Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά παλιά τα χρόνια, υπήρχε ένας που τον λέγανε Αριστοτέλη. Ξάδερφος ήταν ο Αριστοτέλης. Οχι δικός μου. Εγώ ξαδέρφια δεν είχα τότε - η μαμά μου είχε έναν μικρό αδερφό, ενώ ο μπαμπάς μου κανέναν. Βλέπεις, ο δικός του μπαμπάς πέθανε πριν γεννηθεί ο δικός μου μπαμπάς, γιατί κάτι κομμουνιστές τού πήραν τα μυαλά έτσι νέος και χαζός που ήταν και πήγε και πολέμησε σε έναν στρατό που Δημοκρατικό τον έλεγαν (αν τον έλεγαν Νεοδημοκρατικό, τώρα θα ζούσε... και εγώ θα είχα κι άλλα ξαδέρφια) και εκεί πέθανε. Δεν έχει άλλο - γεννήθηκε, μεγάλωσε λίγο, πολέμησε για να μεγαλώσουμε εμείς περισσότερο και να ζήσουμε καλύτερα, και πέθανε. Αυτό. Ε, και η γιαγιά μου δεν ξαναπαντρεύτηκε.
Μια φορά τη ρώτησα αν ήτανε λεσβία, γι’ αυτό μήπως και δεν ξαναπαντρεύτηκε, και εκείνη καθόλου δεν ταράχτηκε και μου είπε ότι είχε παιδί να μεγαλώσει και αδερφές να παντρέψει, ήτανε κι ορφανή και χήρα και δεν είχε καιρό για ρομάντζα. Πλήρως με κάλυψε τότε η γιαγιά κι αποφάσισα να κρατήσω το όνομά της, που ήδη μου είχαν δώσει. Και μετά πέθανε και η γιαγιά κι έμεινε μόνο το όνομά της, ίδιο με το δικό μου. Τόσο πολύ ήταν ίδια (όνομα και επίθετο), που στο κηδειόχαρτό της έσβησα το «ετών 92» που έγραφε κι έβαλα «ετών 32» κι είχα έτοιμο και το δικό μου κηδειόχαρτο. Και αυτό το λένε «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεθάνουν, τα κηδεύουν».
Ο Αριστοτέλης ήταν ξάδερφος μιας φίλης, πολύ πολύ μεγάλος. Με άσπρα μαλλιά και μούσια. Μπορεί να ’ταν και παππούς της, αλλά τον έλεγε ξάδερφο και επειδή μας έλεγε όλο ωραίες ιστορίες απ’ τα αρχαία χρόνια, όλοι τον λέγαμε «ο Αριστοτέλης ο ξάδερφος». Αυτός, λοιπόν, μας έλεγε για τον δικό του παππού, που ήταν, λέει, κάπως σαν όλων μας ο παππούς, γιατί ο παππούς Αριστοτέλης ήταν όλου του κόσμου ο παππούς - έτσι μας έλεγε ο ξάδερφος. Ε, και αυτός ο παππούς Αριστοτέλης έλεγε για τη μάζα.
Στο Πανεπιστήμιο που πήγα μετά (ο μπαμπάς μου δεν μπόρεσε να πάει γιατί ο πατέρας του πέθανε κομμουνιστής, αλλά εγώ πήγα, γιατί δεν είχα πει σε κανέναν για τον παππού μου και με άφησαν να πάω) έμαθα πως και κάποιοι άλλοι παππούδες είχαν μιλήσει για τη μάζα: ο Νεύτωνας και ο Αϊνστάιν. Την ίδια λέξη χρησιμοποιούσαν όλα τούτα τα παππούδια, αλλά με εντελώς διαφορετική έννοια: Για τον Νεύτωνα, η μάζα ήταν αμετάβλητη, ενώ για τον Αϊνστάιν όχι μόνο στ’ αυγά της δεν καθόταν, αλλά όσο αυξάνεται η ταχύτητα, τόσο αυξάνεται και η μάζα έλεγε και μάλιστα μετασχηματίζεται κιόλας σε ενέργεια! Ο Νεύτωνας δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό, γιατί στα χρόνια του η μεγαλύτερη ταχύτητα ήταν του αλόγου και όχι του φωτός, όπως στα χρόνια του Αλβέρτου. Ολα είναι θέμα ταχύτητας δηλαδή: αν πάμε με το μουλάρι, η μάζα είναι αμετάβλητη. Αν τρέχουμε σαν το φως, η μάζα γίνεται ενέργεια και άντε ψάξ’ την βρες την!
Προχθές, ο Μητσοτάρχας, του οποίου η σκέψη τρέχει σαν χίλια μουλάρια, όρισε τη μάζα σύμφωνα με τις δικές του ταχύτητες: μάζα=όχλος. Ο κατά Μητσοτάρχα όχλος αν είναι ζωντανός πρέπει να βάλει πλάτες και αν είναι πεθαμένος, έχει γίνει θυσία. Ο ίδιος διατάζει και τις πλάτες και τις θυσίες. Εκεί, στη γη που ονειρεύονται οι γαλάζιες ακρίδες.
Σε μια άλλη γη, ήταν κάτι πράσινα μυρμήγκια που ονειρεύονταν κι αυτά και τα έκανε ταινία ο Χέρτζογκ. Εδώ, ονειρεύονται μόνο οι γαλάζιες ακρίδες, και αυτό το έκανε ταινία ένας πρώην αρχηγός κόμματος, επιλέγοντας για «πρωταγωνιστή» έναν νυν αρχηγό κόμματος/μέλλοντα πρώην πρωθυπουργό. Μα εγώ, της γιαγιάς μου εγγόνι, του πατέρα μου κόρη, δεν θέλω να ονειρεύομαι στη γαλάζια τη γη τους. Μόνο τον γαλάζιο ουρανό θέλω. Εκεί που θα κάνουμε έφοδο, γυρίζοντάς τους για πάντα την πλάτη, χέρι με χέρι με τους ζωντανούς ζωντανούς μας και τους ολοζώντανους νεκρούς μας.
Αυτό.
Νόρα Ράλλη
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου