Το 1980 μετακομίσαμε στη νεόδμητη πολυκατοικία στο Μαρούσι, ένα τετράγωνο κάτω από την οδό Λεμονά, η οποία βρίσκεται δίπλα στο ρεματάκι που πήρε φωτιά πριν μερικές μέρες...
Το διαμέρισμά μας, παρόλο που ήταν στον πρώτο όροφο, ήταν βορειοανατολικό και τα μπαλκόνια είχαν θέα στην καταπράσινη Πεντέλη, το βουνό στο οποίο ο τετράχρονος εαυτός μου ανυπομονούσε να σκαρφαλώσει έως την κορφή για να αγγίξει εκείνα τα περίεργα λευκά πιάτα που σύντομα έμαθε πως τα έλεγαν ραντάρ.Το επόμενο καλοκαίρι, θυμάμαι να έχουμε ανέβει όλοι –γονείς και παιδιά– στην ταράτσα της πολυκατοικίας το για να δούμε τους πρωτόγνωρους στα μάτια μου χρωματισμούς της φωτιάς που κατευθυνόταν σταθερά και απειλητικά προς το μέρος μας. Είχαμε όλοι σαστίσει…
Κάποιοι πατεράδες πήραν τα αυτοκίνητα και πήγαν να ενημερωθούν από τα μπλόκα της Δασικής Υπηρεσίας. Επέστρεψαν. Τα νέα δεν ήταν καλά. Η φωτιά είχε κατέβει χαμηλά στη Νέα Πεντέλη και κατευθυνόταν προς τα Μελίσσια. Έπρεπε να είμαστε σε ετοιμότητα. Κάποιοι είχαν ξεκινήσει να φορτώνουν τα αυτοκίνητά τους.
Η πυρκαγιά του ’81 ξεκίνησε στο δάσος Κοκκιναρά Κηφισιάς, συνέχισε στη βόρεια πλευρά του βουνού και μετά κινήθηκε νότια από τον αυχένα της Μπύριζας καίγοντας ένα κομμάτι της νότιας πλευράς, αυτής που βλέπαμε από την ταράτσα της πολυκατοικίας. Το μέτωπο πέρασε τα Μελίσσια, έφτασε στα βόρεια όρια του Αμαρουσίου αλλά έστριψε αριστερά στο ρέμα, πέρασε τα Βριλήσσια και σταμάτησε στα σύνορα με το Χαλάνδρι.
Περίπου 20.000 στρέμματα, κυρίως πευκοδάσους, είχαν γίνει στάχτη, αλλάζοντας για πάντα τη θέα του βουνού απ’ το μπαλκόνι του διαμερίσματος μας στο Μαρούσι.
Με τα χρόνια η Πεντέλη, ειδικότερα το νότιο τμήμα της, μετατράπηκε σε ένα «φαλακρό βουνό» από τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές πριν φυσικά μετατραπεί σταδιακά σε ένα γκριζόλευκο –από τις νέες κατοικίες– φόντο με καφέ, πράσινες και γαλάζιες αποχρώσεις – από τις κεραμοσκεπές, τους κήπους και τις πισίνες κάποιων από αυτών των κατοικιών.
Τη δεκαετία του 2000, αυτός ο προβλέψιμος χρωματικός συνδυασμός επεκτάθηκε σταδιακά και στην πίσω πλευρά του βουνού.
Σήμερα, έχει επεκταθεί όπου μπορεί και επιμένει να σκαρφαλώνει στα αποψιλωμένα από δέντρα και βλάστηση ρέματα και πλαγιές.
Υπήρξε όμως ένα διάλειμμα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που κράτησε κάποια χρόνια. Τότε ήταν που η ελπίδα της αναγέννησης του δάσους επανήλθε…
Θυμάμαι τα μικρά πεύκα που ξεπετάγονταν λίγο μετά την ανηφορική στροφή του 414 Στρατιωτικού Νοσοκομείου, την έντονη δροσιά λίγο πριν την καταπράσινη κατηφόρα στον Άγιο Πέτρο και την παραδοσιακή στάση στο «Πανόραμα» για να πάρουμε μπανάνες από τον πλανόδιο με το Datsun πριν συνεχίσουμε τη διαδρομή μας για το Γραμματικό.
Θυμάμαι τα πικνίκ με οικογενειακούς φίλους στο αγαπημένο «Καραούλι», τις πεζοπορίες στους γύρω λόφους και τις χαιρετούρες με τα παιδιά της Δασικής Υπηρεσίας. Και φυσικά, στην επιστροφή, την στάση μετά το «κόκκινο παγκάκι» στην πηγή με το ξύλινο σπιτάκι της Δασικής Υπηρεσίας για να πιούμε νερό και να γεμίσουμε ένα-δυο μπουκάλια για το σπίτι.
Και τελευταίο, το παιχνίδι με το Autobianchi στη θρυλική «κατηφορική ανηφόρα» μεταξύ Πεντέλης και Νέας Μάκρης.
Την τελευταία φορά που πήγα στο πατρικό μου, το βουνό δεν φαινόταν απ’ το μπαλκόνι. Ούτε η αμυγδαλιά υπάρχει.
Η διπλανή μονοκατοικία του παιδικού μου φίλου του Αργύρη έγινε και αυτή πολυκατοικία...
Άγγελος Αλεξόπουλος - NEWS 24/7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου