Σάββατο, Μαρτίου 29, 2025

Μάτωσε η αγορά για να πάρουν την επενδυτική βαθμίδα...






Στη μέγγενη οι μικρές επιχειρήσεις...


Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Moody’s αποτέλεσε μείζον γεγονός – σε επίπεδο συμβόλων... Η Moody’s υπήρξε ο τελευταίος οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης που το καλοκαίρι του 2010 έριξε τα ελληνικά ομόλογα στην κατηγορία των «σκουπιδιών» και ο τελευταίος σήμερα που απέδωσε στην Ελλάδα επενδυτική βαθμίδα. Κατά την κυβερνητική ρητορική, με την αναβάθμιση της Moody’s κλείνει οριστικά ο 15ετής κύκλος της ελληνικής χρεοκοπίας σε επίπεδο αγορών για το ελληνικό δημόσιο, αυξάνονται οι πιθανοί πελάτες για τα ελληνικά ομόλογα και δημιουργούνται θεωρητικά οι προϋποθέσεις για περαιτέρω πτώση του κόστους δανεισμού της χώρας. Θεωρητικά, επειδή η Ευρώπη ετοιμάζεται ταυτόχρονα να επιτρέψει στα κράτη-μέλη της την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες του ελλείμματος στο πλαίσιο του δόγματος ReΑrm Europe και οδηγεί προς την αντίθεση κατεύθυνση, προς την αύξηση του κόστους δανεισμού για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικώς μάλιστα για μας, που είμαστε υπερχρεωμένοι και με υψηλό εμπορικό έλλειμμα, θέτει τις βάσεις για την επόμενη κρίση.


Τι οδήγησε όμως τη Moody’s να το κάνει την περασμένη εβδομάδα, καθώς ήταν ο μόνος οίκος που αρνήθηκε επίμονα να επαναφέρει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το 2024, παραπέμποντας στο πολύ υψηλό ελληνικό δημόσιο χρέος και στις σοβαρές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας; Σύμφωνα με όσα αναφέρει στη σχετική έκθεσή της, οι λόγοι ήταν δύο: η ουσιαστική βελτίωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και η αύξηση των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που, σύμφωνα με τη Moody’s, εγγυάται υψηλά πλεονάσματα και δημοσιονομική σταθερότητα.




Φτιάξαμε τις τράπεζες


Η Moody’s σημείωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν ισχυρά κέρδη που, παρά τη διανομή μερισμάτων, βελτιώνουν τα κεφάλαιά τους επιταχύνοντας την απόσβεση του λεγόμενου «αναβαλλόμενου φόρου» – φέρνοντας δηλαδή πιο κοντά τη μετατροπή των τραπεζικών κεφαλαίων από σκέτο «αέρα» σε πραγματικά κεφάλαια.




Παράλληλα, επισήμανε ότι τα κέρδη των τραπεζών θα παραμείνουν υψηλά και τη διετία 2025-26 παρά τη μείωση των επιτοκίων επειδή οι τράπεζες προχωρούν σε πιστωτική επέκταση –δίνουν δηλαδή περισσότερα δάνεια– και μειώνουν τα κόστη τους κόβοντας προσωπικό. Κι ενώ κατέγραψε ως θετικό γεγονός την απαλλαγή των τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια, προειδοποίησε ότι αυτά τα δάνεια που κατέχουν και διαχειρίζονται οι servicers συνεχίζουν να αποτελούν βαρίδι για την οικονομία, αφού οι ζημιές τους παραμένουν φορτωμένες στην ελληνική κοινωνία και αγορά.


Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πρωτίστως ότι ο οίκος αναγνωρίζει ως ισχυρό το μήνυμα περί οριστικού τερματισμού της μακρόχρονης απαξίωσής τους που εξέπεμψαν φέτος οι τράπεζες ανακοινώνοντας υψηλά κέρδη (3,7 δισ. ευρώ), μεγάλα μερίσματα (1,9 δισ. ευρώ) πρώτη φορά ύστερα από 15 χρόνια και προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών. Τόσο ισχυρό μάλιστα που να δικαιολογεί την επαναφορά της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία, παρά τα τεράστια ακόμη προβλήματά της, δηλαδή το υψηλό δημόσιο χρέος και την παραγωγική παρακμή που προκαλεί τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.


Η άλλη όψη της θριαμβευτικής επαναφοράς των ελληνικών τραπεζών που έπεισε τη Moody’s να δώσει επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα είναι ωστόσο η υπερβολική επιβάρυνση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τόκους. Τα κέρδη των τραπεζών για το 2024 προέρχονταν κατά 83% από τόκους και ήταν αυξημένα σε σχέση με πέρυσι, παρά τις τέσσερις περικοπές των επιτοκίων της ΕΚΤ, ως αποτέλεσμα της τεράστιας διαφοράς ανάμεσα στα επιτόκια που δίνουν στους καταθέτες και σε αυτά που εισπράττουν από τους δανειολήπτες οι ελληνικές τράπεζες. Τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για το σύνολο των καταθέσεων ήταν 0,49% ενώ των δανείων στο 5,34%, με την επιτοκιακή διαφορά να φτάνει το 4,85%, στα υψηλότερα επίπεδα της ευρωζώνης. Αυτό βοηθάει τις τράπεζες, όχι όμως την οικονομία.




Τα πλεονάσματα


Οσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η Moody’s στάθηκε ιδιαίτερα σε ό,τι αποκάλεσε «συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής μέσω της χρήσης ψηφιακών εφαρμογών» και στην αποτελεσματικότητά της, αφού οδήγησε σε φορολογικά έσοδα ύψους 2 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο. Σύμφωνα με το σκεπτικό του οίκου, η Ελλάδα αξίζει την επενδυτική βαθμίδα διότι με τις νέες ψηφιακές εφαρμογές βελτίωσε τη φορολογική συμμόρφωση και την είσπραξη των φόρων. Κατά συνέπεια, τα φορολογικά έσοδα είναι και θα παραμείνουν υψηλά και τις επόμενες χρονιές κατά τρόπο που μπορεί να εγγυηθεί τη μόνιμη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2-2,5% και τη σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους.


Είναι πράγματι έτσι; Βάσει των επίσημων στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών που είχε υπόψη της η Moody’s, το 2024 καταγράφηκε αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών κατά 10,7% ή κατά 6,6 δισ. ευρώ: από τα επίπεδα των 61,1 δισ. του 2023 σε 67,7 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης –κατά το υπουργείο Οικονομικών– σημειώθηκε μάλιστα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, μετά τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. «Η αύξηση κατά 6,6 δισ. ευρώ των ηλεκτρονικών συναλλαγών το 2024 είναι η πιο ισχυρή απόδειξη ότι η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές πέτυχε συμβάλλοντας καθοριστικά στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Μέσα από αυτήν τη μεταρρύθμιση ενισχύεται το αίσθημα της δικαιοσύνης και ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων και παράλληλα αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα, που μπορούν να κατευθυνθούν είτε σε στήριξη της κοινωνικής πολιτικής είτε σε περαιτέρω μειώσεις φόρων. Πρόκειται επομένως για μια κοινωνική πολιτική στην πράξη η οποία ήρθε για να μείνει!» είχε θριαμβολογήσει κατά τις σχετικές ανακοινώσεις ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης.


Για να καταδείξει μάλιστα το μέγεθος της φοροδιαφυγής, το υπουργείο Οικονομικών είχε ανακοινώσει παράλληλα τους κλάδους που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση τζίρου από την ημέρα που έγινε η διασύνδεση POS – ταμειακών μηχανών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα πλυντήρια αυτοκινήτων με αύξηση τζίρου 614% (από 11,2 εκατ. στα 80,2 εκατ. ευρώ), οι υπηρεσίες φροντίδας παιδιών με αύξηση τζίρου 433% (από 13,6 εκατ. στα 71,1 εκατ. ευρώ), οι υπηρεσίες επισκευής ρολογιών και κοσμημάτων με αύξηση τζίρου 348% (από 1 εκατ. στα 4,6 εκατ.), οι δικηγόροι με αύξηση τζίρου 299% (από 11,3 εκατ. στα 45 εκατ. ευρώ), τα ταξί με αύξηση τζίρου 196% (από 26,5 εκατ. στα 79 εκατ. ευρώ), τα φωτογραφεία – γραφικές τέχνες με αύξηση τζίρου 86% (από 2,2 εκατ. στα 4,1 εκατ. ευρώ), τα καθαριστήρια – πλυντήρια με αύξηση τζίρου 41% (από 11,5 εκατ. στα 16,3 εκατ. ευρώ), οι οδοντίατροι με αύξηση τζίρου 21% (από 206 εκατ. στα 249 εκατ. ευρώ), η εστίαση με αύξηση τζίρου 12,5% (από 5,9 δισ. ευρώ στα 6,6 δισ. ευρώ) και οι γιατροί με αύξηση τζίρου 10% (από 357 εκατ. στα 392 εκατ. ευρώ).


Αφήγημα με «τρύπες»


Υποτίθεται, κατά το κυβερνητικό αφήγημα, ότι χάρη στη διασύνδεση POS – ταμειακών και την επέκταση των MyData σε περισσότερους κλάδους εισέρρευσαν στα κρατικά ταμεία φορολογικά έσοδα 2 δισ. ευρώ πέραν του στόχου και το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε, σύμφωνα με δήλωση Χατζηδάκη κατά την τελετή παράδοσης – παραλαβής του υπουργείου Οικονομικών, στο 3,5%, δηλαδή 1% του ΑΕΠ υψηλότερα από τον στόχο.




Το περίεργο όμως είναι ότι ακόμη κι αν προσθέσουμε όλα τα νούμερα από τους κλάδους που κατά το ΥΠΟΙΚ είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση τζίρου με τη διασύνδεση POS – ταμειακών, άρα είχαν τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, ο πρόσθετος τζίρος που αποκαλύφθηκε δεν φτάνει ούτε το 1 δισ. ευρώ, ποσό που απέχει πολύ από τα 6,6 δισ. ευρώ της συνολικής αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Αυτή η τεράστια απόσταση των 5,5 δισ. ευρώ δηλώνει ότι κάτι δεν στέκει στο αφήγημα Χατζηδάκη.


Αλλα στοιχεία πάλι, όπως π.χ. η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών κατά 45% το 2024 ή η συνολική αύξηση του τζίρου στο λιανεμπόριο πέρυσι κατά 1,8%, δηλαδή χαμηλότερα κι από τον πληθωρισμό (2,7%), με νέα μεταφορά τζίρου από τους μικρούς (-1,5%) στους μεγάλους (5,5%), μας λένε ότι στην αγορά συμβαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα από την αποκάλυψη φορολογητέας ύλης.


Ακόμη και η απλή καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων φαίνεται να έχει καταστεί μάλιστα ιδιαίτερα ακανθώδης, καθώς επιχειρηματίες και λογιστές παλεύουν να προσαρμοστούν στο νέο σύμπαν ψηφιακών φορολογικών εφαρμογών της ΑΑΔΕ που παράγονται κι επιβάλλονται στο όνομα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, αλλά με ρυθμούς που είναι αδύνατο να αφομοιωθούν και να εφαρμοστούν όχι μόνο από τις επιχειρήσεις αλλά ακόμη και από τις εταιρείες software που παράγουν τα λογισμικά για τη λειτουργία τους.


Στη μέγγενη οι μικρές επιχειρήσεις


«Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει φτιάξει απλές ψηφιακές εφαρμογές που διευκολύνουν τους επιχειρηματίες και κάθε μικρομάγαζο μπορεί εύκολα να τις χρησιμοποιήσει. Ομως η αλήθεια είναι ότι έχει μετατρέψει τη μικρή επιχειρηματικότητα σε ψηφιακό ναρκοπέδιο γεμάτο παγίδες που ευνοούν την επιβολή προστίμων – και μάλιστα εξοντωτικών» δήλωσαν στο Documento λογιστικοί κύκλοι. «Οταν επιβάλλεται πρόστιμο σε μια διεθνή αλυσίδα ρούχων, όπως η H&M με οργανωμένο λογιστήριο που είχε κόψει όλες τις αποδείξεις, επειδή κάτι πήγε στραβά στη σύνδεση του συστήματος πληρωμών με την ΑΑΔΕ, πώς περιμένουμε να τα βγάλει με τον ψηφιακό κλοιό που στήνει η ΑΑΔΕ το κάθε μικρομάγαζο;» πρόσθεσαν. «Και εν πάση περιπτώσει, αν θεωρούμε ότι τα myData πατάσσουν τη φοροδιαφυγή, το ψηφιακό δελτίο αποστολής εκμηδενίζει το λαθρεμπόριο, οι ΦΗΜ-POS και οι ΦΗΜΑΣ της εστίασης μηδενίζουν τα αδήλωτα έσοδα και όλες οι ηλεκτρονικές πληρωμές καταγράφονται και διαβιβάζονται όπως πρέπει, για ποιον λόγο υπάρχει και το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα;» κατέληξαν.


Σε αντιδιαστολή με την κυβερνητική ρητορική, που αποδίδει στις ψηφιακές εφαρμογές χαρακτήρα πολιορκητικού κριού για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, σε αντιδιαστολή και με τη Moody’s, που βλέπει στην αύξηση των φορολογικών εσόδων εγγυήσεις για υψηλά πλεονάσματα και δημοσιονομική σταθερότητα, η ένωση των ελευθεροεπαγγελματιών λογιστών από καιρό καταγγέλλει το νέο φορολογικό οπλοστάσιο κυβέρνησης και ΑΑΔΕ. Οπως διευκρινίζει, αποτελείται από τη διαρκή επιβολή νέων, συχνά ανώριμων ψηφιακών φορολογικών εφαρμογών και νέων ηλεκτρονικών πλατφορμών, νέα δρακόντεια φορολογική νομοθεσία με αυστηρές προθεσμίες και εξοντωτικά πρόστιμα ακόμη και για την παραμικρή διαφορά ανάμεσα στα στοιχεία των MyData και των δηλώσεων για ΦΠΑ και εισόδημα, τα οποία στην πράξη βυθίζουν στο χάος τη μικρή επιχειρηματικότητα.


Οπως εκτιμάται μάλιστα, η δήθεν καινοτόμος ψηφιακή φοροκαταδίωξη είναι τόσο συστηματική που αποκλείεται να προκύπτει από τυχαίες ή λαθεμένες πολιτικές οι οποίες ασκούνται από δήθεν ανίκανα η άσχετα κυβερνητικά στελέχη. Αντίθετα, αποτελεί την εφαρμογή μιας καλά επεξεργασμένης πολιτικής που χρησιμοποιεί την πάταξη της φοροδιαφυγής ως δικαιολογία για να βγάλει από την αγορά κόσμο προκειμένου να υπηρετήσει τον στόχο της δραστικής μείωσης των αυτοαπασχολουμένων και μικρών επιχειρήσεων προς όφελος των μεγάλων, στα πρότυπα του σχεδίου Πισσαρίδη.


documentonews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου