Στο Libre επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε την αιτία του φιάσκου με νηφαλιότητα και χωρίς κραυγές. Διαπιστώσαμε ότι στο σχετικό κανονισμό που διέπει την αδειοδότηση της “κυκλοφορίας” των μη επανδρωμένων αεροσκαφών υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να καλυφθεί όσο πιο σύντομα γίνεται.  

Εξηγούμαστε:

Η ΑΠΑ, που ιδρύθηκε μόλις το 2022 με αρμοδιότητες “την εκτέλεση των καθηκόντων πιστοποίησης, εποπτείας και επιβολής στον τομέα των αερομεταφορών, της αεροναυτιλίας και των αερολιμένων και εφαρμογή της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, καθώς και των διεθνών συμβάσεων”, αδειοδοτεί τη λειτουργία των drone ως εξής:

Ο ενδιαφερόμενος αποστέλλει γραπτώς το αίτημά του και εκφράζει την πρόθεσή του να “πετάξει’ συγκεκριμένη ημέρα και ώρα και σε συγκεκριμένες συντεταγμένες. Γίνεται η σχετική χαρτογράφηση, ελέγχονται τα τυπικά έγγραφα και αν όλα είναι εντάξει, δίνεται η σχετική άδεια (τις περισσότερες φορές μέσα σε μία εργάσιμη ημέρα).

Είναι προφανές ότι προτεραιότητα της ΑΠΑ είναι η ασφάλεια. Γι’ αυτό λοιπόν δεν δίνεται ποτέ άδεια σε drone να πετάξει πάνω από πλήθος για παράδειγμα ή σε άλλες περιστάσεις που εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια του κοινού.

Οπως εξήγησε στο Libre πηγή με βαθιά γνώση των διαδικασιών, στην Ευρώπη, όταν διαπιστώνεται ότι ένα ή περισσότερα drones επιθυμούν να πετάξουν πάνω από χώρους πολιτιστικού ή στρατιωτικού ενδιαφέροντος ειδοποιούνται αυτόματα οι σχετικοί φορείς (συνήθως Υπουργεία) έτσι ώστε να παράσχουν γνωμοδότηση και τελικά άδεια.

Αν πχ επιθυμείς το drones σου να πετάξει πάνω από ένα μουσείο, το τελικό ΟΚ θα το δώσει το Υπουργείο Πολιτισμού ή άλλος σχετικός φορέας.  

Αυτός είναι ο μηχανισμός που απουσιάζει, προς το παρόν, από το ελληνικό σύστημα και ο οποίος τελικά δημιούργησε όλη την αναστάτωση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η έλλειψη ενδουπηρεσιακής συνεννόησης των αρχών αποτελεί μία διαχρονική παθογένεια του ελληνικού δημοσίου.

Αυτό το κενό, έστω και στο πέντε, αναμένεται να καλυφθεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Η ΑΠΑ θα αναλάβει την ευθύνη να μιλήσει με όλους τους εμπλεκόμενους με τους οποίους θα επιχειρήσει να καταλήξει σε ένα όσο το δυνατόν πιο αυτοματοποιημένο σύστημα “ειδοποίησης” κάθε φορά που πρέπει να ενημερωθούν για πιθανές πτήσεις drones. Η σχετική χαρτογράφηση έτσι και αλλιώς έχει ήδη γίνει και αυτό που απομένει είναι η συνεργασία των αρχών έτσι ώστε να συμφωνηθεί το τελικό σχέδιο.

Εν προκειμένω, και εφόσον το κενό στο πλαίσιο της λειτουργίας είχε καλυφθεί, θα έπρεπε να γίνει το εξής: Η ΑΠΑ, αφού φρόντιζε για την ασφάλεια, θα έπρεπε να ειδοποιήσει το Υπουργείο Πολιτισμού.

Ομως εδώ υπάρχουν δύο προβλήματα:

  • Πρώτον το Ζάππειο (γιατί τα drones πάνω από το Ζάππειο πέρασαν) δεν έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος και δεύτερον το απαραίτητο μίσθωμα (εξευτελιστικά χαμηλό βέβαια, 380 ευρώ μόλις) είχε καταβληθεί και υπήρχαν τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Αρα εκ των πραγμάτων τα χέρια της ΑΠΑ ήταν μάλλον δεμένα.

Τι ακριβώς έγινε και προέκυψε το φιάσκο; Η εταιρία ζήτησε το χώρο. Διαπιστώθηκε από την έρευνα ότι στις ώρες που η εταιρία τον χρειαζόταν αυτός ήταν ελεύθερος. Αφού παραδόθηκαν τα σχετικά έγγραφα, δόθηκε κανονικά η άδεια. Και τότε οι διοργανωτές του event επέλεξαν το τρικ που όλοι είδαμε στις οθόνες μας. Τις φωτογραφίες δηλαδή, από συγκεκριμένες γωνίες, έτσι ώστε να φαίνεται πάνω από την Ακρόπολη το λογότυπο της εταιρείας και ότι άλλο ήθελαν οι διαφημιστές.

Είναι φανερό, κοντολογίς, ότι ακόμα και αν το κενό στο πλαίσιο καλυφθεί, οι ιθύνοντες οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και υποψιασμένοι για το ποια είναι τα ακριβή κίνητρα κάποιου ο οποίος δηλώνει ότι επιθυμεί να πετάξει drones πάνω από μία πόλη με έντονο αρχαιολογικό στοιχείο όπως είναι η Αθήνα αλλά και άλλες πόλεις και περιοχές της χώρας. Δεν αρκεί δηλαδή μόνο η ενδουπηρεσιακή συνεννόηση αλλά χρειάζεται και η εμπείρα των εμπλεκόμενων.

  • Προφανώς, σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, η ΑΠΑ δεν θα έπαιρνε ποτέ το ρίσκο να δώσει άδεια σε κάποιον που παραδεχόταν από την αρχή ότι επιθυμεί να πετάξει drones πάνω από την Ακρόπολη.

Επειδή όμως στον κόσμο δεν βασιλεύει η ειλικρίνεια των προθέσεων, η ελληνική πολιτεία και οι υπηρεσίες της οφείλουν να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από επιτήδειους που πιθανώς να ξαναθελήσουν να εκμεταλλευτούν στο μέλλον το παγκόσμιο γκελ της Ακρόπολης για διαφημιστικούς σκοπούς.

Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πολύ πιθανό να συμβάλλει και η σχετική εισαγγελική έρευνα που διατάχθηκε μετά από μήνυση που κατέθεσε το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο βέβαια ενήργησε κατόπιν εορτής και όταν η ζημιά (σχεδόν ανεπανόρθωτη ως προς τις εντυπώσεις) είχε ήδη γίνει. Προφανώς θα είναι πολύ εύκολο για τον εισαγγελικό λειτουργό που θα αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης, και το κενό στο πλαίσιο λειτουργίας να διαπιστώσει αλλά και τυχόν άλλες ευθύνες που θα προκύψουν από την έρευνά του να επισημάνει.