Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2020

Ένας μοναχικός καβαλάρης πάνω στη Harley...

 



Με τον Κώστα συστηθήκαμε σε κάποια αποδυτήρια. Για το Mega τότε, Παναθηναϊκός-Ορτέζ το ματς, ήταν εκεί με κάμερα να πάρει δύο δηλώσεις από τον Ριγκοντό, που εκείνη την εποχή θεωρούταν παιδί-θαύμα. Έμεινε άγαλμα όταν ο Ριγκοντό του είπε «no english». Προσφέρθηκα να βοηθήσω στη μετάφραση. Έκανε 
απλές ερωτήσεις, ευτυχώς. Τελείωσε γρήγορα το... πράγμα. «Φίλε, το όνομά μου είναι Κώστας Μπατής και είμαι υπόχρεος» μου είπε όταν έκλεισε η κάμερα. Σοκ στην αρχή. Μετά γέλασα. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Λες και δεν ήξερα ποιος ήταν... 
Από τα χρόνια του ρεπορτάζ στον τελικό του πρωταθλήματος Τύπου, όταν ο «ΦΙΛΑΘΛΟΣ» νίκησε την Καθημερινή με 67-66, με τον Κώστα να χάνει δύο φορές 1+1 βολές στα τελευταία δευτερόλεπτα και τον έτερο αείμνηστο Λάζαρο Μουρκάκο να «εξαφανίζει» την μπάλα στο ριμπάουντ, μέχρι κάποιες τυχαίες κοινές διακοπές στην Αμμουλιανή, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν πολλές φορές. Δεν τολμώ να υποστηρίξω ότι ήμουν φίλος του. Όταν βρισκόμασταν σε κοινές παρέες τον τσιγκλούσα, όπως όλοι, να ανοίξει το κουβάρι των αναμνήσεων. Από αγώνες, από ταξίδια, από τους «μεγάλους» της εποχής του, που τους έζησε μ' έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από εμάς.

Το ψέμα και η υπερβολή στο δικό μας το συνάφι είναι κομμάτι της ίδιας μας της ύπαρξης. Με τον Μπατή αυτό που καταλάβαινες όταν σου έλεγε μια ιστορία ήταν ότι δεν είχε ίχνος υπερβολής. Σου 'λεγε τα πράγματα όπως τα έζησε, από πλάκες μέχρι τσακωμούς κι από νίκες φανταστικές ως ήττες τραγωδίες, από κουτσομπολιά σε κανάλια κι εφημερίδες, από τις προνομιακές του σχέσεις με τις παλιές διοικήσεις του Παναθηναϊκού. Δεν τον ενδιέφερε η φιγούρα. Πρόσφερε απλόχερα τη ζεστασιά της παρέας του, ακόμα και σε ανθρώπους όπως εγώ, που δεν είχε π.χ. τη σχέση τη στενή, όπως με τον Φίλιππο Κουνέλης για παράδειγμα.

Αυτή η μονοκόμματη εντιμότητα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του ως το πολύ πρόωρο και οδυνηρό του τέλος. Σ' έναν κόσμο όπου το προσκύνημα, το γλείψιμο και το πισώπλατο μαχαίρωμα είναι κανόνας, ο Κώστας προτίμησε τον άλλο δρόμο. Αυτός είμαι, αυτά είναι τα προσόντα μου, αν με θέλεις έχει καλώς, δεν θα σε παρακαλέσω κιόλας. Μ' έναν τρόπο απόλυτο μεν, αξιοπρεπέστατο δε, και χωρίς αστερίσκους, δικαιολογίες, «πρέπει να βάλω νερό στο κρασί μου αλλιώς δεν θα ζήσω» και τα ρέστα. Που, κακά τα ψέματα, η συντριπτική πλειοψηφία ημών των υπολοίπων έχει επικαλεστεί κάποια στιγμή στην επαγγελματική της ζωή.

Νερό στο κρασί του ο Κώστας δεν έβαλε ποτέ. Ούτε στα ταβερνάκια, όπου βρισκόμασταν τελευταία, και θυμόμασταν τα παλιά. Δεν καταδέχτηκε ούτε μια στιγμή να μιλήσει στην παρέα για τον προσωπικό σταυρό που σήκωνε.

Και μας άφηνε με την απορία: Τι πάστα ανθρώπου τέλος πάντων είναι αυτός; Που μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει στον ενικό σε υπουργούς, μεγιστάνες, μεγαλοεπιχειρηματίες, ακόμα και μεγαλοεκδότες, και δεν το κάνει για να «βολευτεί»; Έχοντας, μάλιστα, χίλιες δύο δικαιολογίες για να το κάνει;

Ο Κώστας Μπατής, κατά τη γνώμη μου, περνάει στην Ιστορία με μια από τις πιο χαρακτηριστικές τηλεοπτικές του φιγούρες. Τότε που, την 3η ημέρα κυκλοφορίας της Sportime, ανέλαβε ο ίδιος τη διαφημιστική της καμπάνια με τηλεοπτικό σποτ (τα περίφημα κουπόνια της Harley Davidson). Δεν δίστασε να πάρει την ευθύνη για ένα προϊόν καινούργιο, που πήγαινε τότε να τα βάλει με θηρία. ΦΩΣ, Αθλητική Ηχώ, Φίλαθλο, ΩΡΑ στα πάνω της. Τα κουπόνια αυτά εκτόξευσαν την κυκλοφορία της Sportime αυτές τις δύσκολες πρώτες μέρες και τη βοήθησαν να γράψει τη δική της ιστορία στον αθλητικό Τύπο.

Ένας μοναχικός καβαλάρης, πάνω στη Harley, με τον αέρα του ασυμβίβαστου κοσμοπολίτη, ευγενής μ' αυτούς που πρέπει, αυστηρός επίσης με όσους πρέπει.  Ένας κύριος, που έπαιξε με τους δικούς του κανόνες, και προτίμησε να μείνει στο περιθώριο παρά να λιμάρει τα ζάρια για να κάτσουν όπως τον συνέφερε.

Δεν ξέρω αν αυτή η λεβέντικη ως το τέλος στάση μπορεί να δώσει παρηγοριά στους πολύ οικείους του. Εμένα δεν μου δίνει. 

Θα προτιμούσα να' χε πάει αλλιώς το πράμα. Να είχε σηκώσει ο ίδιος κάποιο τηλέφωνο, ή τέλος πάντων να' χε φιλοτιμηθεί κάποιος από τους δεκάδες ισχυρότατους γνωστούς του, να του δώσει ένα χεράκι στα ζόρια που τράβαγε. Και να μην είχε «σκάσει» από τη στεναχώρια και την απίστευτη πίεση που αισθανόταν, έχοντας τόσες ευθύνες και μη βλέπoντας πουθενά φως.

Έτσι θα τον χαιρόμασταν περισσότερο, να μας λέει τις ιστορίες του, να τρωγοπίνει μαζί μας, να γελάει, να τραγουδάει, ακόμα και να καυγαδίζει. Αυτό το «τόσο νωρίς» πραγματικά τσακίζει. Ειδικά όταν συνοδεύεται και από το «τόσο άδικα»...

Από το facebook του Αργύρη Παγαρτάνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου