Τετάρτη, Ιουλίου 17, 2024
Κίνδυνος για ευρωπαϊκή καταδίκη της χώρας μας από τη νέα διάταξη Φλωρίδη για την ηχογράφηση των δικών Η νέα διάταξη Φλωρίδη επιβεβαιώνει την προσπάθεια εκφασισμού των διαδικασιών που ακολουθούνται στους κόλπους της δικαιοσύνης.
Eurokinissi | Γιώργος Κονταρίνης
Ειδικός Συνεργάτης
Πολύ μελάνι χύθηκε για το πως η νέα διάταξη Φλωρίδη επιχειρεί να παρακωλύσει τους δημοσιογράφους και τα παρατηρητήρια δικών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και του έργου τους. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες έχουν δημοκρατικά αντανακλαστικά, έχουν αντιληφθεί το διακύβευμα από την θέσπιση μίας τέτοιας διάταξης, σε αυτό το ύποπτο χρονικό διάστημα, όπου εκκρεμεί μία σειρά δικών δημοσίου ενδιαφέροντος.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 3090/2002, όπως ίσχυε πριν αυτό τροποποιηθεί, «Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. ... Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. α' και 2 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) έως διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.».
Πλέον, η διάταξη αυτή έχει τροποποιηθεί και έχει ως εξής: «Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.».
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων, η οποία είχε αποτυπωθεί μέχρι την τροποποίηση της διάταξης, είχε κριθεί ότι δεν συνιστά αδίκημα η ηχογράφηση της δίκης, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν ρητά μεταξύ των απαγορεύσεων, παρά μόνον η μαγνητοσκόπηση αυτής. Έτσι, όσοι είχαν καταληφθεί να ηχογραφούν ποινικές ή αστικές δίκες, είτε είχαν απαλλαγεί, είτε είχε τεθεί στο αρχείο η υπόθεση, ελλείψει αδικήματος.
Πλέον, η νέα διάταξη απαγορεύει κάθε ειδους αποτύπωση της δίκης, με μία ευρεία μάλιστα έκταση, συμπεριλαμβάνοντας την γενική διατύπωση «καθ’ οιονδήποτε τρόπο».
Το πλέον προβληματικό είναι ότι οι ποινικές δίκες μαγνητοφωνούνται αποκλειστικά σε συγκεκριμένα σημεία τους, βάσει ΦΕΚ, δηλαδή κατά την κατάθεση των μαρτύρων και την απολογία των κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να υπάρχει παραποίηση των πρακτικών ή ελλιπής τήρησή τους.
Εξάλλου, η διάταξη αυτή ισχύει κατ’ αναλογία και για διοικητικά όργανα, η τήρηση των πρακτικών των οποίων σε πολλές περιπτώσεις δεν ηχογραφείται επίσημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραποίησή τους.
Έμπειροι νομικοί κύκλοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, αφενός λόγω της θέσπισης της εν λόγω διάταξης, αφετέρου λόγω του ευρύτατου πλαισίου δυνατότητας αξιοποίησής της από τα ελληνικά δικαστήρια, και διατυπώνουν τις επιφυλάξεις τους για την συμβατότητά της με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., γνωστή ως Sofia Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, που αφορούσε στην προσφυγή της δημοσιογράφου και ανταποκρίτριας δικαστικών υποθέσεων, για το πορτογαλικό τηλεοπτικό κανάλι SIC (Sociedade Independente de Comunicacao S.A.), η οποία είχε τιμωρηθεί από τα δικαστήρια της χώρας της, επειδή είχε δημοσιοποιήσει περιεχόμενα των πρακτικών μίας δίκης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι είχε παραβιαστεί η ελευθερία της έκφρασής της και κατέληξε στην τιμωρία της Πορτογαλίας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι «δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι υποθέσεις που εξετάζουν τα δικαστήρια δεν μπορούν πριν ή ακόμη και κατά τη διάρκειά της εξέτασής τους, να συζητηθούν σε άλλα μέρη, είτε στο πλαίσιο ειδικευμένων περιοδικών, είτε στον γενικό Τύπο ή από το ίδιο το κοινό. Δεν είναι μόνο αποστολή του Τύπου να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, καθόσον το κοινό έχει επίσης δικαίωμα να τις λαμβάνει. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του καθενός σε μία δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κάτι το οποίο, στην ποινική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο (Tourancheau και July, ο.π., παρ. 66) . Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη σημειώσει, «οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν άρθρα σχετικά με εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες πρέπει να το θυμούνται, καθώς τα όρια του αποδεκτού σχολιασμού δεν μπορούν να επεκταθούν και σε δηλώσεις που ενδέχεται, εσκεμμένως ή όχι, να ελαττώσουν τις πιθανότητες για ένα πρόσωπο να επωφεληθεί μίας δίκαιης δίκης ή να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού σχετικά με τον ρόλο των δικαστηρίων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (ibidem, Worm, ο.π., § 50, Campos Damaso κατά Πορτογαλίας, no 17107/05, § 31, 24 Απριλίου 2008, Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, no 28439/08, § 33, 28 Ιουνίου 2011, και Ageyevy κατά Ρωσίας, no 7075/10, §§ 224-225, 18 Απριλίου 2013)».
Πρέπει να σημειωθεί ότι αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπεριφοράς της εν λόγω δημοσιογράφου ήταν η αυτούσια παράθεση αποσπασμάτων από τις ηχογραφήσεις της ακρόασης μαρτύρων εντός του δικαστηρίου. Όπως επί λέξει αναφέρεται στην υπ’αριθμ. 48718/11 απόφαση κατά της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας «Καλύπτοντας πλάνα της αίθουσας του ακροατηρίου, στο οποίο συνεδρίασε δημόσια το δικαστήριο της de Sintra, το ρεπορτάζ μετέδιδε, επίσης, αποσπάσματα ηχογραφήσεων της ακρόασης στο ίδιο το δικαστήριο, συνοδευόμενα από υπότιτλους, ιδίως δε την εξέταση ενός μάρτυρα κατηγορίας και δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Για την αναμετάδοση των εν λόγω αποσπασμάτων, οι φωνές των τριών δικαστών που απαρτούσαν το τμήμα του δικαστηρίου, καθώς και εκείνες των μαρτύρων, είχαν παραμορφωθεί. Η Προσφεύγουσα συνόδευε τα εν λόγω αποσπάσματα με σχόλιά της, με σκοπό να αποδειχθεί ότι ο κος Ε είχε καταδικασθεί παρά το γεγονός ότι κανένα θύμα δεν τον είχε αναγνωρίσει και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστήριζε ότι την ώρα που διενεργήθηκε η εν λόγω κλοπή εργαζόταν.».
Ο κίνδυνος καταδίκης της χώρας μας από το Ε.Δ.Δ.Α. σε περίπτωση προσφυγής δημοσιογράφων ή εκπροσώπων παρατηρητηρίων δικών, είναι πραγματικά υπαρκτός και μεγάλος. Η γενική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 3090/2002 και το εκπεμπόμενο μήνυμα, να μην αναμεταδίδονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο πληροφορίες, που αφορούν σε εν εξελίξει δίκες, και να τιμωρείται μάλιστα η τεχνολογική αποτύπωση των διαδραματιζόμενων εντός μίας δικαστικής αίθουσας, ακόμη και χωρίς αυτούσια χρήση αυτών, αφενός παραβιάζουν ανεπίτρεπτα την ελευθερία της έκφρασης, αφετέρου εγκυμονούν κινδύνους για την διαφάνεια των δικών, εμποδίζοντας την ανάδειξη τυχόν δικαστικών αυθαιρεσιών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η χώρα μας βρίσκεται στην 107η θέση στην κατάταξη των χωρών για την ελευθερία του Τύπου και πλέον η νέα διάταξη Φλωρίδη επιβεβαιώνει την προσπάθεια εκφασισμού των διαδικασιών που ακολουθούνται στους κόλπους της δικαιοσύνης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου