Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2025

Θεσμική εκτροπή που πλήττει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη

 
Η αντισυνταγματική αυθαιρεσία, η συνεχής παραβίαση των δικαιωμάτων και τα… προληπτικά μέτρα μιας κυβέρνησης που κολυμπά στα σκάνδαλα.
Δημήτρης Κούλαλης
 
INTIME


«Ο χαμένος χρόνος είναι χειρότερος και από τον θάνατο. Δεκατέσσερα χρόνια είχαν τον νεαρό Ιρλανδό Τζέραρντ Κόνλον στη φυλακή για βομβιστικές ενέργειες που τελικά απεδείχθη ότι δεν έκανε (…). Αν ήμουν εγώ ο Τζέραρντ Κόνλον, θα έβαζα φωτιά σε ολόκληρη την Αγγλία. Εδώ απλώς κάνω μια εκπομπή και βάζω την κατάλληλη μουσική».

Με αυτόν τον τρόπο είχε επιλέξει ο Μάνος Χατζηδάκις να σχολιάσει τη δικαίωση του άδικα καταδικασμένου Τζέρι Κόνλον αφού αποκαλύφθηκε ότι, εκτός των άλλων, οι αρχές είχαν φροντίσει με μεφιστοφελική επιμέλεια να αποκρύψουν από την υπεράσπιση κρίσιμα έγγραφα που του έδιναν άλλοθι. Αραγε πόσο δίκαιη είναι μια τέτοια δίκη;


Οι ίδιοι ακριβώς κίνδυνοι ελλοχεύουν και από διάταξη του νέου σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 («Κατ’ εξαίρεση αποκλεισμός κατηγορουμένου από την πρόσβαση σε επιμέρους υλικό της δικογραφίας») έπειτα και από νομοτεχνική βελτίωση της 18ης Σεπτεμβρίου 2025 εξαιτίας της θύελλας αντιδράσεων που ξεσήκωσε ορίζει πλέον: «…αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές (σ.σ.: στην αρχική μορφή δεν εξειδίκευε τις αρμόδιες αρχές, αφού η διατύπωση ήταν απολύτως αόριστη), κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση αδικημάτων που προσβάλλουν μη προσωποπαγή έννομα αγαθά δύνανται, με ειδική αιτιολογία, να μην επιτρέψουν την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού, εξαιρουμένου εκείνου στο οποίο στηρίζεται κατά βάση η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, αν η πρόσβαση ενδέχεται να θέσει σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια. Κατά της ανωτέρω άρνησης, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα».


Νομικοί κύκλοι επισημαίνουν στο Documento ότι πρόκειται για ένα άκρως σοβαρό νομοθέτημα που «ακουμπά» και υποθέσεις με σημαντικό πολιτικό υπόβαθρο, όπως οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για το σκάνδαλο των παράνομων επιχορηγήσεων, δηλαδή ως μια προκαταβολική απόπειρα διαχείρισης και ελέγχου της πληροφορίας έναντι όσων κινηθούν νομικά.


Αντιλαμβανόμενο την κρισιμότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας και της χρονικής συγκυρίας, το Documento επικοινώνησε με επιφανείς νομικούς ζητώντας το σχόλιό τους.
Ιωάννης Θ. Ηρειώτης, Αντιπρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων: «Περιστέλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στη δικογραφία»

Tο υπουργείο Δικαιοσύνης προέβη εκ νέου σε σύνταξη σχεδίου νόμου, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων του δικηγορικού και δικαστικού σώματος, αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας· παρά το γεγονός ότι τα θέματα τα οποία ρυθμίζει άπτονται βασικών αρχών του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης. Αγνοώντας λοιπόν τις αντιδράσεις του νομικού κόσμου, προωθεί προς ψήφιση και μάλιστα εσπευσμένα διατάξεις που συντάχθηκαν από εσωτερική ομάδα του υπουργείου και πλήττουν ευθέως θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελώντας ένα ακόμα δείγμα κακής και άσκοπης νομοθέτησης.

Ειδικότερα, η προσπάθεια ενσωμάτωσης της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1226 στο εθνικό μας δίκαιο, που περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου, χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, ως αποτέλεσμα μιας ανεξήγητης «βιασύνης», και δογματικές αστοχίες. Παρατηρείται δε άκριτη υιοθέτηση (στην πλειονότητα μάλιστα πιστή αντιγραφή) των διατάξεων της οδηγίας, χωρίς τη θέσπιση των αναγκαίων, για τη διασφάλιση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, δικλίδων.

Περαιτέρω, με πρόσχημα την «εναρμόνιση» προς την οδηγία (ΕΕ) 2012/13 περιστέλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στη δικογραφία, δεδομένου ότι δίδεται η δυνατότητα στις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές κατά την ανάκριση, την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση αδικημάτων (εξαιρουμένων αυτών που προσβάλλουν προσωποπαγή έννομα αγαθά) να μην επιτρέψουν στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο να έχει πρόσβαση σε τμήμα αυτής. Κριτήρια υπαγωγής στην παρέκκλιση από τον κανόνα της πλήρους πρόσβασης στα στοιχεία της δικογραφίας αποτελούν μεταξύ άλλων οι ασαφείς έννοιες της προστασίας σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, του κινδύνου ως προς τη διεξαγωγή της έρευνας και της σοβαρής βλάβης της εθνικής ασφάλειας· έννοιες που, λόγω της αοριστίας που ενέχουν, προκαλούν ανασφάλεια δικαίου. Εξαιρείται δε από το ρυθμιστικό πεδίο της διατάξεως αυτής «το υλικό στο οποίο στηρίζεται κατά βάση η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου», πλην όμως η φράση «στο οποίο στηρίζεται κατά βάση» δύναται να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, πλήττοντας επί της ουσίας το δικαίωμα αποτελεσματικής υπεράσπισης.

Αλλωστε, η ανεμπόδιστη πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας ουδέποτε μέχρι και σήμερα έχει προκαλέσει το παραμικρό πρόβλημα σε οποιοδήποτε δικονομικό στάδιο. Κατά συνέπεια, φαντάζει εντελώς προσχηματική η «επιχειρηματολογία» περί υποτιθέμενης αναγκαιότητας εναρμονίσεως με την οδηγία του έτους 2012.

Το δικηγορικό σώμα και οι επιστημονικές ενώσεις με αντικείμενο το ποινικό δίκαιο αποδοκιμάζουμε και αντιτιθέμεθα σε κάθε προσπάθεια φαλκίδευσης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς και του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας.
Γιάννης Μαντζουράνης, Μέλος Πολιτικής Γραμματεάις ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: «Περιστολή βασικού δικαιώματος κατηγορουμένων»

Στο τελευταίο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης επιχειρείται να περιοριστεί δραστικά κατά την κρίση του εκάστοτε αρμόδιου ανακριτικού ή εισαγγελικού λειτουργού το δικαίωμα του ελεγχομένου, ύποπτου ή κατηγορουμένου να λαμβάνει γνώση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που περιέχονται στη σχηματισθείσα εναντίον του δικογραφία. Μάλιστα, η νομοτεχνική διατύπωση τόσο της αρχικής όσο και της βελτιωμένης σχετικής διάταξης περιλαμβάνει αόριστες έννοιες και ασαφείς όρους, που παρέχουν σε δικαστές και εισαγγελείς ευρύτατες ευχέρειες ερμηνείας και εφαρμογής αυτής της διάταξης, που εγγίζουν τα όρια της σχεδόν απεριόριστης διακριτικής ευχέρειας, χωρίς αντίστοιχες δικλίδες ασφαλείας για τον ελεγχόμενο πολίτη που πλήττονται θεμελιώδη δικαιώματά του, με πρώτο και κύριο το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).

Σημειωτέον ότι η επίκληση της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 δεν αποτελεί παρά μόνον προσχηματική δικαιολόγηση της επιχειρούμενης θέσπισης της εν λόγω διάταξης.

Και αυτό γιατί η παραπάνω οδηγία: α) δεν υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν όλες τις σχετικές προβλέψεις της, αλλά αφήνει πολλά περιθώρια εφαρμογής ρυθμίσεων στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους-μέλους, δηλαδή δεν είναι υποχρεωτική αλλά προαιρετική η υιοθέτηση των επίμαχων ρυθμίσεων, β) προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις για τον περιορισμό του κρίσιμου για μια δίκαιη δίκη δικαιώματος ακώλυτης πρόσβασης σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας καθώς και δικλίδες ασφαλείας για την άμυνα των πολιτών έναντι των αυθαιρεσιών οργάνων της δικαστικής εξουσίας, που απουσιάζουν από την προτεινόμενη ρύθμιση της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα ακόμη –όχι βήμα αλλά– άλμα στον θεσμικό κατήφορο του καθεστώτος Μητσοτάκη, που δυστυχώς δεν έχει πάτο, όπως φαίνεται από τις συνεχείς ακραία αυταρχικές επιλογές του σε σχέση με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, οι οποίες δυναμιτίζουν την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Ηλίας Ι. Κλάπας, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά: «Ανεπίτρεπτος περιορισμός δικαιωμάτων του κατηγορουμένου»

Hεπιχειρούμενη με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, διά της τροποποίησης του άρθρου 100 ΚΠΔ, περιστολή του δικαιώματος πλήρους πρόσβασης του κατηγορουμένου στη δικογραφία υπονομεύει το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της δίκαιης δίκης σύμφωνα με την ΕΣΔΑ. Σημειωτέον ότι με τον τρόπο αυτό επηρεάζονται και περιορίζονται, αντιστοίχως, τα δικαιώματα του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας, μέσω του άρθρου 107 ΚΠΔ, όποτε είναι επιτρεπτή η παράστασή του.

Ευλόγως δημιουργούνται απορίες για τις σκοπιμότητες και τη χρονική συγκυρία εισαγωγής της τροποποίησης όταν, παρά τις πολλαπλές τροποποιήσεις του ΚΠΔ με την ίδια κυβέρνηση τα τελευταία έξι χρόνια, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή οδηγία (ΕΕ) 2012/13, την οποία το υπουργείο σήμερα επικαλείται μη ορθώς για να εισαγάγει τη διάταξη αυτή.

Οι νομοτεχνικές αλλαγές από το υπουργείο στη διατύπωση της διάταξης δεν αλλάζουν την ουσία της και τα προβλήματα που δημιουργεί. Με τις αλλαγές αυτές διευκρινίζεται αφενός ότι η διάταξη αφορά αδικήματα που προσβάλλουν μη προσωποπαγή έννομα αγαθά και αφετέρου ότι δεν αφορά στο τμήμα της δικογραφίας στο οποίο στηρίζεται κατά βάση η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου.
Δημήτρης Λυρίτσης, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών: «Είμαστε σθεναρά αντίθετοι»

Σε ό,τι έχει να κάνει με την επιχειρούμενη εισαγωγή στην έννομη τάξη μιας διάταξης με την οποία περιορίζεται η πρόσβαση του κατηγορουμένου στο υλικό της δικογραφίας μάς βρίσκει αντίθετους ως νομική κοινότητα, ως νομικό σώμα. Είμαστε σθεναρά αντίθετοι, καθώς θεωρούμε ότι συνιστά απόπειρα φαλκίδευσης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, βάλλει κατά του κράτους δικαίου καθώς και κατά της δίκαιης δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Στις δυτικές κοινωνίες, στα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη δεν συναντάται τέτοιος περιορισμός δικαιωμάτων και είναι απολύτως προβληματικός.

Βέβαια, για εμάς δεν είναι τυχαίο αυτό το οποίο συμβαίνει, καθώς έρχεται σε συνέχεια νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης που περιορίζουν ή περιστέλλουν θεμελιώδη κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα. Τέτοια παραδείγματα είναι οι νόμοι που αφορούν τις υποκλοπές. Ενα άλλο τέτοιο σημείο είναι οι αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες σε συστηματική βάση, που κάθε φορά περιορίζουν πραγματικά δικαιώματα τόσο της υπεράσπισης όσο και των κατηγορουμένων. Η αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων προς το αυστηρότερο οδηγεί στην αποσάθρωση ενός δικαιϊκού συστήματος.

Ωστόσο δεν περιμέναμε να φτάσουμε εδώ, τόσο εξόφθαλμα και χωρίς να γίνεται κατανοητός ο λόγος μιας τέτοιας νομοθέτησης. Η επίκληση από την κυβέρνηση της υποχρέωσης που έχουμε για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2012/13 είναι προσχηματική. Αυτό το λέμε γιατί η χώρα μας δεν είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει πλήρως τη συγκεκριμένη εξαίρεση, ενώ οι οδηγίες θέτουν κατά κανόνα τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας και αφήνουν ελεύθερα τα κράτη-μέλη να θέσουν και υψηλότερα πρότυπα προστασίας. Επομένως, η διάταξη όπως εισάγεται είναι αυτό το «ελάχιστο». Εχει γενικούς κανόνες, οι οποίοι κάθε φορά χρειάζονται εξειδίκευση και δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι φορείς της εξειδίκευσης αυτών των γενικών κανόνων. Οταν δεν είμαστε συγκεκριμένοι σε ποινικούς – νομικούς κανόνες, εκεί πια το γενικό γίνεται κανόνας, ενώ θα έπρεπε να ισχύει εντελώς το αντίθετο.

Ο γενικός τρόπος που τίθεται η διάταξη αφήνει το περιθώριο σε οποιοδήποτε δικαστικό όργανο να στερήσει ανά πάσα στιγμή το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο του υλικού της δικογραφίας του κατηγορουμένου. Επιπλέον, το δεύτερο που τέθηκε από την πλευρά της κυβέρνησης «γιατί διαμαρτύρεστε αφού αυτή η διάταξη προϋπήρχε από το 2014 έως το 2019;» έχει ως απάντηση το γεγονός ότι ακριβώς λόγω του ατυχούς και αντισυνταγματικού χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης, που πρόσβαλλε το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη του κατηγορουμένου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ορθότατα καταργήθηκε. Πρέπει όμως να πούμε ότι για όσα χρόνια ίσχυσε η συγκεκριμένη διάταξη, την οποία από τότε είχαμε στηλιτεύσει, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αφού λοιπόν αναγνωρίζουμε το λάθος, δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε σε αυτό.

Σχετικά με το τι ισχύει στην Ευρώπη και αν η χώρα μας αποτελεί «ευρωπαϊκή εξαίρεση», πρέπει να πούμε ότι δεν αποτελούμε ευρωπαϊκή εξαίρεση. Κάθε άλλο. Θα αποτελέσουμε τώρα ευρωπαϊκή εξαίρεση με αυτήν τη νομοθέτηση. Εάν δούμε τους ΠΚ στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και δη στα μεγαλύτερα, όπως η Γερμανία, η μη πλήρης πρόσβαση στη δικογραφία περιορίζεται με βάση τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όμως μόνο για πολύ ειδικούς λόγους που συνδέονται με τον κίνδυνο να τεθεί σε κίνδυνο η έρευνα και εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα, δηλαδή για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Ετσι είναι στα περισσότερα ή σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη.
Θεόδωρος Μαντάς, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών: «Θεσμική εκτροπή μεταμφιεσμένη σε μεταρρύθμιση»

Η επικείμενη προσθήκη της παραγράφου 3 στο άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αποτελεί μια θεσμική εκτροπή μεταμφιεσμένη σε μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση βαφτίζει προστασία δημοσίου συμφέροντος αυτό που στην πράξη συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην υπεράσπιση, συρρικνώνοντας ένα ουσιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου, την πλήρη πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας, το οποίο ερείδεται σε θεμελιώδεις εγγυήσεις: στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ, στο άρθρο 20 παρ. 1 συντάγματος και στο άρθρο 14 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ. Η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει την οδηγία 2012/13/ΕΕ ως δικαιολογία για να περιορίσει την πρόσβαση στη δικογραφία.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η οδηγία δεν μας επιβάλλει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, προβλέπει μόνο τα ελάχιστα κοινά πρότυπα προστασίας και αφήνει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να διατηρήσουν υψηλότερο επίπεδο εγγυήσεων. Η Ελλάδα επιλέγει συνειδητά να μειώσει την προστασία όχι γιατί αναγκάζεται, αλλά γιατί θέλει να κινηθεί σε μια πιο κατασταλτική κατεύθυνση.

Το ίδιο το προοίμιο της οδηγίας μιλά για πιθανή μερική πρόσβαση μόνο αν ήδη προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και πάντα με προτεραιότητα στα δικαιώματα υπεράσπισης. Ακόμη κι εκεί οι περιορισμοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εδώ όμως ο περιορισμός παρουσιάζεται αόριστος, χωρίς καθορισμένα κριτήρια, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο αυθαιρεσίας.

Μέσα σε όλα αυτά βλέπουμε να επαναλαμβάνεται η ίδια πρακτική, συνεχείς, αποσπασματικές αλλαγές στους κώδικες που έχουν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του ποινικού μας δικαίου. Δικαστές, εισαγγελείς, συνήγοροι στα ποινικά δικαστήρια με διαφορετικούς μεταξύ τους Ποινικούς Κώδικες επιδιώκοντας να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο. Πολίτες σε διαρκή περιστολή των δικαιωμάτων τους. Το αποτέλεσμα, ένα ποινικό δίκαιο όχι εγγυητικό αλλά βαθύτατα τιμωρητικό, όπου η υπεράσπιση πλέον θεωρείται πολυτέλεια. Η νέα νομοθετική ρύθμιση δεν ενισχύει το κράτος δικαίου, αντιθέτως το αποδυναμώνει και κυρίως το πλήττει εκεί ακριβώς που είναι περισσότερο αναγκαίο, στην ισότητα των όπλων και στη διαφάνεια της ποινικής διαδικασίας.
Κώστας Παπαδάκης, πρώην μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών: «Δεν στοχεύουν μόνο στους κατηγορούμενους. Στοχεύουν κυρίως στα θύματα»

Το γεγονός ότι ο συντάκτης της διάταξης γράφει «στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της δίκαιης δίκης» μαρτυρά την ένοχη συνείδησή του. Πώς είναι δυνατόν να μην έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της δίκαιης δίκης το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν πληροφορείται τις εναντίον του κατηγορίες, πράγμα που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ΕΣΔΑ;

Το πώς μπορεί να συμβεί αυτό το έχουμε δει με τις υποκλοπές και με όλες εκείνες τις ιδιαίτερες ανακριτικές διαδικασίες, οι οποίες στηρίζονται σε αόριστες κρίσεις περί εθνικής ασφάλειας, δημοσίου συμφέροντος κ.λπ. Θεωρώ ότι πηγή κάθε δικαστικής αυθαιρεσίας είναι η αδιαφάνεια και γι’ αυτό τον λόγο ήμουν πάντα αντίθετος με τον θεσμό των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος ή των προστατευόμενων μαρτύρων και με τον αποκλεισμό των διαδίκων από την πρόσβαση στη δικογραφία. Εχετε υπόψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν στοχεύουν μόνο στους κατηγορούμενους.

Στοχεύουν κυρίως στα θύματα, δηλαδή σε αυτούς που παρίστανται προς υποστήριξη της κατηγορίας, διότι αυτή η κατηγορία των διαδίκων εδώ και κάποιες δεκαετίες έχει περιορισμένη πρόσβαση στη δικογραφία και υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες θεωρώ ότι επιχειρούν να χτίσουν ένα τείχος προστασίας. Αναφέρομαι φυσικά σε υποθέσεις όπως τα Τέμπη, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και το ναυάγιο της Πύλου. Εκτιμώ λοιπόν ότι αυτούς πάνε να προστατέψουν. Επομένως πρόκειται για μια αδιαφανή και αυθαίρετη διάταξη (καθώς αναφορικά με την κρίση περί «εθνικής ασφάλειας» δεν αναφέρεται ποιος θα είναι εκείνος που θα την κάνει), με την κυβέρνηση να αποκτά τη δυνατότητα να ποδηγετεί την απονομή δικαιοσύνης εκδίδοντας διατάξεις με τις οποίες θα απαγορεύεται η πρόσβαση στη δικογραφία μέχρι να πετύχει το αποτέλεσμα που θέλει.

Η άποψη μου είναι ότι στοχεύουν στην πολιτική αγωγή. Αυτό διότι προβλέπουν μόνο υπέρ του κατηγορουμένου το δικαίωμα έκφρασης αντιρρήσεων. Αυτό εξίσου μαρτυρά την ένοχη συνείδησή τους, επειδή δεν τολμούν να απολυτοποιήσουν τη ρύθμιση αυτή, αλλά παρέχουν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να αντιδράσει. Γιατί όμως δεν προβλέπεται το ίδιο και για εκείνον που υποστηρίζει την κατηγορία, τουλάχιστον στο χρονικό στάδιο μετά την κλήση του κατηγορούμενου;
Δημήτρης Καλτσώνης, καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο: «Μια ακόμη ψηφίδα στην οικοδόμηση αστυνομικού κράτους»

Με την προτεινόμενη ρύθμιση φαλκιδεύονται στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, που ήταν κατοχυρωμένα εδώ και πολλές δεκαετίες και που αποτελούν θεμελιώδη συστατικά της έννοιας του κράτους δικαίου. Οι διωκτικές αρχές μπορούν να «τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί» τον κατηγορούμενο μετατρέποντάς τον σε ένοχο.

Με τη διάταξη αυτή, που έρχεται να προστεθεί σε άλλες παρόμοιες, προηγούμενες νομοθετικές αλλαγές, φαίνεται πως η κυβέρνηση οικοδομεί συστηματικά, βήμα το βήμα, ένα αυταρχικό, αστυνομικό κράτος. Από τη μια πλευρά έχουμε την ψήφιση δρακόντειων, αντιδημοκρατικών διατάξεων (όπως το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων ή των φοιτητών), από την άλλη τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και ταυτόχρονα την ωμή παραβίαση του συντάγματος (όπως συνέβη με το άρθρο 16 αλλά και με άλλες διατάξεις). Η δημοκρατική κοινή γνώμη οφείλει να εγερθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου