Απαλλάχθηκαν από την ελληνική Δικαιοσύνη οι 13 κατηγορούμενοι για το σκάνδαλο με τα υπερκοστολογημένα ιατρικά υλικά και τις μίζες που ζημίωσε το δημόσιο με €11,5 εκατ.
Ταφόπλακα στη διεκδίκηση αποζημίωσης του ελληνικού δημοσίου από τον αμερικανικό κολοσσό Johnson & Johnson έβαλε η πρόσφατη αθωωτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σε βάρος 13 κατηγορουμένων για το σκάνδαλο με τα υπερκοστολογημένα ορθοπεδικά υλικά της DePuy Synthes (θυγατρική του αμερικανικού κολοσσού) που ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο με 11,5 εκατ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αστικά δικαστήρια στα οποία είχε προσφύγει το ελληνικό δημόσιο σε βάρος της εταιρείας είχαν αναστείλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι να αποφανθούν τα ποινικά δικαστήρια. Επομένως με βάση και την αθωωτική απόφαση η πιθανότητα είσπραξης έστω και 1 ευρώ από την πλευρά του ελληνικού δημοσίου φαντάζει… όνειρο θερινής νυχτός.
Την ίδια ώρα η Johnson & Johnson έχει καταβάλει από το 2011 περί τα 21,4 εκατ. δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο (σχεδόν 20 εκατ. ευρώ) για τις μίζες που έδινε σε γιατρούς σε Ελλάδα, Πολωνία και Ρουμανία προκειμένου να αγοράζουν τα ορθοπεδικά προϊόντα της σε τιμές υπερκοστολογημένες. Οπως ακριβώς στο σκάνδαλο Novartis, που η εταιρεία πλήρωσε στις ΗΠΑ 276,62 εκατ. ευρώ κατόπιν εξωδικαστικού συμβιβασμού για αθέμιτες πρακτικές στη χώρα μας την περίοδο 2012-15, έτσι και στο σκάνδαλο DePuy το ελληνικό δημόσιο είναι ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης.
Η συμφωνία στις ΗΠΑ
Ηταν 8 Απριλίου του 2011 όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανακοίνωσε μια σημαντική συμφωνία: η εταιρεία Johnson & Johnson συμφώνησε να καταβάλει 20 εκατ. ευρώ στο αμερικανικό δημόσιο για «πρακτικές διαφθοράς» που είχε ακολουθήσει σε Ελλάδα, Πολωνία και Ρουμανία.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Διεύθυνσης Ποινικών Υποθέσεων του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, υπάλληλοι της εταιρείας πλήρωναν «κάτω από το τραπέζι» γιατρούς νοσοκομείων στη χώρα μας προκειμένου να αγοράζουν ορθοπεδικά υλικά της εταιρείας σε τιμές ακόμη και 35% πάνω από τις συνηθισμένες τιμές της αγοράς. Μάλιστα στην ανακοίνωση το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης εξέφρασε την «εκτίμησή του για τη σημαντική βοήθεια που παρείχαν» οι ελληνικές αρχές που ερευνούσαν την υπόθεση. Δηλαδή «το 8ο Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Αθηνών».
Το σκάνδαλο DePuy είχε μπει στο μικροσκόπιο των ελεγκτικών αρχών στην Ελλάδα από το 2009, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης. Τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου έπεσε η αυλαία της δίκης σε δεύτερο βαθμό, καθώς το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας απήλλαξε τους 13 κατηγορούμενους. Τρεις από αυτούς ήταν στελέχη της DePuy International και ακόμη τρεις της DePuy Hellas, ενώ οι υπόλοιποι επτά ήταν γιατροί δημόσιων νοσοκομείων.
Τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν αφορούσαν κατά περίπτωση απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του δημοσίου και του ΝΠΔΔ, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και ηθική αυτουργία σε άμεση συνέργεια σε απάτη από κοινού.
Η αθωωτική απόφαση ουσιαστικά έκλεισε κάθε χαραμάδα για αποζημίωση του δημοσίου για τη ζημία που υπέστη. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, το δημόσιο έχει προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια κατά της εταιρείας ζητώντας αποζημίωση. Ωστόσο το δικαστήριο εξέδωσε «παρεμπίπτουσα» απόφαση, δηλαδή ανέστειλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι να αποφανθούν τα ποινικά δικαστήρια. Δεδομένου ότι το ποινικό δικαστήριο εξέδωσε αθωωτική απόφαση, το ελληνικό δημόσιο δεν πρόκειται να εισπράξει ούτε 1 ευρώ όταν το αμερικανικό δημόσιο έχει εισπράξει 20 εκατ. ευρώ, εδώ και 13 χρόνια.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η υπόθεση DePuy αφορά τη χρονική περίοδο 2000-06. Η εταιρεία έδινε μίζες σε γιατρούς ώστε να προτιμούν τα δικά της ιατρικά υλικά. Ωστόσο οι τιμές των υλικών ήταν υπερκοστολογημένες σε ποσοστό που έφτανε το 35%.
Οι προμήθειες αφορούσαν 114 νοσοκομεία και θεραπευτήρια του ΙΚΑ σε όλη τη χώρα. Η ζημία των νοσοκομείων ανήλθε σε 11,5 εκατ. ευρώ, ενώ οι μίζες που δόθηκαν άγγιξαν τα 3,5 εκατ. ευρώ σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα.
Πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί ενώπιον του Γ΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών το 2019 οι 13 από τους 24 συνολικά κατηγορούμενους, οι οποίοι είχαν παραπεμφθεί σε δίκη με το υπ’ αρ. 343/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Στους καταδικασθέντες γιατρούς είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης από τρία έως έξι έτη, ενώ στα στελέχη της DePuy επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης από έξι έως εννέα έτη. Να σημειωθεί ότι λόγω αλλαγής του Ποινικού Κώδικα και εφαρμογής των νέων διατάξεων από 1ης Ιουλίου 2019 τα αδικήματα της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας που βάρυναν όλους τους κατηγορούμενους έγιναν πλημμεληματικά, με αποτέλεσμα να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου