«Με μια πρώτη ματιά, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται καθησυχαστικά ανθεκτική» γράφει ο Economist σε ένα άρθρο-ανάλυση που εξετάζει όλα τα δεδομένα της.. παγκόσμιας οικονομίας και καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα «γροθιά στο στομάχι».
Αν και φαινομενικά δεν υπάρχουν σημάδια ανησυχίας το βρετανικό περιοδικό, που έχει αφιερώσει «τόνους μελάνι» αναλύοντας οικονομικά θέματα, εντοπίζει ένα εξαιρετικά κατακερματισμένο οικονομικό τοπίο που όπως εξηγεί μπορεί να οδηγήσει στη συντριβή της σύγχρονης παγκόσμιας τάξης.
Η εικόνα δεν δείχνει αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει
Στις πρώτες παραγράφους του άρθρου όλα δείχνουν να κυλούν ικανοποιητικά.
«Η Αμερική ανθεί ακόμα και τη στιγμή που ο εμπορικός της πόλεμος με την Κίνα κλιμακώνεται. Η Γερμανία υπέστη την απώλεια των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου χωρίς οικονομική καταστροφή. Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή δεν προκάλεσε πετρελαϊκό σοκ. Οι αντάρτες Χούθι, με τους πυραύλους τους, μόλις και μετά βίας έχουν επηρεάσει την παγκόσμια ροή αγαθών. Το εμπόριο, ως μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ, ανέκαμψε από την πανδημία και προβλέπεται να αναπτυχθεί περισσότερο φέτος», γράφει.
Κοντά στην κατάρρευση
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, αν κάποιος τολμήσει να κοιτάξει λίγο πιο βαθιά στα στοιχεία θα αντιληφθεί πως οι ισορροπίες εύκολα μπορεί να ανατραπούν.
«Εδώ και χρόνια η τάξη που διέπει την παγκόσμια οικονομία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει διαβρωθεί. Σήμερα είναι κοντά στην κατάρρευση. Ένας ανησυχητικός αριθμός παραγόντων θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια κάθοδο στην αναρχία, όπου η ισχύς έχει το δίκιο με το μέρος της και ο πόλεμος είναι και πάλι το καταφύγιο των μεγάλων δυνάμεων. Ακόμα και αν δεν φτάσουμε ποτέ σε σύγκρουση, οι επιπτώσεις στην οικονομία από την κατάρρευση των κανόνων θα μπορούσαν να είναι γρήγορες και βίαιες», γράφει φωτίζοντας αθέατες πλευρές.
Ο πόλεμος είναι και πάλι το καταφύγιο των μεγάλων
«Η αποσύνθεση της παλιάς τάξης πραγμάτων είναι ορατή παντού. Οι κυρώσεις χρησιμοποιούνται τέσσερις φορές περισσότερο από ό,τι στη δεκαετία του 1990- η Αμερική επέβαλε πρόσφατα «δευτερογενείς» κυρώσεις σε οντότητες που υποστηρίζουν τον ρωσικό στρατό. Ο πόλεμος των επιδοτήσεων μαίνεται, καθώς οι χώρες προσπαθούν να αντιγράψουν την τεράστια κρατική υποστήριξη της Κίνας και της Αμερικής για την πράσινη παραγωγή. Αν και το δολάριο παραμένει κυρίαρχο και οι αναδυόμενες οικονομίες είναι πιο ανθεκτικές, οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων αρχίζουν να κατακερματίζονται», εξηγεί.
Το τέλος του παλιού
Μια ζοφερή πραγματικότητα ξεδιπλώνεται μπροστά μας. «Οι θεσμοί που διασφάλιζαν το παλιό σύστημα είτε έχουν εκλείψει είτε χάνουν γρήγορα την αξιοπιστία τους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου γίνεται 30 ετών το επόμενο έτος, αλλά θα έχει περάσει περισσότερα από πέντε χρόνια σε ακινησία, λόγω της αμερικανικής αμέλειας. Το ΔΝΤ βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας, παγιδευμένο μεταξύ της πράσινης ατζέντας και της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει παραλύσει. Και, όπως φαίνεται, υπερεθνικά δικαστήρια, όπως το Διεθνές Δικαστήριο, χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως όπλα από τις εμπόλεμες πλευρές. Τον περασμένο μήνα Αμερικανοί πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Mitch McConnell, του ηγέτη των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, απείλησαν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο με κυρώσεις εάν εκδώσει εντάλματα σύλληψης για τους ηγέτες του Ισραήλ, το οποίο κατηγορείται επίσης για γενοκτονία από τη Νότια Αφρική στο Διεθνές Δικαστήριο», υποστηρίζει ο Economist.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σκότωσε μια χρυσή εποχή που πολλοί υπέθεταν ότι θα διαρκούσε για πάντα
Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές του βρετανικό περιοδικό σημειώνει πως «μέχρι στιγμής ο κατακερματισμός και η αποσύνθεση έχουν επιβάλλει έναν κρυφό φόρο στην παγκόσμια οικονομία που γίνεται αισθητός, μόνο αν ξέρεις πού να κοιτάξεις. Δυστυχώς, η ιστορία δείχνει ότι βαθύτερες και πιο χαοτικές καταρρεύσεις μπορούν να συμβούν χτυπώντας ξαφνικά μόλις η παρακμή πυροδοτηθεί. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σκότωσε μια χρυσή εποχή παγκοσμιοποίησης, που τότε πολλοί υπέθεταν ότι θα διαρκούσε για πάντα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μετά το ξέσπασμα της μεγάλης ύφεσης και τους δασμούς Smoot-Hawley, οι εισαγωγές της Αμερικής κατέρρευσαν κατά 40% μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Τον Αύγουστο του 1971 ο Richard Nixon ανέστειλε απροσδόκητα τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό. Μόλις 19 μήνες αργότερα, το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods κατέρρευσε».
Σήμερα, μια παρόμοια ρήξη μοιάζει πολύ πιθανή, αναφέρει ο Economist. «Η επιστροφή του Ντοναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με την κοσμοθεωρία του περί μηδενικού αθροίσματος, θα συνέχιζε τη διάβρωση των θεσμών και των κανόνων. Ο φόβος για ένα δεύτερο κύμα φθηνών κινεζικών εισαγωγών θα μπορούσε να επιταχύνει τις εξελίξεις. Ένας απευθείας πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Κίνας για την Ταϊβάν ή μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας θα μπορούσε να προκαλέσει μια εκκωφαντική κατάρρευση».
Ένας απευθείας πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Κίνας θα μπορούσε να προκαλέσει μια εκκωφαντική κατάρρευση
Παρακμή του συστήματος
Και κάπου εδώ αρχίζει να εξετάζει σενάρια. «Σε πολλά από αυτά η απώλεια θα είναι πιο βαθιά απ’ ό,τι πολλοί πιστεύουν. Είναι της μόδας να επικρίνουμε την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση ως την αιτία της ανισότητας, της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της παραμέλησης του κλίματος. Όμως τα επιτεύγματα των δεκαετιών του 1990 και του 2000 -το αποκορύφωμα του φιλελεύθερου καπιταλισμού- είναι απαράμιλλα στην ιστορία. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ξέφυγαν από τη φτώχεια στην Κίνα όταν η χώρα ενσωματώθηκε στην παγκόσμια οικονομία. Το ποσοστό παιδικής θνησιμότητας παγκοσμίως είναι λιγότερο από το μισό σε σχέση με το 1990. Το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που σκοτώνεται από κρατικές συγκρούσεις έφθασε σε μεταπολεμικό χαμηλό 0,0002% το 2005. Το 1972 ήταν σχεδόν 40 φορές υψηλότερο. Οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι η εποχή της ‘’συναίνεσης της Ουάσιγκτον’’, την οποία οι σημερινοί ηγέτες ελπίζουν να αντικαταστήσουν, ήταν μια εποχή κατά την οποία οι φτωχές χώρες άρχισαν να απολαμβάνουν την ανάπτυξη που πετύχαιναν, κλείνοντας το χάσμα με τον πλούσιο κόσμο».
Η παρακμή του συστήματος, λέει το βρετανικό περιοδικό, «απειλεί να επιβραδύνει αυτήν την πρόοδο ή ακόμα και να την αντιστρέψει. Μόλις καταστραφεί, είναι απίθανο να αντικατασταθεί από νέους κανόνες. Αντ’ αυτού οι παγκόσμιες υποθέσεις θα περιέλθουν στη φυσική τους κατάσταση της αναρχίας, που ευνοεί τη ληστεία και τη βία. Χωρίς εμπιστοσύνη και ένα θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας, οι χώρες θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του 21ου αιώνα, από τον περιορισμό της κούρσας των εξοπλιστικών και την τεχνητή νοημοσύνη έως τη συνεργασία στο διάστημα. Τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονται από λέσχες ομοϊδεατών χωρών. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει, αλλά συχνότερα θα συνεπάγεται εξαναγκασμό και δυσαρέσκεια, όπως με τους δασμούς άνθρακα στα σύνορα της Ευρώπης ή τη διαμάχη της Κίνας με το ΔΝΤ. Όταν η συνεργασία δίνει τη θέση της στους ισχυρούς εξοπλισμούς, οι χώρες έχουν λιγότερους λόγους να διατηρούν την ειρήνη».
Θα υπάρξει σύγκρουση ταυ ΔΝΤ με την Κίνα;
Στα μάτια του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του Βλαντιμίρ Πούτιν ή άλλων ηγετών, ένα σύστημα στο οποίο η ισχύς έχει το δίκιο δεν θα ήταν κάτι καινούργιο κατά τον Economist. «Βλέπουν τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων όχι ως εφαρμογή υψηλών ιδανικών, αλλά ως άσκηση ωμής αμερικανικής ισχύος που τώρα βρίσκεται σε σχετική παρακμή».
Πολλοί υποφέρουν
Είναι αλήθεια ότι το σύστημα που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πέτυχε το πάντρεμα μεταξύ των διεθνιστικών αρχών της Αμερικής και των στρατηγικών της συμφερόντων. Ωστόσο, «η φιλελεύθερη τάξη έφερε τεράστια οφέλη στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλοί από τους φτωχούς του κόσμου υποφέρουν ήδη από την ανικανότητα του ΔΝΤ να επιλύσει την κρίση δημόσιου χρέους που ακολούθησε την πανδημία της Covid-19. Χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπως η Ινδία και η Ινδονησία, που ελπίζουν να αποκτήσουν πλούτο μέσω του εμπορίου, εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που δημιούργησε ο κατακερματισμός της παλαιάς τάξης, αλλά τελικά θα βασιστούν στο ότι η παγκόσμια οικονομία θα παραμείνει ολοκληρωμένη και προβλέψιμη. Επιπλέον, η ευημερία μεγάλου μέρους του ανεπτυγμένου κόσμου, ιδίως των μικρών, ανοικτών οικονομιών, όπως η Βρετανία και η Νότια Κορέα, εξαρτάται απόλυτα από το εμπόριο» σημειώνει στο άρθρο του, το περιοδικό.
«Υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη στην Αμερική, μπορεί να φαίνεται ότι η παγκόσμια οικονομία έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει από όλα τα εμπόδια στο δρόμο της» γράφει ο Economist αλλά καταλήγει με δύο λέξεις άκρως ανησυχητικές: «Δεν μπορεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου