Δευτέρα, Απριλίου 14, 2025

To Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και ο ρόλος του: Πώς λειτουργεί τελικά η διεθνής δικαιοσύνη H εκδήλωση του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, με τίτλο «Το Διεθνές Δίκαιο σε κρίση: Λογοδοσία σε καιρούς ατιμωρησίας».




UNSPLASH
 
 


Πώς τελικά λειτουργεί η διεθνής δικαιοσύνη; Είναι σε θέση να επιφέρει πραγματικά αποτελέσματα όταν καταπατώνται ανθρώπινα δικαιώματα στον παγκόσμιο χάρτη; Το διεθνές δίκαιο έχει τα εργαλεία και τη δύναμη να επιβληθεί στους ισχυρούς; Και οι εφαρμοστές του, διαθέτουν την απαιτούμενη πολιτική βούληση;

«Ο τρόπος επιβολής του Διεθνούς Δικαίου υπήρξε πάντα επιλεκτικός», αναφέρει η καθηγήτρια Διεθνούς και Ανθρωπιστικού Δικαίου, Ντ. Μαρούδα, εξ αφορμής των ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) κατά του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη διεθνή δικαιοταξία, με κράτη να ενάγονται ενώπιων διεθνών δικαστηρίων για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία, ο καθηγητής Λ.-Α. Σισιλιάνος, θέτει το ερώτημα κατά πόσο αυτές οι κινήσεις μπορούν πράγματι να έχουν μια ρεαλιστικά επιτυχή έκβαση ή εάν απλά συνιστούν ένα μεγαλεπήβολο και δυσχερές εγχείρημα, αδύναμο να επιφέρει κάποια ουσιώδη αλλαγή.


Αυτά και άλλα πολλά ξεδιπλώθηκαν την Πέμπτη 10/04, στην ΕΣΗΕΑ, σε εκδήλωση του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, με τίτλο «Το Διεθνές Δίκαιο σε κρίση: Λογοδοσία σε καιρούς ατιμωρησίας». Έγκριτοι νομικοί, δικηγόροι και εκπρόσωποι της Κοινωνίας των Πολιτών συζήτησαν τα πολλαπλά και κατάφωρα πλήγματα που δέχεται το Διεθνές Δίκαιο σήμερα, το κατά πόσο η διεθνής κοινότητα είναι εφοδιασμένη με εργαλεία ώστε να αποδίδει ευθύνες και εν τέλει να προασπίζει το διεθνές δίκαιο αποτελεσματικά.

Από τις ένοπλες συγκρούσεις στο Σουδάν και την Ουκρανία μέχρι την επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, για την οποία δε, με πρόσφατη έρευνά της, η Διεθνής Αμνηστία κατέληξε ότι διαπράττεται γενοκτονία κατά των Παλαιστινίων, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) έχει κληθεί να λάβει θέση. Και εν μέρει, το έχει ήδη κάνει. Με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης, το ΔΠΔ έχει προτάξει όσα μέσα διαθέτει προκειμένου να αχθούν ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης οι ηγέτες των κρατών ως φερόμενοι δράστες τέτοιων βαρύτατων εγκλημάτων.

Τι είναι όμως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και ποιος ο ρόλος του; Και ποιος είναι ο ρόλος εν γένει των Διεθνών Δικαστηρίων στην απόδοση ευθυνών για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν το επίκεντρο των συζητήσεων. Υπό τον συντονισμό της Ελβίρας Κρίθαρη (δημοσιογράφος), αναπτύχθηκαν σπουδαίες τοποθετήσεις, οι οποίες συμπυκνώνονται στα ακόλουθα σημεία.






Ο Χρήστος Δημόπουλος, Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, απευθύνοντας χαιρετισμό, τόνισε ότι η Διεθνής Αμνηστία, ως παγκόσμιος φορέας «εποπτείας» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρατηρεί τις παραβιάσεις και την πολυεπίπεδη απαξίωση των θεσμών και των κανόνων του διεθνούς δικαίου με αυξημένη ανησυχία και επαγρύπνηση.

Ο Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, τέως Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, και πρ. Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ανέδειξε εναργώς το πλαίσιο λειτουργίας και τη σπουδαιότητα της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης.Σημείωσε αρχικά την υποχρέωση συνεργασίας με το Δικαστήριο που έχουν τα κράτη. Τόνισε ότι παρ’ όλο που η θεωρητική διατύπωση των υποχρεώσεων των κρατών στο Καταστατικό της Ρώμης απέχει από την πραγματική τους εφαρμογή, και παρ’ όλο που υπάρχουν κράτη που υποσκάπτουν τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ με διμερείς συμβάσεις (βλ. ΗΠΑ), πριν την ίδρυση του ΔΠΔ, επικρατούσε ένα καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας.
Υποστήριξε την εξέχουσα σημασία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) στη διεθνή σφαίρα επισημαίνοντας τέσσερα σημεία τα οποία το καθιστούν ρηξικέλευθο θεσμό.
Πρώτον, το ΔΠΔ μετατοπίζει το αντικείμενο δικαιοδοσίας του διεθνούς δικαίου από τα κράτη, σε φυσικά πρόσωπα. Από την ίδρυσή του, το 1998, συνιστά μια καινοτομία στη σφαίρα του Διεθνούς Δικαίου, όπου παραδοσιακά οι δρώντες, και άρα οι πιθανώς υπόλογοι, είναι κράτη. Πρωτοφανώς, επιτρέπει τη διερεύνηση, την απόδοση κατηγοριών, τη δίωξη, την καταδίκη και τη σύλληψη κρατικών υπευθύνων για συγκεκριμένα εγκλήματα ύψιστης βαρύτητας (εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή το έγκλημα της γενοκτονίας).
Δεύτερον, τα εγκλήματα αυτά αρκεί να έχουν διαπραχθεί στο έδαφος ή/και από πολίτες των κρατών-μελών του Δικαστηρίου· δηλαδή, μπορούν να αχθούν ενώπιον του ΔΠΔ και αρχηγοί κρατών πέραν των 123 κρατών-μελών του, όπως συνέβη, για παράδειγμα στην περίπτωση της Ρωσίας (αρκεί ότι τα φερόμενα εγκλήματα διαπράττονται σε ουκρανικά εδάφη, παρ’ ότι η Ρωσία δεν είναι κράτος-μέλος).
Τρίτον, το γεγονός ότι ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, οι αρχηγοί κρατών και δημόσιοι αξιωματούχοι δεν χαίρουν του προνομίου της ετεροδικίας συνιστά μια ακόμη «επανάσταση στο Διεθνές Δίκαιο».
Τέλος, μια ακόμη καινοτομία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ήταν η αποτίναξη του κλασικού δόγματος της ύπαρξης ζημίας για την ενεργοποίηση και στοιχειοθέτηση της ευθύνης ενός κράτους. Μάλιστα, το έναυσμα για την κατεύθυνση αυτή δόθηκε από μια υπόθεση κατά Ελλάδος (κατά του δικτατορικού τότε καθεστώτος, 1969). Όπως κάποια κράτη είχαν ενάγει την Ελλάδα για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της χώρας, έτσι και τώρα, λόγου χάριν, η Νότιος Αφρική έχει άγει το Ισραήλ ενώπιον της διεθνους ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς η ίδια να έχει υποστεί κάποια ζημία.
Ο καθηγητής Α.-Λ. Σισιλιάνος εξέφρασε την άποψη πως πρόκειται για μια κίνηση με ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Μέλλεται να δούμε αν θα είναι επιτυχές ένα τέτοιο εγχείρημα, δεδομένου μάλιστα ότι η αγωγή ερείδεται στη Σύμβαση για τη Γενοκτονία. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως ίσως η νομική οδός με βάση τη Σύμβαση κατά των Διακρίσεων (με επίκληση εθνοτικών χαρακτηριστικών) θα ήταν πιο ρεαλιστική.
Επιπλέον, υπό μια ευρύτερη θεώρηση της διεθνούς δικαιοσύνης, επεσήμανε ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εποχής μας, ήτοι Ουκρανία, Σουδάν, Γάζα, Συρία, Μιανμάρ, εκκρεμούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γεγονός πρωτοφανές και φερέλπιδο. Μάλιστα, η παρέμβαση στις δίκες αυτές πλήθους κρατών, εκ των οποίων και η Ελλάδα, καταδεικνύει το έντονο ενδιαφέρον της διεθνούς τάξης. Επίσης άξιο αναφοράς είναι ότι στο επίκεντρο αυτών των δικών, ως εργαλεία και βάση εξέτασης των εν λόγω κρίσεων, τίθενται Συμβάσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πάντως, έκρινε εν γένει δυσχερές το εγχείρημα εναγωγής των σημερινών συρράξεων ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων (ΔΠΔ, ΔΔΧ), δεδομένου ότι αυτές είναι εν εξελίξει· οι αποδείξεις τους ακόμα δημιουργούνται. Ο κ. Σισιλιάνος έκανε λόγο για έναν «ογκόλιθο πραγματικών περιστατικών» και αναρωτήθηκε αν το διεθνές δίκαιο και δη το ΔΠΔ έχει τα εργαλεία να ανταποκριθεί στο διαμέτρημα τόσο μεγάλων συρράξεων όσο είναι οι περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Γάζας.
Τέλος, ο καθηγητής διέκρινε πως πράγματι το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται σε κρίση, αναφέροντας εμφατικά ότι «κάποιοι έχουν αποφασίσει να ροκανίσουν τα θεμέλια των Ηνωμένων Εθνών», ενώ παράλληλα χαρακτήρισε «ανήκουστη» την επιβολή κυρώσεων από κράτη στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, κάνοντας μνεία στις πρόσφατες κυρώσεις που ενέκρινε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά του ΔΠΔ και του επικεφαλής Εισαγγελέα του, ως άμεση απάντηση στις προσπάθειες του Δικαστηρίου να καταστήσει υπόλογους Ισραηλινούς αξιωματούχους για φερόμενα εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου στην Παλαιστίνη.

Εν συνεχεία, η Ντανιέλλα-Μαρία Μαρούδα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου & Ανθρωπιστικού Δικαίου, Μέλος και πρ. Πρόεδρος ECRI CoE (Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας του Συμβουλίου της Ευρώπης), αναρωτήθηκε για την ισχύ του Διεθνούς Δικαίου έναντι της πολιτικής ισχύος και τις πολιτικές προεκτάσεις των διεθνών συρράξεων.Ανέφερε ότι κατά την περίοδο ίδρυσης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, υπήρχε μια σειρά κρατών, τα λεγόμενα ‘like-minded States’, 77 στον αριθμό, τα οποία αποτέλεσαν την «ατμομηχανή» της ίδρυσης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ως μόνιμου πυλώνα διεθνούς δικαιοδοσίας. Διερωτώμενη «Πού είναι τώρα αυτά τα κράτη;», διαπίστωσε πως η πρακτική των κρατών σχετικά με τη συνεργασία τους ή μη με το ΔΠΔ είναι πλέον «ασαφής» και «κατακερματισμένη».
Επιπλέον σημείωσε ότι «ο τρόπος επιβολής του Διεθνούς Δικαίου υπήρξε πάντα επιλεκτικός», και ειδικότερα ότι το ΔΠΔ έχει υπάρξει επιλεκτικό ως προς τον ζήλο που επιδεικνύει για την δίωξη και καταδίκη ορισμένων μόνο προσώπων, αναφερόμενη ενδεικτικά στις περιπτώσεις των Σαντάμ Χουσεΐν (Ιράκ), Μουαμάρ Καντάφι (Λιβύη), Τσαρλς Τέιλορ (Λιβερία), κατά των οποίων είχε συσπειρωθεί όλη η διεθνής κοινότητα.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι σήμερα, 120 συρράξεις βρίσκονται σε εξέλιξη παγκοσμίως, διατυπώνοντας την άποψη πως «Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αναγκαστήκαμε να πάρουμε θέση. Πλέον δεν υπάρχουν ουδέτερες δυνάμεις κύρους που να λειτουργούν ειρηνευτικά. Ο πόλεμος πλέον θεωρείται αναπόδραστος». Συμπλήρωσε δε τον ρόλο που διαδραματίζουν οι αυταρχικές κυβερνήσεις, οι οποίες «προκαλούν τη διεθνή κοινότητα», δηλώνοντας ότι οποιοσδήποτε φορέας διεθνούς δικαίου είναι δύσκολο να επιβάλει την τάξη, καθώς «τα κράτη αυτά δεν έχουν κάτι να χάσουν, οπότε σκοπίμως δεν υλοποιούν τις αποφάσεις [διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων]».
Ορμώμενη από δηλώσεις σχετικές με την επίκληση «άσκησης νόμιμης άμυνας» από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου για τα φερόμενα εγκλήματα πολέμου στη Γάζα, η καθηγήτρια Ντ. Μαρούδα, δήλωσε πως επιχειρείται σκοπίμως η πρόκληση σύγχυσης στη διεθνή σφαίρα, επισημαίνοντας πως η τυχόν άσκηση νόμιμης άμυνας είναι αδιάφορη, δεδομένης της σαφήνειας των κατηγοριών του εκδοθέντος εντάλματος. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι με το ένταλμα σύλληψης «πολιτικά, ο Νετανιάχου έχει τελειώσει, έχει απο-νομιμοποιηθεί ως ηγέτης κράτους».
Τέλος, αναφέρθηκε στη δυσχερή συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και δη όταν οι διαδικασίες βραδύνουν και δεν εκκινούν έγκαιρα, αλλά και όταν τα εγκλήματα υπό εξέταση δεν έχουν παύσει. Ειδικότερα, σχετικά με την απόδειξη του εγκλήματος της γενοκτονίας, τόνισε ότι πρόκειται για ένα άκρως δυσχερές εγχείρημα, που ενέχει υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία, εξ ου και σπάνια εντάσσεται στο κατηγορητήριο.

Έπειτα ο Στέφανος Σταύρος, Δικηγόρος με ειδίκευση σε θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πραγματεύτηκε το ζήτημα της ατιμωρησίας σε περιπτώσεις παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Ενθαρρυντικά τόνισε ότι οι δικαιοδοτικοί μηχανισμοί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι αποτελεσματικοί, καθ’ ότι συχνά καταλήγουν σε αναγνώριση της τυχόν ευθύνης ενός κράτους. Ωστόσο, αναρωτήθηκε πώς αυτή η κρατική καταδίκη, θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε απόδοση ευθυνών στους κρατικούς υπευθύνους.
Σχετικά με την ισχύ της νομολογίας διεθνών δικαστηρίων και δη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ανέφερε ότι η νομολογία «έχει δυναμισμό, αλλά πρέπει να την “τεστάρουμε” και να “σπρώξουμε” το Δικαστήριο, ώστε να παταχθεί η ατιμωρησία».
Αναφέρθηκε στις ελληνικές υποθέσεις που «παραδοσιακά» οδηγούν σε καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ, ήτοι αφορώσες σε συνθήκες κράτησης, αστυνομική βία, ακόμα και πρακτικές pushbacks, υποθέσεις που επιτρέπουν τη διάγνωση κρατικών πρακτικών που «πεισματικά δεν αλλάζουν εδώ και χρόνια». Εγείρεται, έτσι, και τεράστιο ζήτημα συμμόρφωσης της Ελληνικής Πολιτείας στις δικαστικές αποφάσεις, ενώ ακόμα και ως προς τα γενικά μέτρα που οφείλει το κράτος να λαμβάνει σε συνέχεια καταδικαστικών αποφάσεων, ο κ. Σταύρος χαρακτήρισε τη στάση των Ελληνικών Αρχών «μινιμαλιστική» και «αμυντική».
Κλείνοντας, στο ερώτημα του κοινού «Η ίδια η δικαιοσύνη είναι σε κρίση;», ο δικηγόρος υπολαμβάνοντας την δικαιοσύνη ως ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας, αλλά και της ελπίδας μας, απάντησε πως «Αν χάσουμε την πίστη μας στη δικαιοσύνη, θα πρέπει να καταθέσουμε τα όπλα».

Τέλος, ο Στέφανος Λουκόπουλος, Διευθυντής και συνιδρυτής του VouliWatch, ανέπτυξε τον ρόλο της Κοινωνίας των Πολιτών, θίγοντας και μείζονες κοινωνικές μεταβλητές.


ADVERTISING


Αρχικά αναφέρθηκε στη σημερινή εποχή ως μια «μεταβατική περίοδο αυταρχικοποίησης, ατομικισμού, ανασφάλειας και επισφάλειας και εν τέλει έντονης αμφισβήτησης και απαξίωσης του κοινωνικοπολιτικού οικοδομήματος του σύγχρονου Δυτικού κόσμου». Έκανε λόγο για μια «ιστορικά μεταβατική περίοδο προς μια μεταμοντέρνα μορφή αυταρχισμού, όχι δια της βίας και της καταστολής, αλλά μέσω μιας αυτόβουλης […] κρατικής συρρίκνωσης και απονομιμοποίησης των θεσμικών αντιβάρων».
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αναφέρθηκε στον ρόλο που πρέπει και μπορεί να επιτελέσει η Κοινωνία των Πολιτών. Σύμφωνα με τον κ. Λουκόπουλο, ο ρόλος αυτός είναι διττός: αφενός να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα και να κρούει των κώδωνα πιθανών κινδύνων, και αφετέρου να εκπαιδεύει την ίδια την κοινωνία επί ζητήματα δημοκρατικών αξιών ώστε να είναι ικανή να αντιστέκεται στη διολίσθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον, αναφέρθηκε στα πλήγματα τα οποία έχει υποστεί η Κοινωνία των Πολιτών, στα οποία συγκαταλέγονται η συρρίκνωση του λεγόμενου ‘civic space’, η μετατόπιση των χρηματοδοτήσεων σε άλλου είδους δραστηριότητες και το διάχυτο κλίμα αμφισβήτησης που επικρατεί εις βάρος της. Υπό το πρίσμα αυτό, τόνισε την ανάγκη μιας μορφής «εποπτικής» δημοκρατίας, απαρτιζόμενη από πολλαπλούς και αποκεντρωμένους φορείς ελέγχου και εποπτείας του κράτους δικαίου.
Τέλος, έκανε μνεία στις στρατηγικές αγωγές, χαρακτηρίζοντάς τες ως τα «ισχυρότερα» όπλα της Κοινωνίας των Πολιτών, καθώς έχουν έναν διττό επικοινωνιακό χαρακτήρα: αφενός στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα στην εξουσία, δηλώνοντας ότι οι οργανώσεις είναι διατεθειμένες «να φτάνουν στα άκρα», δηλαδή και στη δικαστική οδό, ενώ αφετέρου επικοινωνούν ουσιαστικά στην κοινωνία τη σημασία της μαχητικότητας. Καταλήγει έτσι ότι πρόκειται για το αποτελεσματικότερο, αλλά και το δυσκολότερο μέσο, καθ’ ότι οι αγωγές αυτές είναι επίσης χρονοβόρες, κοστοβόρες και ψυχοφθόρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου