας αναγνωρίζεται ως συντάξιμη»!
Η διαχείριση της πανδημίας
Την ίδια ώρα η διαχείριση της πανδημίας θυμίζει, έντονα, σε πολλά σημεία, τις μέρες των μνημονίων, όταν από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι ευαγγελιστές της αγοράς, ως «επιτροπές σοφών», «ειδικοί», τεχνοκράτες, οικονομολόγοι, νάρκωναν το μυαλό των ανθρώπων με θεραπευτικές αγωγές, εν είδει ιατρικών συνταγών, για να στρώσουν λωρίδες ταχείας κυκλοφορίας στα «μέτρα» των κυβερνήσεων που έγδερναν, σε χρόνο dt, εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις ολόκληρου αιώνα. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να ζούμε εδώ και κάμποσους μήνες. Τέτοιος οργασμός –λύσσα λένε κάποιοι- Νομοσχεδίων, Νόμων Εγκυκλίων, Υπουργικών Αποφάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα στο 2020 δεν έχει υπάρξει ξανά, μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τα τελευταία 30-35 χρόνια τουλάχιστον. Μαζί με τη διασπορά του ιού χέρι – χέρι και η διασπορά ρυθμίσεων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με συνταγή όλων των νεοφιλελεύθερων ονειρώξεων των ΕΕ–ΟΟΣΑ – ΣΕΒ που δεν είχε γίνει δυνατό να πραγματοποιηθούν μέχρι τώρα. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι αυτός ο βομβαρδισμός αντιεκπαιδευτικών ρυθμίσεων που «μαντάρουν» και «μοντάρουν» το εκπαιδευτικό DNA σε ακραίες νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, υποστηρίζεται από μια πρωτοφανή -σε μεταμφίεση- προπαγανδιστική πυροβολαρχία:
Πρώτον από τη λεγόμενη «ενδιάμεση έκθεση» της επιτροπής Πισσαρίδη που δεν είναι παρά μια επιχείρηση για να παρουσιαστούν πλευρές της πολιτικής που ήδη υλοποιεί το Υπουργείο Παιδείας, σαν δήθεν επιστημονικές προτάσεις, πολιτικά ουδέτερες και κοινωνικά ωφέλιμες. Δεύτερον από το «τείχος» της πετσο - μπουκωμένης δημοσιογραφίας που δίνει τα ρέστα της να παρουσιάσει το άσπρο μαύρο και να μαυρίσει κάθε αντίσταση από τη μεριά της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η συνεχιζόμενη πανδημία αποδεικνύεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επιβολή νέων ωρολογίων προγραμμάτων εξοβελισμού ολόκληρων κλάδων, νομοθετική «κατοχύρωση» της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, εξεταστική κατακρεούργηση του μαθητικού δυναμικού με τις παρεμβάσεις στο Λύκειο (Τράπεζα Θεμάτων, αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων, αύξηση των όρων προαγωγής απόρριψης των μαθητών), νόμο- ρουσφέτι στους σχολάρχες με τον οποίο τα ιδιωτικά σχολεία αποκτούν χαρακτηριστικά μεγάλων επιχειρήσεων, κάμπτεται η δημόσια εποπτεία και συντρίβονται οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, τρίμηνες συμβάσεις της ντροπής, επιβολή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τις εκλογές των υπηρεσιακών συμβουλίων, επιβολή της σύγχρονης εξ αποστάσεως μετάδοσης του μαθήματος και άλλα πολλά. Την ίδια περίοδο η Έκθεση Πισσαρίδη, που παρουσιάστηκε με τα γνωστα ταρατατζούμ σαν φαρμακευτική αγωγή στην εκπαίδευση που νοσεί, έρχεται για να «πιλοτάρει» τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες του κυβερνώντος κόμματος, κοντολογίς, για να νομιμοποιήσει και πριμοδοτήσει (με το φωτοστέφανο του νομπελίστα Καθηγητή) το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Ν.Δ και να υφαρπάξει τη συναίνεση της «κοινής γνώμης» στην νομοθέτηση, εφαρμογή και υλοποίηση αυτού του προγράμματος.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της Εκπαίδευσης, για μια ακόμα φορά, η «ανάπτυξη» συνδέεται με την καλλιέργεια δεξιοτήτων στα μέτρα των αναγκών των επιχειρήσεων, ενώ για τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, σημειώνεται πως είναι «εξαιρετικά συγκεντρωτικό» «και η αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων είναι εξαιρετικά περιορισμένη». Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στις επιμέρους μονάδες, με αντίστοιχη ισχυροποίηση της διοίκησης των τελευταίων», «αξιολόγηση τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική», και «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Τοπική Διοίκηση, όπως η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων». Παράλληλα με νέες παρεμβάσεις το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζεται να επιχειρήσει αναδιάρθρωση της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών (κατά προτίμηση σε δεύτερο κύκλο σπουδών που να καταλήγει σε πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας), ενίσχυση του ρόλου των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ανασχεδιασμό του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και των προγραμμάτων σπουδών, χρηματοδότηση ΑΕΙ με ανταποδοτικά κριτήρια και στροφή των ΑΕΙ σε προγράμματα δια βίου μάθησης σε συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα.
Το πέρασμα στη νέα «κανονικότητα» είναι ήδη ζώσα πραγματικότητα. Απομένει να δει κανείς αν οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι γονείς θα την πάθουν σαν τον βάτραχο που προσπαθεί να πηδήξει έξω από την κατσαρόλα με το καυτό νερό όταν έχει ήδη σπαταλήσει όλη την ενέργειά του προσαρμόζοντας τη θερμοκρασία του και πλέον δεν έχει τη δύναμη να αποδράσει. Η ιστορία της εκπαίδευσης, πάντως, και η εμπειρία φανερώνει ότι πολλές φορές η απόγνωση που δημιουργούσε ακινησία μετατρέπονταν σε θυμό που δημιουργούσε θύελλες και ότι μια σταγόνα ήταν ικανή για να ξεχειλίσει το ποτήρι στην εκπαιδευτική κοινότητα...
Χρήστος Κάτσικας
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου