Την 7η Δεκεμβρίου 2023 ο Τούρκος πρόεδρος Τ. Ερντογάν θα επισκεφτεί την Αθήνα, για να συναντηθεί επισήμως με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Τα ερωτήματα για τη χρησιμότητα (από ελληνικής πλευράς και υπό τις παρούσες συνθήκες) της συνάντησης αυτής παραμένουν πολλά. Και όχι μόνον παραμένουν πολλά, αλλά αυξάνονται διαρκώς, αφού η τουρκική πολιτική (και στρατιωτική) ηγεσία υπενθυμίζει ακατάπαυστα στην ελληνική πλευρά όσα εκείνη αυθυποβάλλεται να λησμονήσει… Γιατί άραγε δύο πρώην πρωθυπουργοί της Ελλάδος (ο Κ. Καραμανλής και ο Αντ. Σαμαράς) θεωρούν λάθος για την Ελλάδα στην παρούσα χρονική συγκυρία τη συγκεκριμένη επίσημη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Έλληνα πρωθυπουργό επί ελληνικού εδάφους; Μήπως δεν αντιλαμβάνονται μία «πραγματική ευκαιρία» που υπάρχει για ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή μήπως διαβλέπουν κάποιον σοβαρό κίνδυνο που δεν διακρίνει ή υποτιμά η σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας μας;
ΤΟΥ Κωνσταντίνου Παΐδα
ΠΗΓΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΌΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Εάν η μεγάλη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διαρρεύσασα τετραετία της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ήταν η διεθνοποίηση των προβλημάτων που δημιουργεί η Τουρκία στην Ελλάδα κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών και η εδραίωση στους κόλπους της Ε.Ε. της θέσης ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές συνιστούν εξ ορισμού ευρωτουρκικές διαφορές –την εκτίμηση αυτή ασπάζεται απολύτως και ο γράφων- για ποιον λόγο η ελληνική πλευρά ενδίδει στη διαχρονική απαίτηση της Τουρκίας για διμερή διάλογο αναφορικά με τη μία και μοναδική διαφορά –την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ- την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει; Και, για να γίνει πιο σαφές το ερώτημα: Η Ελλάδα εκτιμά ότι θα ωφεληθεί ή ότι θα ζημιωθεί συναινώντας στη θεώρηση των σοβαρότατων ευρωτουρκικών διαφορών ως ελληνοτουρκικών διαφορών και ενδίδοντας στη μετατροπή του ευρωτουρκικού διαλόγου σε ελληνοτουρκικό;
Εντέλει, εάν στην πορεία η ελληνική πλευρά συνειδητοποιήσει ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν μπορεί να διεξαχθεί επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών (αφού αυτά δεν εξυπηρετούν τις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας), πώς θα πείσει ξανά τους Ευρωπαίους εταίρους μας να αντιμετωπίσουν ως (και) δικό τους ζήτημα όσα τώρα εμείς αποδεχόμαστε ως ελληνοτουρκική υπόθεση; Υπάρχουν άραγε στο τραπέζι του διαλόγου διεκδικήσεις της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας και, αν «ναι», ποιες είναι αυτές; Το συγκεκριμένο ερώτημα ανακύπτει από την αντικειμενική αλήθεια ότι, όταν η μία μόνον εκ των δύο πλευρών εγείρει αξιώσεις έναντι της άλλης –και μάλιστα αξιώσεις αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες- αυτό δεν συνιστά διαπραγμάτευση, αλλά απροκάλυπτη απόπειρα επιβολής τετελεσμένων με το επιχείρημα της ισχύος.
Και στην περίπτωση αυτήν εκείνος που διεκδικεί στο τραπέζι του διαλόγου είναι ο μοναδικός, ο οποίος δικαιολογημένα ευελπιστεί ότι θα κερδίσει κάτι από τη συγκεκριμένη διαδικασία, ενώ εκείνος που δεν διεκδικεί κάτι είναι ο μοναδικός, ο οποίος (οφείλει να) αγωνιά ότι θα χάσει κάτι από τη διαδικασία αυτήν. Γιατί, ενώ η τουρκική πλευρά παραμονές της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα «διαλαλεί» τις παράνομες και παράλογες διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδος, η ελληνική πλευρά «κλείνει τα αφτιά της», στρέφει αλλού το βλέμμα της και προσποιείται ότι δεν βλέπει και δεν ακούει; Μήπως το «θετικό κλίμα» που ορισμένοι βλέπουν στα ελληνοτουρκικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία άκρως επικίνδυνη ελληνική αυταπάτη;
· Την ώρα που ο Τ. Ερντογάν διακηρύσσει ότι «βλέπει ως δική του πόλη τη Θεσσαλονίκη»,
· την ώρα που ο Χ. Φιντάν δηλώνει ότι «είναι προτεραιότητά του η τουρκική μειονότητα στη Θράκη και οι ομογενείς του στα Δωδεκάνησα»,
· την ώρα που ο ΑΓΕΝ της Τουρκίας αμφισβητεί επισήμως την ελληνική κυριαρχία σε νήσους και βραχονησίδες του Αιγαίου και θέτει ευθέως ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των (υπό διαρκή τουρκική απειλή) ελληνικών νήσων του Αιγαίου,
· την ώρα που το πολιτικό-στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας προβάλλει με αμείωτη αποφασιστικότητα τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», υπερασπίζεται σθεναρότατα το παράνομο Τουρκολιβυκό μνημόνιο και εμμένει στο casus belli για τα 12 ν.μ.,
· και την ώρα που τα ελεγχόμενα από την τουρκική κυβέρνηση ΜΜΕ της Τουρκίας «θυμούνται» ξανά τη δυνατότητα των tayfun να πλήξουν από την περιοχή της μαρτυρικής Σμύρνης στόχους έως και τα μετόπισθεν της Ελλάδος, ορισμένοι εν Αθήναις φρονούν και διακηρύσσουν ότι «δεν μπορούμε παρά να εκμεταλλευτούμε το momentum και το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στα ελληνοτουρκικά».
Κλείνοντας, η ελληνική πλευρά, πριν την άφιξη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει βρει πειστικές απαντήσεις σε δύο κρίσιμα ερωτήματα:
1. Πώς θα αντιδράσει ο Έλληνας πρωθυπουργός, εάν ο Τούρκος πρόεδρος μετά τη συνάντησή τους προβεί εν Αθήναις σε δηλώσεις ανάλογες με εκείνες που έκανε στο Βερολίνο ενώπιον του Γερμανού καγκελαρίου Ο. Σολτς; Θα τις αφήσει αναπάντητες (με ό, τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για την προώθηση των τουρκικών θέσεων στη συνείδηση των εταίρων και των συμμάχων μας) ή θα δώσει την απαιτούμενη σκληρή απάντηση (με ό, τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για το «καλό κλίμα που υπάρχει στα ελληνοτουρκικά»);
2. Πώς θα αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση, εάν ο Τούρκος πρόεδρος μετά την επίσημη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό εκφράσει την επιθυμία να επισκεφτεί ιδιωτικά τη Θράκη και εκεί επαναλάβει επί ελληνικού εδάφους απόψεις, τις οποίες έχει διατυπώσει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν αναφορικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που ορίζει η Συνθήκη της Λωζάννης;
(Πρέπει να) είναι σαφές ότι ο Τ. Ερντογάν δεν θα έρθει στην Αθήνα για να «ρίξει νερό στο κρασί του» ούτε για να απομακρυνθεί από τις διαχρονικές θέσεις της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας ούτε για να τραυματίσει την εικόνα του. Είναι μάλλον ουτοπικό να θεωρούμε ότι ο Τ. Ερντογάν θα καμφθεί από την ελληνική καλή διάθεση για ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών, ενώ εμμένει στο veto κατά της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, ενώ εξακολουθεί να παραβιάζει τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. εις βάρος της Ρωσίας και ενώ απερίφραστα και περισσότερο ένθερμα από κάθε άλλον μουσουλμάνο ηγέτη τάχθηκε υπέρ της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς επιτιθέμενος σφόδρα εναντίον του Ισραήλ (αλλά και των ΗΠΑ που αναγνώρισαν στο Ισραήλ το αυτονόητο δικαίωμα στην αυτοάμυνα).
Ενδεικτικό του τι πρέπει να αναμένουμε από την επίσημη επίσκεψη του Τ. Ερντογάν στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2023 είναι η πρότασή του για λύση «win-win», η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από έναν στοιχειωδώς νοήμονα άνθρωπο, όταν μόνον η τουρκική πλευρά εγείρει διεκδικήσεις (και μάλιστα παράνομες και παράλογες) εις βάρος της Ελλάδος.
*Ο Κωνσταντίνος Παΐδας είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου