Τετάρτη, Ιανουαρίου 01, 2025

Οι αρνητικές πρωτιές στην «Ελλάδα 2.0» – Τα στοιχεία που καταρρίπτουν το success story της κυβέρνησης Μητσοτάκη Μικαέλα Σάβα

 



Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να προβάλλει με κάθε τρόπο το δικό της αφήγημα περί δήθεν ραγδαίας ανάπτυξης της οικονομίας και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, οι αριθμοί εκφράζουν την αδυσώπητη αλήθεια. Μελέτες της Eurostat και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) κατακρημνίζουν ανοιχτά το success story της κυβέρνησης πως όλα είναι «καλώς καμωμένα» από την πλευρά της. Αντιθέτως, παρουσιάζουν τη θλιβερή καθημερινότητα των πολιτών που παλεύουν με τα θηρία της ακρίβειας και της φτωχοποίησης. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα για το 2024 καταγράφει σωρεία από «πρωτιές» στην ευρωζώνη έχοντας τους χειρότερους δείκτες σε επίπεδο ακρίβειας, μισθών, τιμών ενοικίων και αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα το κοινωνικό κράτος να κατεδαφίζεται συλλήβδην και η ζωή στην Ελλάδα να μοιάζει τελικά με αέναο αγώνα επιβίωσης, όπου το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν πια συνήθεια.

Σημείο προς σημείο παρατίθενται στη συνέχεια αυτές οι αποκαλυπτικές μελέτες που αντικρούουν τα ψέματα της κυβέρνησης, αποδεικνύοντας έτσι το έρεβος της ελληνικής πραγματικότητας.
Advertisement








Πρωταθλήτρια στο δημόσιο χρέος η Ελλάδα

H Ελλάδα παραμένει με διαφορά η χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος σε όλη την ευρωζώνη και το 2024. Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διατρανώνει με κάθε ευκαιρία πως «το ΑΕΠ αυξάνεται και το δημόσιο χρέος μειώνεται». Ωστόσο, παρά τη μείωση του χρέους κατά 2,1% για το 2023, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και αποκαλύπτουν την αλήθεια, την οποία αποφεύγει επιμελώς η κυβέρνηση.


Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, το χρέος της Ελλάδας για το 2024 βρίσκεται στο 163,6% του ΑΕΠ, αγγίζοντας δηλαδή τα 356 δισ. ευρώ, έχοντας έτσι σημαντική διαφορά από το χρέος της Ιταλίας που φτάνει στο 137% του ΑΕΠ της και βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Κι αυτό γιατί στη γειτονική χώρα η κυβέρνηση έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των επενδύσεων και την αξιοποίηση των εκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσον αφορά τις επενδύσεις, ενώ σε επίπεδο εισαγωγών και εξαγωγών η χώρα μας βρίσκεται στην τρίτη χαμηλότερη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Απόδειξη της τρομακτικής διαφοράς που έχει το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες συνιστά το γεγονός ότι ο μέσος όρος χρέους της ευρωζώνης είναι 88,6% και της Ευρωπαϊκής Ενωσης 81,7%, δηλαδή σχεδόν το μισό από το ελληνικό. Την ίδια στιγμή χώρες με ακόμη πιο ισχνή οικονομία σημειώνουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά, όπως για παράδειγμα η Βουλγαρία όπου το δημόσιο χρέος αγγίζει το 22,6% του ΑΕΠ της και η Εσθονία όπου το ποσοστό είναι 23,6%. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι το υπουργείο Οικονομικών «έπεσε έξω» στις προβλέψεις του, καθώς υποστήριζε πως το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 153,7% για το 2024.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τη Eurostat κινείται και η τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Σε αυτήν αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Παρά την πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση του ποσοστού του χρέους και βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος του δημοσίου την περίοδο 2024-2025, ο βαθμός δημοσιονομικής φερεγγυότητας της οικονομίας παραμένει εύθραυστος και επιρρεπής».


Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το 2009, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν 126,3% του ΑΕΠ, κάτι που εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του δημόσιου χρέους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη καθώς την ίδια στιγμή αποδεικνύεται ότι αυξάνεται με σταθερό ρυθμό παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιωσιμότητά του.
Το 40% του εισοδήματος στο ενοίκιο

Χωρίς φρένο συνεχίζεται η συνεχής αύξηση των ενοικίων προκαλώντας πονοκέφαλο στους ενοικιαστές, οι οποίοι καλούνται να δώσουν μια περιουσία για να έχουν ένα σπίτι να μείνουν. Αυτό επιβεβαιώνεται πάλι από τα στοιχεία της Eurostat, καθώς για το εννεάμηνο του 2024 ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα ενοίκια διαμορφώθηκε στο 7,8% σε σχέση με πέρυσι και ήταν ο μεγαλύτερος σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Ειδικότερα, η αύξηση των ενοικίων για το 2024 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 ήταν 9,7% για τα νέα –έως πέντε ετών– διαμερίσματα και 6,6% για τα παλαιά. Ετσι, περίπου το 26,1% των Ελλήνων δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις πληρωμές για τη στέγαση.

Μάλιστα, η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που επιβαρύνονται υπερβολικά από το στεγαστικό κόστος, με αποτέλεσμα ο ενοικιαστής να καλείται να καταβάλει περίπου το 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός του για την αποπληρωμή του ενοικίου του. Την ίδια στιγμή στη Ρουμανία, όπου πλέον ο μέσος ετήσιος μισθός είναι υψηλότερος από την Ελλάδα (17.739 ευρώ, έναντι 17.000 στη χώρα μας), μόνο το 7,4% του πληθυσμού δίνει το 40% του εισοδήματός του για στέγαση, ενώ πάνω από το μισό του πληθυσμού δίνει το 28% του μισθού του για στέγαση.

Την προβληματική αυτή εικόνα επιβεβαιώνει και η Κομισιόν σε έκθεσή της χαρακτηρίζοντας «κρίσιμη» τη στεγαστική κρίση στην Ελλάδα και τονίζοντας την ανάγκη να παρέμβει η ίδια, καθώς οι τιμές των ενοικίων επιφέρουν σημαντικές κοινωνικές ανισότητες.

Η μόνη χώρα με μείωση αποδοχών

Αρνητικό πρόσημο διαπιστώθηκε για την Ελλάδα και όσον αφορά το κόστος εργασίας, με τα στοιχεία της Eurostat να αναφέρουν ότι ήταν η μόνη χώρα στην οποία καταγράφηκε μείωση του ωρομισθίου κατά 2,9% το γ΄ τρίμηνο 2024, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης σημειώθηκε αύξηση κατά μέσο όρο 4,4%. Βέβαια, θα πρέπει να πούμε ότι στην πραγματικότητα η θέση των Ελλήνων εργαζομένων είναι ακόμη χειρότερη αν μετρηθούν οι μισθοί που καταβλήθηκαν σε συνάρτηση με την αγοραστική δύναμη και με βάση μέτρησης το ωρομίσθιο. Δηλαδή, υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν κανονικά, αλλά είναι κάτω από τον δείκτη φτώχειας του 2009.

Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι –σύμφωνα πάλι με τη Eurostat– οι μισθοί στην Ελλάδα είναι οι τρίτοι πιο χαμηλοί στην ΕΕ, με την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία να καταλαμβάνουν την προτελευταία και την τελευταία θέση αντίστοιχα. Ετσι, οι δηλώσεις της κυβέρνησης περί θετικών δεικτών ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία μόνο ουτοπικές μπορεί να θεωρηθούν με βάση αυτό (αναλυτικότερα στοιχεία για τους μισθούς και την επιβάρυνση της φορολογίας στις σελίδες 28-29).
Ξέφυγε η ακρίβεια

Την ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη «φαντασιώνεται» επιτυχίες στον αγώνα κατά της καλπάζουσας ακρίβειας, η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία μελέτη της δεν φαίνεται να ασπάζεται το αφήγημα που δομεί όλο αυτό τον καιρό το Μαξίμου. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, οι Ελληνες καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα κατά 10% από τους άλλους Ευρωπαίους τουλάχιστον 40 κατηγορίες προϊόντων.

Ετσι, στην Ελλάδα οι τιμές στον αλεσμένο καφέ είναι 50% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, στη μαργαρίνη κατά 60%, στο ανθρακούχο νερό κατά 129%, στις χαρτοπετσέτες κατά 100%, στο γάλα μακράς διαρκείας κατά 56%, ενώ την ίδια στιγμή το ελληνικής παραγωγής ελαιόλαδο στην ευρωζώνη είναι 17% φτηνότερο! Την ίδια κατάσταση παρουσιάζει και η Eurostat. Για το 2024 αναφέρει ότι οι ανατιμήσεις των τροφίμων στην Ελλάδα είναι της τάξεως του 31,5% ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανατιμήθηκαν μόλις κατά 5,9%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ψάρια, η τιμή των οποίων αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 9,5% ενώ στην Ευρώπη 5% κατά μέσο όρο.

Ολα αυτά αποδεικνύονται και από τα επίπεδα πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, για τους έντεκα μήνες του 2024 ο πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 3%, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ευρωζώνη που κινήθηκε χαμηλότερα, στο 2,5%. Μάλιστα, το φετινό γιορτινό τραπέζι είναι 10% ακριβότερο σε σχέση με το 2023 σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών, ενώ το κόστος ανέρχεται σε περίπου 40 ευρώ το άτομο.

Την ήδη επιβαρυμένη αυτή κατάσταση για τα νοικοκυριά έρχονται να επιδεινώσουν οι λογαριασμοί ρεύματος, με τους Ελληνες να πληρώνουν σταθερά τα υψηλότερα τιμολόγια σε όλη την Ευρώπη. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι για το πρώτο δεκάμηνο του 2024 στην Ελλάδα σημειώθηκε αύξηση κατά 70% στη μέση χονδρική τιμή της μεγαβατώρας. Συγκεκριμένα, εκτοξεύτηκε στα περίπου 140 ευρώ στην Ελλάδα, μια τιμή έξι φορές πιο υψηλή από την αντίστοιχη στη Γαλλία, όπου αγγίζει τα 30 ευρώ, ενώ είναι πενταπλάσια σε σχέση με τις αγορές ηλεκτρικού ρεύματος της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Την ίδια στιγμή στην Ιταλία, μια χώρα που παραδοσιακά έχει τις πιο υψηλές τιμές χονδρικής στο ηλεκτρικό ρεύμα, είναι περίπου 24 ευρώ χαμηλότερη από αυτή της ελληνικής αγοράς. Μάλιστα, στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης οι αντίστοιχες τιμές κινούνται γύρω στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
«Πρωτιά» και στην κατάθλιψη

Αλλο ένα «μετάλλιο» έρχεται να προστεθεί στην Ελλάδα, το οποίο αφορά την ψυχική υγεία των Ελλήνων. Η Ελλάδα αναδείχθηκε η πιο αγχωτική χώρα στην Ευρώπη, με τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης να αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας μελέτης της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Ερευνας (ESS), η χώρα μας βρίσκεται επίσης στην κορυφή και όσον αφορά τα συμπτώματα μοναξιάς, έναν από τους πιο καθοριστικούς δείκτες ψυχικής υγείας. Ακόμη ένα καίριο στοιχείο της μελέτης συνιστά το γεγονός ότι η ψυχική υγεία αντανακλά τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και συνεπώς τα επίπεδα κατάθλιψης στην Ελλάδα αποδεικνύουν την ευρύτερη και συνολική υλική και κοινωνική αποστέρηση της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου