Με επικοινωνιακά τεχνάσματα η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα μετά τα απανωτά ηλεκτροσόκ σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά μέσα σε μόλις ένα μήνα
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε πρωτοβουλία για τις τιμές του ρεύματος, έλεγαν την περασμένη εβδομάδα τα ρεπορτάζ του Μαξίμου. Με δυο λόγια ο πρωθυπουργός είδε το φως το αληθινό, κατάλαβε ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν ξεφύγει και αποφάσισε να επιβάλει έκτακτο φόρο στα έσοδα των ηλεκτροπαραγωγών από φυσικό αέριο για το διάστημα 1 Ιουλίου – 30 Σεπτεμβρίου, καθώς εκείνοι επωφελούνται από τις μεγάλες αυξήσεις της χονδρεμπορικής τιμής.
Ετσι, το βράδυ της περασμένης Τρίτης ο Μητσοτάκης βγήκε στον Σκάι, μας είπε ότι τις τελευταίες δέκα μέρες υπάρχει τεράστια άνοδος των τιμών στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που «δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη μέχρι την Ουγγαρία και τις χώρες με τις οποίες είμαστε ηλεκτρικά διασυνδεμένοι». Επειδή όμως αναγνώρισε ότι «η χονδρεμπορική τιμή δημιουργεί στην κυριολεξία ουρανοκατέβατα κέρδη για τους παραγωγούς με φυσικό αέριο» και «για να μη δουν αυξήσεις οι πολίτες», η κυβέρνηση θα επιβάλει έκτακτο τέλος στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο υπέρ του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης και θα χρησιμοποιήσει τα έσοδα για να επιδοτήσει τους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών για τον Αύγουστο. «Ετσι θα έχουμε τον Αύγουστο που δουλεύουν φουλ τα κλιματιστικά λογικές τιμές» κατέληξε.
«Ράλι» στις τιμές
Το πρωί της Τετάρτης βγήκε και ο υπουργός Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης και ανακοίνωσε ότι θα δοθούν οριζόντιες επιδοτήσεις για τον μήνα Αύγουστο σε όλα τα νοικοκυριά που έχουν κυμαινόμενα τιμολόγια, δηλαδή πράσινα και κίτρινα, με όριο κατανάλωσης ως 500 κιλοβατώρες, με υψηλότερες επιδοτήσεις για τα κοινωνικά τιμολόγια συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Πρόσθεσε όμως ότι δεν γνωρίζει το μέγεθος των επιδοτήσεων οι οποίες θα δοθούν και ότι αυτό θα αποφασιστεί στο τέλος Ιουλίου, ανάλογα με τα έσοδα από το τέλος που θα επιβληθεί στους παραγωγούς.
Βεβαίως, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι τιμές του ρεύματος κινούνται ανοδικά εδώ και τρεις μήνες. Χαρακτηριστικά, με βάση τις τιμές που ανακοίνωσαν οι εταιρείες την 1η Ιουλίου για το πράσινο τιμολόγιο η μέση τιμή της κιλοβατώρας βρίσκεται αυτό τον μήνα στα 16,6 λεπτά έναντι 10,30 λεπτών τον Μάιο – έχει πάρει δηλαδή αύξηση πάνω από 50% σε ένα δίμηνο. Παρ’ όλα αυτά μέχρι πριν από λίγες μέρες ο Θόδ. Σκυλακάκης υποστήριζε ότι η άνοδος των τιμών του ρεύματος το καλοκαίρι είναι η νέα κανονικότητα και πρέπει να προσαρμοστούμε, ενώ το ίδιο πρωί της μέρας που ο Μητσοτάκης έκανε τις εξαγγελίες του στον Σκάι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης έλεγε ότι η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος βρίσκεται στα προ κρίσης επίπεδα και δεν χρειάζεται κυβερνητική παρέμβαση. Γιατί έπιασε ξαφνικά το Μαξίμου ο πόνος για τους καταναλωτές;
Πιθανόν επειδή η κυβέρνηση συσσώρευσε πολλά φιάσκα σε βάρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων με το ρεύμα μέσα σε λίγες μέρες και κάποιος συμβούλεψε ότι επείγει να γίνουν διορθωτικές κινήσεις, έστω επικοινωνιακού χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είναι πια το «σαραντατακατό» αλλά το «εικοσιτακατό»…
Πρώτα οι μικρομεσαίοι
Πρώτο ήταν το φιάσκο της επιστροφής των ενεργειακών επιδοτήσεων από τους μικρομεσαίους – το ανέδειξε πριν από δύο βδομάδες το Documento. Η υπόθεση αφορά τις ενεργειακές επιδοτήσεις ύψους 800 εκατ. ευρώ που είχε δώσει το 2022 η κυβέρνηση προς 1,2 εκατ. μικρομεσαίες επιχειρήσεις χωρίς την έγκριση των Βρυξελλών. Το 2023 οι Βρυξέλλες αποφάνθηκαν ότι οι επιδοτήσεις ήταν παράνομες και έπρεπε να επιστραφούν, αλλά η κυβέρνηση το κράτησε επτασφράγιστο μυστικό κι έβγαλε υπουργική απόφαση για την επιστροφή τους στις 10 Ιουνίου, την αμέσως επόμενη μέρα των ευρωεκλογών. Ετσι εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις άρχισαν από τα τέλη Ιουνίου να λαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος, με τους οποίους καλούνταν να επιστρέψουν άμεσα τις επιδοτήσεις που είχαν πάρει δύο χρόνια πριν, τη στιγμή που είχαν να αντιμετωπίσουν και νέες αυξήσεις στο ρεύμα.
Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε τεράστιο κύμα αντιδράσεων από τις ενώσεις των μικρομεσαίων. Επιχειρώντας να απαντήσει στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε λόγο για πολιτικό εμπαιγμό σε βάρος των πολιτών, ο Θόδ. Σκυλακάκης ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση δεν καθυστέρησε τις ανακοινώσεις επίτηδες – για να μη χάσει ψήφους αλλά «λόγω της ελληνικής γραφειοκρατίας», ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε κάτι σαν «έλα μωρέ, πώς κάνετε έτσι για 200 ευρώ που πρέπει να επιστρέψει ο κάθε επαγγελματίας». Λίγες μέρες αργότερα ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου δημοσίευσε λογαριασμούς επαγγελματιών που έδειχναν ότι ο λογαριασμός είναι πολύ μεγαλύτερος και χιλιάδες επιχειρήσεις καλούνται να επιτρέψουν ποσά από 500 ως και 3.000 ευρώ. Η οργή ξεχείλισε…
Μετά ήρθε το ειδικό τέλος
Ακολούθησε δεύτερο φιάσκο με το τέλος ΕΤΜΕΑΡ, το λεγόμενο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων, από το οποίο πληρώνονται οι ηλεκτροπαραγωγοί των ΑΠΕ. Ειδικότερα, πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως σύμφωνα με ενημέρωση του ΔΕΔΔΗΕ χιλιάδες εμπορικές και τουριστικές επιχειρήσεις είχαν πληρώσει μειωμένο το τέλος ΕΤΜΕΑΡ την περίοδο 2019-20 ενώ δεν δικαιούνταν έκπτωση και έπρεπε να το πληρώσουν αναδρομικά. Το ποσό της αναδρομικής χρέωσης ανερχόταν σε 130 εκατ. ευρώ και αν η υποχρέωση καταβολής ΕΤΜΕΑΡ χωρίς εκπτώσεις επεκτεινόταν στην περίοδο 2021-24 θα έφτανε τα 600 εκατ. ευρώ.
Τελικά, ενώ επί μέρες πηγές του ΥΠΕΝ δήλωναν ότι το υπουργείο προσανατολίζεται στην επιστροφή του λάθος υπολογισμένου μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ σε 60 μηνιαίες δόσεις –μετά την αποπληρωμή βεβαίως της επιστροφής των επιδοτήσεων– την περασμένη Τετάρτη ο Θόδ. Σκυλακάκης, μαζί με τις επιδοτήσεις στο ρεύμα για τον Αύγουστο, ανακοίνωσε ότι δεν θα υπάρξει κανενός είδους επιστροφή του ΕΤΜΕΑΡ και ότι το κόστος θα καλυφθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τρίτο και φαρμακερό…
Και το τρίτο φιάσκο ήταν η καλπάζουσα άνοδος της τιμής της χονδρεμπορικής τον Ιούλιο την οποία μέχρι το περασμένο Σαββατοκύριακο η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι δεν την έβλεπε. Την ανακάλυψε όμως όταν έγινε γνωστό ότι η αρμόδια ρυθμιστική αρχή ξεκίνησε έρευνα για να διαπιστώσει σε τι οφείλονται οι ακραίες διακυμάνσεις των τιμών που παρατηρούνται μέσα σε ένα 24ωρο (π.χ. το μεσημέρι η ενέργεια από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας [ΑΠΕ] τιμολογείται στα 50 ευρώ η μεγαβατώρα και το βράδυ η ενέργεια που δίνουν οι παραγωγοί του φυσικού αερίου τιμολογείται στα 700 ευρώ, δηλαδή ως και 14 φορές πάνω), οι οποίες οδηγούν σε καλπάζουσα αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής τις τελευταίες μέρες – ως γνωστόν θα πληρώσουν τον Αύγουστο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Ενδεχομένως να ήταν και αδύνατον πλέον να συνεχίσει να παριστάνει τη στρουθοκάμηλο, αφού την τελευταία εβδομάδα η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος ξεπέρασε τα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αν όμως τον Ιούλιο με χονδρεμπορική τιμή Ιουνίου στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, οι εταιρείες έδωσαν στα νοικοκυριά μεσοσταθμική τιμή για το ρεύμα 16,6 λεπτά την κιλοβατώρα, δεν θα δώσουν τον Αύγουστο τιμή πάνω από τα 25 λεπτά τουλάχιστον; Αυτές είναι όμως τιμές ενεργειακής κρίσης –αυτό προφανώς συνειδητοποίησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και άλλαξε ρητορική– υιοθετώντας περιορισμένα μέτρα.
Δεν είδε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κερδοσκοπία…
Το 2022, όταν οι τιμές του ρεύματος κάλπαζαν ανεξέλεγκτα, η κυβέρνηση απέδιδε τις αυξήσεις στην καλπάζουσα άνοδο των ευρωπαϊκών τιμών φυσικού αερίου και στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Κι όταν τον περασμένο Μάιο άρχισαν ξανά να ανεβαίνουν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, ο Θόδ. Σκυλακάκης είπε πως φταίει το ότι για πολλές μέρες δεν φύσαγε, οπότε δούλεψαν περισσότερο οι μονάδες με φυσικό αέριο και ανέβασαν τις τιμές.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχει ήλιο, φυσάει και οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου βρίσκονται χαμηλά, επομένως γιατί ανεβαίνουν οι τιμές της ενέργειας;
Το βασικό πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι οι ΑΠΕ, δηλαδή ο ήλιος και ο αέρας δίνουν ενέργεια μόνο την ημέρα, σε χαμηλές τιμές βεβαίως, οπότε μόλις βραδιάζει, αλλά υπάρχει ακόμη υψηλή ζήτηση λόγω ζέστης, τη ζήτηση αυτή καλύπτουν οι μονάδες του φυσικού αερίου, που επειδή έχουν τη δυνατότητα και τους επιτρέπεται ανεβάζουν τις τιμές ως και 14 φορές πάνω – οπότε η χονδρεμπορική τιμή της κάθε μέρας που βγαίνει ως μέσος όρος κινείται ολοένα ψηλότερα.
Αυτή η σκανδαλώδης διαφορά οδήγησε στην έρευνα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) που επιδίωκε συγκεκριμένα να διαπιστώσει αν οι ακραίες διακυμάνσεις αυτές των τιμών –είχαν καταγραφεί μόνο επί ενεργειακής κρίσης– οφείλονται σε κερδοσκοπικές κινήσεις των παραγωγών φυσικού αερίου.
Την περασμένη Τρίτη ωστόσο, λίγες ώρες πριν από την εμφάνιση Μητσοτάκη στον Σκάι, από το υπουργείο Ενέργειας άρχισε να διαρρέεται δεξιά και αριστερά πως δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι οι παραγωγοί φυσικού αερίου παίζουν κερδοσκοπικά παιχνίδια και ότι το πρόβλημα είναι, λέει, εξωγενές: προκύπτει από τις τεράστιες ανάγκες για εισαγωγές ενέργειας στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, όπου άλλωστε οι τιμές είναι υψηλότερες από της Ελλάδας, παρεμβαίνουν και κάποιοι ξένοι traders και το πράγμα ξεφεύγει.
Καθώς το Documento παραμένει –για ευνόητους λόγους– δύσπιστο απέναντι σε αυτά τα σενάρια που δεν βλέπουν ευθύνη του ολιγοπωλίου των παραγωγών ενέργειας με φυσικό αέριο στη μεγάλη άνοδο των τιμών, ρώτησε τον ειδικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών Σωτήρη Πέτρου που έχει εξειδίκευση στα οικονομικά και στο δίκαιο των ενεργειακών αγορών αν αυτό μπορεί να ισχύει:
Μπορεί, μας απάντησε. «Είναι γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό υπάρχει πρόβλημα με τις διασυνδέσεις Ελλάδας – Ιταλίας και Ελλάδας – Βουλγαρίας γιατί κάνουν συντήρηση στις γραμμές οπότε περνάει προς βορρά λιγότερη ενέργεια από την επιθυμητή. Ισχύει επίσης ότι παράγοντες των ξένων αγορών μπορούν να ανεβάσουν τις ελληνικές τιμές επειδή οι αγορές είναι διασυνδεμένες. Ομως στο κέντρο του προβλήματος παραμένει το ότι έχουμε ολιγοπώλιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μπορούν να λειτουργούν ως καρτέλ και να ανεβάζουν όσο θέλουν τις τιμές. Η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ είναι ότι πηγαίνουμε ολοταχώς στις ΑΠΕ που δεν αποδίδουν ρεύμα όλο το 24ωρο. Δεν βλέπουμε όμως τους μεγάλους παραγωγούς ΑΠΕ που είναι οι ίδιοι και παραγωγοί φυσικού αερίου να βοηθάνε λίγο κάνοντας κάποιες κινήσεις για αποθήκευση ενέργειας, έστω με τις τρέχουσες τεχνολογικές δυνατότητες, ώστε να λυθεί το πρόβλημα της διακοπτόμενης παραγωγής. Αντίθετα, τους βλέπουμε να σπεύδουν με τις μονάδες φυσικού αερίου στην αγορά εξισορρόπησης και να αυξάνουν τις τιμές αυξάνοντας τα κέρδη τους. Χωρίς τα υδροηλεκτρικά των σκανδιναβικών χωρών ή τα πυρηνικά εργοστάσια που έχουν η Γερμανία και η Γαλλία, η χώρα πληρώνει την επιλογή της βίαιης απολιγνιτοποίησης που έκανε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με υψηλές τιμές ενέργειας».
Την περασμένη Πέμπτη έκανε και κάτι άλλο η κυβέρνηση, αν και στα μουλωχτά. Εβαλε μπροστά έξι λιγνιτικές μονάδες, ανεβάζοντας τη συμμετοχή του λιγνίτη στην εθνική ηλεκτροπαραγωγή στο 12%. Αποτέλεσμα; Η τιμή της μεγαβατώρας στη χονδρεμπορική αγορά να πέσει μέσα σε μία μέρα κατά 30%, από τα 218,77 ευρώ (17.7.24) στα 153,95 ευρώ (18.7.2024)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου