
EPA/YURI GRIPAS
Λίγες μόλις ημέρες πριν τεθούν σε εφαρμογή οι «αμοιβαίοι δασμοί» Τραμπ, ένα νέο σενάριο οικονομικής επίθεσης από τις ΗΠΑ έρχεται στο προσκήνιο, αυτό του νομισματικού πολέμου.
Οι άνθρωποι του Τραμπ έχουν κάνει κατά καιρούς δηλώσεις που παραπέμπουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι οποίες αποκτούν άλλη βαρύτητα τώρα που οι δασμοί γίνονται πραγματικότητα και η προοπτική ενός εμπορικού πολέμου ενισχύεται.
Η κεντρική ιδέα του επιτελείου Τραμπ είναι ότι πρέπει να ενισχυθεί η παραγωγή στις ΗΠΑ και για να γίνει αυτό το ένα εργαλείο είναι οι δασμοί, που κάνουν τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα και ευνοούν την εγχώρια παραγωγή. Το άλλο εργαλείο είναι το δολάριο, για το οποίο ο οικονομικός σύμβουλος, Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ, έχει πει ότι πρέπει να υποτιμηθεί, είτε συναινετικά είτε μονομερώς, ώστε τα αμερικανικά προϊόντα, που πληρώνονται σε δολάρια, να γίνουν φθηνότερα στο εξωτερικό και έτσι να αυξηθούν οι εξαγωγές και να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. .
Ο κεντρικός «οικονομικός εγκέφαλος» του Τραμπ, ο Στέφεν Μίραν, επικεφαλής του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων, έχει προτείνει να εξαναγκαστούν οι χώρες που εξάγουν στις ΗΠΑ περισσότερα από όσα εισάγουν από αυτές, να δέσουν τα νομίσματά τους με το δολάριο σε χαμηλότερη ισοτιμία. Ο ίδιος έχει βάλει στο τραπέζι ριζοσπαστικές -και βέβαια επιθετικές- ιδέες όπως το να φορολογηθούν οι κάτοχοι των αμερικανικών ομολόγων, ή να μετατραπούν τα 5ετή και 1§0ετή κυβερνητικά ομόλογα των ΗΠΑ σε «αιώνια» (perpetual bonds) διάρκειας 100 χρόνων, με απώτερο σκοπό να μειωθεί η ζήτηση δολαρίων και να υποχωρήσει η ισοτιμία του ώστε -πέραν της τόνωσης των εξαγωγών- να μειωθεί και το βάρος εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημοσίου χρέους.
Όλες αυτές οι ιδέες είχαν ακουστεί και στο παρελθόν, αλλά τώρα έχουν αποκτήσει άλλη βαρύτητα, από τη στιγμή που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να εφαρμόζει τις ιδέες του για τους δασμούς, έδειξε ότι «σοβαρολογεί» και οι ιδέες για υποτίμηση του δολαρίου ακούγονται ολοένα και πιο πιθανές.
H αγορά είναι κατ’ εξοχήν μπερδεμένη και αυτό φαίνεται και στις κινήσεις των ισοτιμιών και των χρηματιστηριακών δεικτών, αφού εάν τελικά τέτοια μέτρα προχωρήσουν θα πρόκειται για δραματική ανατροπή στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, με άγνω
Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι αυτές οι πολιτικές έρχονται σε αντίθεση με άλλους στόχους που κατά καιρούς έχει εξαγγείλει ο Τραμπ και οι άνθρωποί του, όπως το ότι δεν θα δεχθεί σε καμία περίπτωση να αμφισβητηθεί ο ρόλος του δολαρίου ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος.
Εάν η ισοτιμία του δολαρίου υποχωρήσει, μπορεί μεν να ευνοηθούν οι αμερικανικές εξαγωγές (κι αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα) , αλλά θα αρχίσει να αμφισβητείται ο ρόλος του ως παγκόσμιου αποθεματικού μέσου, το οποίο μέχρι τώρα ο καθένας, είτε είναι επενδυτής είτε κεντρική τράπεζα θέλει να έχει στα διαθέσιμά του.
Ήδη οι πολιτικές Τραμπ έχουν προκαλέσει μια διπλή βουτιά, στις μετοχές και το αμερικανικό νόμισμα κάτι που μόνο σπάνια έχει συμβεί τα τελευταία 25 χρόνια όπως παρατήρησε η Goldman Sachs χαρακτηρίζοντας το φαινόμενο ασυνήθιστο και ίσως ανησυχητικό. Από την αρχή του χρόνου το δολάριο έχει χάσει περίπου 4% σε σχέση με τα μεγαλύτερα νομίσματα διεθνώς, ενώ περίπου τόσο έχουν χάσει και οι αμερικανικές μετοχές.
Παραμένει ισχυρό το δολάριο
Το δολάριο παραμένει ο «βασιλιάς» των νομισμάτων και αντιπροσωπεύει το 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, με το ευρώ να ακολουθεί σε απόσταση με μερίδιο 20%, η βρετανική λίρα και το γεν με 5% το καθένα και το κινεζικό γουάν με 2%. Τα ποσοστά του παραμένουν εξίσου μεγάλα και στην τιμολόγηση εξαγωγών (54% του συνόλου, έναντι 30% του ευρώ) και στις διεθνείς πληρωμές (52% των συναλλαγών SWIFT έναντι 23% του ευρώ), παρόλο που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν μικρή αλλά σταθερή μείωση.
Το τελευταίο διάστημα, το μεγάλο θέμα που συνδέεται με τις πολιτικές Τραμπ είναι εάν αυτές τελικά οδηγήσουν στο τέλος του «αμερικανικού εξαιρετισμού» (american exceptionalism, όπως αποκαλείται ο συνδυασμός ορισμένων παραγόντων που οδήγησαν σε συνεχή άνοδο την αμερικανική οικονομία και τις αμερικανικές μετοχές.Ο «εξαιρετισμός» αυτός δημιούργησε έναν ενάρετο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο, όπου οι καλές επιδόσεις της οικονομίας των ΗΠΑ προσέλκυαν κεφάλαια, τα οποία επενδύονταν σε αμερικανικές εταιρείες, κυρίως τεχνολογίας, οι οποίες άκμασαν, ανέβασαν την παραγωγικότητα, προσελκύοντας νέα κεφάλαια, τα οποία ανατροφοδότησαν την άνοδο της οικονομίας των ΗΠΑ κ.ο.κ.
Ο κύκλος αυτός δημιουργούσε διαρκώς ζήτηση για δολάρια και οδηγούσε τις αμερικανικές μετοχές ψηλότερα.
Τώρα, όμως, ο αμερικανικός εξαιρετισμός – το καθοριστικό μακροοικονομικό εμπορικό θέμα αυτού του κύκλου – έχει εξασθενήσει και παρασύρει και το δολάριο χαμηλότερα, όπως σημείωσε και η η JP Morgan.
Για πρώτη φορά, δε, τα τελευταία χρόνια, έσπασε και η σχέση μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, η οποία παραδοσιακά σήμαινε ότι όταν ανέβαινε η Wall Street ανέβαινε και η Ευρώπη.
Στην εποχή Τραμπ οι αγορές αυτές κινούνται αντίστροφα και ενώ το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχει απώλειες 2% από την αρχή του χρόνου, ο δείκτης τεχνολογικών μετοχών Nasdaq -7% ενώ οι 600 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές μετοχές κερδίζουν 7%, ο δείκτης του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης 12,4% και του Παρισιού 8%.
Επισήμως ο Τραμπ και οι οικονομικοί επιτελείς του επιμένουν ότι δεν έχουν αλλάξει την πολιτική του «ισχυρού δολαρίου» η οποία ισχύει από την εποχή Κλίντον.
Χαρακτηρίζουν, δε, την υποχώρηση το τελευταίο διάστημα ως πρόσκαιρη προσαρμογή.
Ποια είναι η οικονομική αλήθεια επί Τραμπ
Ωστόσο, η οικονομική αλήθεια είναι ότι το δολάριο είναι υπερτιμημένο σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης, κατά 15% σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, ενώ τόσο ο πρόεδρος Τραμπ όσο και ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς είχαν δηλώσει, πριν αναλάβουν την εξουσία, ότι το ακριβό δολάριο ήταν εμπόδιο στα σχέδιά τους να καταστήσουν τις ΗΠΑ ξανά μεγάλη παγκόσμια παραγωγική δύναμη.
Ο δε Στέφεν Μίραν, που θεωρείται το οικονομικό alter ego του προέδρου Τραμπ είχε αναφερθεί μάλιστα και στο ενδεχόμενο μια νέας διεθνούς συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων χωρών που θα οδηγήσει σε υποτίμηση του δολαρίου.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει το 1985 με τις Συμφωνίες Plazza, από το φερώνυμο ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, όπου οι υπουργοί Οικονομικών της Γαλλίας, της Δυτικής Γερμανίας,της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ συμφώνησαν για την συντονισμένη υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με τα νομίσματα των άλλων χωρών. Ο σκοπός της κυβέρνησης Ρήγκαν την εποχή εκείνη ήταν να υποτιμηθεί το δολάριο ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές, να μειωθούν οι εισαγωγές και να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που είχε ανέβει σε υψηλό ποσοστό. Οι συνομιλίες, όμως, την εποχή εκείνη έγιναν συναινετικά, με τη σύμφωνη γνώμη των εμπορικών εταίρων.
Καθόλου συναινετική η στάση των ΗΠΑ
Σήμερα, στόχος της κυβέρνησης Τραμπ είναι πάλι να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα, και γίνεται λόγος για μια αντίστοιχη συμφωνία Mar a Lago, με το σκεπτικό ότι θα γίνει στο θέρετρο του Αμερικανού προέδρου στη Φλόριντα.
Σήμερα όμως η γενική στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ δεν είναι καθόλου συναινετική, ενώ ο ίδιος ο Τραμπ δεν είναι υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, όπως ήταν ο Ρήγκαν.
Επιπλέον, για να αποδώσει μια συμφωνία για υποτίμηση του δολαρίου θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπορικούς εταίρους (όπως έγινε το 1985) διαφορετικά, εάν μια χώρα όπως οι ΗΠΑ υποτιμήσουν το νόμισμά τους, θα εξαναγκάσει και τις άλλες να υποτιμήσουν τα δικά τους για να υπερασπίσουν τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές.
Κάτι τέτοιο οδηγεί σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις οι οποίες συνήθως… δεν τελειώνουν καλά αφού πρόκειται για νομισματικό πόλεμο, όπως είχε γίνει την δεκαετία του 1930, όταν καταργήθηκε ο κανόνας του χρυσού και η οικονομική κρίση που ξέσπασε μετά το κραχ του 1929 βάθυνε και επεκτάθηκε λόγω των δασμών -που ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ- και της νομισματικής αστάθειας, οδηγώντας τελικά στη μεγάλη σύγκρουση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου