Κώστας Βαξεβάνης
Το γνωστό «ω µε συγχωρείτε, ήταν τυχαίο», «τυχαίο αλλά ωραίο» που έλεγε και ο ∆ηµήτρης Παπαµιχαήλ δεν ισχύει ούτε στον ελληνικό κινηµατογράφο. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, τίποτε δεν συµβαίνει ερήµην µας. Ακόµη κι αυτά που λειτουργούν ως υπόγεια ρεύµατα στη ζωή αφήνουν τον κυµατισµό τους από τον οποίο µπορούν να γίνουν αντιληπτά.
Τις περισσότερες φορές το ερώτηµα είναι αν θέλεις να δεις όσα συµβαίνουν. Οσο κλείνεις τα µάτια για να αφεθείς στο υποτιθέµενο όνειρο τόσο τοκίζεται η πραγµατικότητα, ενώ ταυτόχρονα χάνεις τη δυνατότητα να κρίνεις. Ισχύει στην κοινωνική ζωή, στον έρωτα, ισχύει και στην πολιτική.
Το πιο σηµαντικό που µας µαθαίνει η Ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι τελικώς δεν µαθαίνουν από την Ιστορία. Προτιµούν να περιφέρονται στο εφήµερο, να παραδίνονται σε µια αστήρικτη παραδοχή ότι όλα θα γίνουν καλύτερα και να εξαιρούν τον εαυτό τους από την ευθύνη.
Υπάρχει ένας παραλογισµός στη σύγχρονη κοινωνία. Θεωρητικά είναι η πιο ενηµερωµένη από κάθε άλλη στο παρελθόν, καταναλώνοντας πρωτοφανή όγκο πληροφοριών. Ο πλούτος που παράγεται παγκοσµίως είναι ικανός να τη θρέψει χωρίς προβλήµατα. Η επιστήµη έχει καταφέρει να δώσει απαντήσεις σε πολλά από τα προβλήµατα της ανθρώπινης ύπαρξης και να αυξήσει το προσδόκιµο ζωής του ανθρώπου. Ενώ όµως υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο άνθρωπος συµπεριφέρεται σαν να µη γνωρίζει τι συµβαίνει γύρω του. Υπάρχουν δισεκατοµµύρια άνθρωποι στον πλανήτη που πεινάνε ενώ µια δράκα πλούσιων συγκεντρώνει στα χέρια της τον παγκόσµιο πλούτο. Οσο για τη γνώση που παρέχει η επιστήµη, µπορεί να ακυρωθεί από δηµοσιεύµατα στο διαδίκτυο που αναπαράγουν θεωρίες συνωµοσίας και µιλάνε για την εξάρτηση του καθενός µας όχι από τη γνώση αλλά από τα… άστρα.
Το άρθρο που διαβάζετε τώρα θα συγκεντρώσει µόλις κλάσµα αναγνώσεων σε σχέση µε άλλο άρθρο µε τίτλο «Πώς θα βρεις τον ιδανικό άντρα ή γυναίκα», αν και όλοι γνωρίζουν ότι το ιδανικό όχι µόνο δεν υπάρχει, αλλά ακόµη και αν υπήρχε θα ήταν διαφορετικό για τον καθένα µε βάση τα κριτήριά του.
Ο παραλογισµός µοιάζει να καταλαµβάνει κάθε έκφραση της ζωής µας. Εκείνος που διαµαρτύρεται για την αδικία µπορεί να χαρακτηριστεί αγενής και τοξικός. Ως πρότυπο αναδεικνύεται ο συµπαθής αλλά χωρίς µέλλον άνθρωπος, που έλεγε ο Ντοστογέφσκι. Η αποδοχή και η παθητικότητα γίνονται τόσο µεγαλύτερες όσο περισσότερα γίνονται τα ερεθίσµατα για να υπάρξει το αντίθετο.
Ενα πεινασµένο ζώο στον δρόµο ενεργοποιεί το συναίσθηµα αλλά ο πεινασµένος άνθρωπος θεωρείται κυνικά υπεύθυνος για την τύχη του. Το χρώµα, η εθνική καταγωγή, η θρησκεία, οι συνήθειες γίνονται, παρά το φρικιαστικό δίδαγµα του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, λόγος διαχωρισµού των ανθρώπων, ενώ δηµιουργούνται νέες διακρίσεις από αυτούς που θεωρητικά τις αντιµάχονται, µε βάση την εγωπαθή εµµονή που βαφτίζεται κίνηµα γιατί «έτσι είµαι, έτσι θέλω και έτσι είναι».
Ο άνθρωπος καταστρέφει τη ζωή στον πλανήτη και φυσικά τη δική του ζωή, αλλά τον ανησυχεί περισσότερο ο ιδιωτικός του χώρος, σαν να πρόκειται για άλλον πλανήτη πάνω στον οποίο θα διαπρέψει και θα διασωθεί. Η κοινωνική ανησυχία δαιµονοποιείται προς όφελος της αποχαύνωσης και της ιδεατής αλλά ανύπαρκτης ησυχίας.
Σε µια απαισιόδοξη θεώρηση (σαν αυτές µε τις οποίες η κάθε γενιά αποδίδει στις επόµενες το κακό και το επικείµενο τέλος του κόσµου) δεν υπάρχουν πουθενά ελπίδα και σωτηρία. Οδεύουµε προς το χειρότερο, µε τον χειρότερο τρόπο. Ωστόσο η ανθρωπότητα από την ηµέρα της δηµιουργίας της ζούσε τις σπαρακτικές της αντιθέσεις και προβλήµατα που η κάθε γενιά είναι αδύνατον να φανταστεί για τις προηγούµενες. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και όχι του Μεσαίωνα οι πατεράδες µας περπατούσαν χιλιόµετρα για να πάνε να καλλιεργήσουν το χωράφι και δούλευαν νύχτα µε νύχτα. Η επιβίωση δεν ήταν εξασφαλισµένη και δεδοµένη. Οι γιαγιάδες µας γεννούσαν πέντε παιδιά για να επιβιώσουν τα δύο. Πάντα πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων υπήρχε και σκότος και φως που εναλλάσσονταν.
Πρακτικά δείχνουµε να βιώνουµε τις δικές µας αντιφάσεις και αντιθέσεις, φροντίζοντας ίσως να τις ξεχνάµε γιατί ελπίζουµε ότι έτσι εξαφανίζονται. ∆εν είναι όµως η πρώτη φορά που η υφήλιος περνά από τις συµπληγάδες. Η ποιοτική διάσταση των σηµερινών προβληµάτων είναι αναµφίβολα διαφορετική και σε κάθε στροφή της σύγχρονης πορείας οι εκπλήξεις περισσεύουν. ∆εν είναι πλέον σαν να πορευόµαστε σε έναν κακοτράχαλο δρόµο επιβίωσης, αλλά σαν να είµαστε κοµµάτι ενός βιντεοπαιχνιδιού όπου οι πίστες εναλλάσσονται και τα τέρατα που δηµιούργησε κάποιος προγραµµατιστής είναι εικονικά αλλά επικίνδυνα.
Είναι πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι µοιάζει να επιστρέφουµε στο σκοτεινό παρελθόν διατηρώντας την αυταπάτη πως η ζωή µας είναι υπερφωτισµένη από φώτα νέας τεχνολογίας. Σε λίγο θα µπορούν να µορφωθούν, όπως και στο παρελθόν, όσοι έχουν χρήµατα και να γιατρευτούν µόνο αυτοί που µπορούν να πληρώσουν. Το κοινωνικό κράτος, αυτό το δικαίωµα και ταυτόχρονα µέτρο πολιτισµού, θα παραδώσει το πνεύµα στους κανόνες συναλλαγής. Στη θέση της ανθρωπιάς και των απαιτήσεων µπαίνουν ο κοινωνικός αυτοµατισµός και ο άνθρωπος που εκπαιδεύεται να σηκώνει το δάχτυλο στον συνάνθρωπό του. Το µέλλον αβέβαιο και εµείς µπερδεµένοι.
Επιβιώσαµε στην εποχή των σπηλαίων, στον Μεσαίωνα και στις εποχές των αιµατηρών πολέµων. Θα επιβιώσουµε τώρα; Κανένας δεν µπορεί να γνωρίζει.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και λογικό ον και ίσως σεβαστεί αυτή την ιδιότητά του περισσότερο από την απληστία. ∆εν υπάρχουν µαγικές συνταγές, όπως δεν υπάρχει ούτε αυτόµατη λύση. Κάθε εποχή συµπυκνώνει τους συσχετισµούς και τις εξελίξεις που την όρισαν. Το ίδιο συµβαίνει και σήµερα, απλώς δεν µπορούµε να το καταλάβουµε γιατί είµαστε και οι ίδιοι κινούµενη µάζα µέσα στην αέναη κοσµική και κοινωνική κίνηση.
Το φύλλο του Documento που κρατάτε σήµερα στα χέρια σας έχει τον αριθµό 400. Σε αυτό οφείλονται η φιλοσοφική ροπή και ο στοχασµός. Σε αυτό οφείλεται και το συµπέρασµα πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να ανησυχεί µαστιγώνοντας τα κύµατα και τον εαυτό του. Είναι πιο χρήσιµο να µαθαίνει και να κρίνει. Να έχει τα µάτια του ανοιχτά. Τα µάτια σας λοιπόν 400. Πιστεύω ότι συµβάλλουµε µε τα δικά µας 400 (τεύχη).
Το γνωστό «ω µε συγχωρείτε, ήταν τυχαίο», «τυχαίο αλλά ωραίο» που έλεγε και ο ∆ηµήτρης Παπαµιχαήλ δεν ισχύει ούτε στον ελληνικό κινηµατογράφο. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, τίποτε δεν συµβαίνει ερήµην µας. Ακόµη κι αυτά που λειτουργούν ως υπόγεια ρεύµατα στη ζωή αφήνουν τον κυµατισµό τους από τον οποίο µπορούν να γίνουν αντιληπτά.
Τις περισσότερες φορές το ερώτηµα είναι αν θέλεις να δεις όσα συµβαίνουν. Οσο κλείνεις τα µάτια για να αφεθείς στο υποτιθέµενο όνειρο τόσο τοκίζεται η πραγµατικότητα, ενώ ταυτόχρονα χάνεις τη δυνατότητα να κρίνεις. Ισχύει στην κοινωνική ζωή, στον έρωτα, ισχύει και στην πολιτική.
Το πιο σηµαντικό που µας µαθαίνει η Ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι τελικώς δεν µαθαίνουν από την Ιστορία. Προτιµούν να περιφέρονται στο εφήµερο, να παραδίνονται σε µια αστήρικτη παραδοχή ότι όλα θα γίνουν καλύτερα και να εξαιρούν τον εαυτό τους από την ευθύνη.
Υπάρχει ένας παραλογισµός στη σύγχρονη κοινωνία. Θεωρητικά είναι η πιο ενηµερωµένη από κάθε άλλη στο παρελθόν, καταναλώνοντας πρωτοφανή όγκο πληροφοριών. Ο πλούτος που παράγεται παγκοσµίως είναι ικανός να τη θρέψει χωρίς προβλήµατα. Η επιστήµη έχει καταφέρει να δώσει απαντήσεις σε πολλά από τα προβλήµατα της ανθρώπινης ύπαρξης και να αυξήσει το προσδόκιµο ζωής του ανθρώπου. Ενώ όµως υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο άνθρωπος συµπεριφέρεται σαν να µη γνωρίζει τι συµβαίνει γύρω του. Υπάρχουν δισεκατοµµύρια άνθρωποι στον πλανήτη που πεινάνε ενώ µια δράκα πλούσιων συγκεντρώνει στα χέρια της τον παγκόσµιο πλούτο. Οσο για τη γνώση που παρέχει η επιστήµη, µπορεί να ακυρωθεί από δηµοσιεύµατα στο διαδίκτυο που αναπαράγουν θεωρίες συνωµοσίας και µιλάνε για την εξάρτηση του καθενός µας όχι από τη γνώση αλλά από τα… άστρα.
Το άρθρο που διαβάζετε τώρα θα συγκεντρώσει µόλις κλάσµα αναγνώσεων σε σχέση µε άλλο άρθρο µε τίτλο «Πώς θα βρεις τον ιδανικό άντρα ή γυναίκα», αν και όλοι γνωρίζουν ότι το ιδανικό όχι µόνο δεν υπάρχει, αλλά ακόµη και αν υπήρχε θα ήταν διαφορετικό για τον καθένα µε βάση τα κριτήριά του.
Ο παραλογισµός µοιάζει να καταλαµβάνει κάθε έκφραση της ζωής µας. Εκείνος που διαµαρτύρεται για την αδικία µπορεί να χαρακτηριστεί αγενής και τοξικός. Ως πρότυπο αναδεικνύεται ο συµπαθής αλλά χωρίς µέλλον άνθρωπος, που έλεγε ο Ντοστογέφσκι. Η αποδοχή και η παθητικότητα γίνονται τόσο µεγαλύτερες όσο περισσότερα γίνονται τα ερεθίσµατα για να υπάρξει το αντίθετο.
Ενα πεινασµένο ζώο στον δρόµο ενεργοποιεί το συναίσθηµα αλλά ο πεινασµένος άνθρωπος θεωρείται κυνικά υπεύθυνος για την τύχη του. Το χρώµα, η εθνική καταγωγή, η θρησκεία, οι συνήθειες γίνονται, παρά το φρικιαστικό δίδαγµα του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, λόγος διαχωρισµού των ανθρώπων, ενώ δηµιουργούνται νέες διακρίσεις από αυτούς που θεωρητικά τις αντιµάχονται, µε βάση την εγωπαθή εµµονή που βαφτίζεται κίνηµα γιατί «έτσι είµαι, έτσι θέλω και έτσι είναι».
Ο άνθρωπος καταστρέφει τη ζωή στον πλανήτη και φυσικά τη δική του ζωή, αλλά τον ανησυχεί περισσότερο ο ιδιωτικός του χώρος, σαν να πρόκειται για άλλον πλανήτη πάνω στον οποίο θα διαπρέψει και θα διασωθεί. Η κοινωνική ανησυχία δαιµονοποιείται προς όφελος της αποχαύνωσης και της ιδεατής αλλά ανύπαρκτης ησυχίας.
Σε µια απαισιόδοξη θεώρηση (σαν αυτές µε τις οποίες η κάθε γενιά αποδίδει στις επόµενες το κακό και το επικείµενο τέλος του κόσµου) δεν υπάρχουν πουθενά ελπίδα και σωτηρία. Οδεύουµε προς το χειρότερο, µε τον χειρότερο τρόπο. Ωστόσο η ανθρωπότητα από την ηµέρα της δηµιουργίας της ζούσε τις σπαρακτικές της αντιθέσεις και προβλήµατα που η κάθε γενιά είναι αδύνατον να φανταστεί για τις προηγούµενες. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 και όχι του Μεσαίωνα οι πατεράδες µας περπατούσαν χιλιόµετρα για να πάνε να καλλιεργήσουν το χωράφι και δούλευαν νύχτα µε νύχτα. Η επιβίωση δεν ήταν εξασφαλισµένη και δεδοµένη. Οι γιαγιάδες µας γεννούσαν πέντε παιδιά για να επιβιώσουν τα δύο. Πάντα πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων υπήρχε και σκότος και φως που εναλλάσσονταν.
Πρακτικά δείχνουµε να βιώνουµε τις δικές µας αντιφάσεις και αντιθέσεις, φροντίζοντας ίσως να τις ξεχνάµε γιατί ελπίζουµε ότι έτσι εξαφανίζονται. ∆εν είναι όµως η πρώτη φορά που η υφήλιος περνά από τις συµπληγάδες. Η ποιοτική διάσταση των σηµερινών προβληµάτων είναι αναµφίβολα διαφορετική και σε κάθε στροφή της σύγχρονης πορείας οι εκπλήξεις περισσεύουν. ∆εν είναι πλέον σαν να πορευόµαστε σε έναν κακοτράχαλο δρόµο επιβίωσης, αλλά σαν να είµαστε κοµµάτι ενός βιντεοπαιχνιδιού όπου οι πίστες εναλλάσσονται και τα τέρατα που δηµιούργησε κάποιος προγραµµατιστής είναι εικονικά αλλά επικίνδυνα.
Είναι πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι µοιάζει να επιστρέφουµε στο σκοτεινό παρελθόν διατηρώντας την αυταπάτη πως η ζωή µας είναι υπερφωτισµένη από φώτα νέας τεχνολογίας. Σε λίγο θα µπορούν να µορφωθούν, όπως και στο παρελθόν, όσοι έχουν χρήµατα και να γιατρευτούν µόνο αυτοί που µπορούν να πληρώσουν. Το κοινωνικό κράτος, αυτό το δικαίωµα και ταυτόχρονα µέτρο πολιτισµού, θα παραδώσει το πνεύµα στους κανόνες συναλλαγής. Στη θέση της ανθρωπιάς και των απαιτήσεων µπαίνουν ο κοινωνικός αυτοµατισµός και ο άνθρωπος που εκπαιδεύεται να σηκώνει το δάχτυλο στον συνάνθρωπό του. Το µέλλον αβέβαιο και εµείς µπερδεµένοι.
Επιβιώσαµε στην εποχή των σπηλαίων, στον Μεσαίωνα και στις εποχές των αιµατηρών πολέµων. Θα επιβιώσουµε τώρα; Κανένας δεν µπορεί να γνωρίζει.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και λογικό ον και ίσως σεβαστεί αυτή την ιδιότητά του περισσότερο από την απληστία. ∆εν υπάρχουν µαγικές συνταγές, όπως δεν υπάρχει ούτε αυτόµατη λύση. Κάθε εποχή συµπυκνώνει τους συσχετισµούς και τις εξελίξεις που την όρισαν. Το ίδιο συµβαίνει και σήµερα, απλώς δεν µπορούµε να το καταλάβουµε γιατί είµαστε και οι ίδιοι κινούµενη µάζα µέσα στην αέναη κοσµική και κοινωνική κίνηση.
Το φύλλο του Documento που κρατάτε σήµερα στα χέρια σας έχει τον αριθµό 400. Σε αυτό οφείλονται η φιλοσοφική ροπή και ο στοχασµός. Σε αυτό οφείλεται και το συµπέρασµα πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να ανησυχεί µαστιγώνοντας τα κύµατα και τον εαυτό του. Είναι πιο χρήσιµο να µαθαίνει και να κρίνει. Να έχει τα µάτια του ανοιχτά. Τα µάτια σας λοιπόν 400. Πιστεύω ότι συµβάλλουµε µε τα δικά µας 400 (τεύχη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου