
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η επερχόμενη κρίση στη Γαλλία κάνει τους επενδυτές του γνωστού, στον κόσμο των luxury brands, ομίλου LMVH να ζητούν τη διάσπασή του για μείωση του επερχόμενου κινδύνου.
Η μεγαλύτερη εταιρεία πολυτελείας στον κόσμο, η LVMH, βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξανόμενες πιέσεις από επενδυτές, σύμφωνα και με τον Economist, που ζητούν να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο διάσπασης της αυτοκρατορίας της. Η φράση που ακούγεται ολοένα και συχνότερα στη χρηματοοικονομική επικαιρότητα -Investors are starting to call for the luxury conglomerate to break itself apart- αποτυπώνει μια στροφή που δεν περιορίζεται πλέον στη θεωρία, αλλά εισέρχεται δυναμικά στη δημόσια συζήτηση.

Η LVMH έχει στην κατοχή της περισσότερες από 70 επώνυμες μάρκες, ανάμεσά τους, Louis Vuitton, Christian Dior, Fendi, Givenchy, Dom Pérignon, Hennessy και Bulgari. Photo: us.louisvuitton.com
Ο γαλλικός κολοσσός
Η LVMH, υπό την καθοδήγηση του Bernard Arnault, ελέγχει περισσότερα από 70 brands σε τομείς που εκτείνονται από τη μόδα και τα δερμάτινα είδη μέχρι την οινοπαραγωγή, τα καλλυντικά, τα κοσμήματα και το λιανικό εμπόριο. Αυτή η εκτεταμένη διαφοροποίηση υπήρξε για χρόνια η δύναμη του ομίλου, επιτρέποντάς του να αντέχει σε κρίσεις και να επεκτείνεται σε νέες αγορές. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, η ίδια αυτή δομή έχει αρχίσει να λειτουργεί ως βαρίδι στην αποτίμηση της εταιρείας. Στη Wall Street και στο Παρίσι όλο και περισσότεροι μιλούν για το λεγόμενο “conglomerate discount”. Πρόκειται για το φαινόμενο όπου η αγορά αποδίδει χαμηλότερη αξία σε έναν όμιλο-κολοσσό, σε σχέση με το άθροισμα των τμημάτων του. Με απλά λόγια, οι μετοχές της LVMH αποτιμώνται λιγότερο από ό,τι θα άξιζαν οι Louis Vuitton, Dior, Moët Hennessy ή Sephora αν λειτουργούσαν ως αυτόνομες εισηγμένες εταιρείες.
Δεν είναι λίγοι οι επενδυτές που πιστεύουν ότι ένα πιθανό spinoff συγκεκριμένων δραστηριοτήτων θα μπορούσε να απελευθερώσει σημαντική αξία. Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρίσκονται κυρίως οι μονάδες Moët Hennessy και Sephora, δύο από τις πλέον κερδοφόρες θυγατρικές. Η δημιουργία ανεξάρτητων εισηγμένων εταιρειών θα μπορούσε να προσελκύσει νέους επενδυτές και να ενισχύσει την κεφαλαιοποίηση κάθε brand, αποφεύγοντας το “discount” που βαραίνει σήμερα τον όμιλο.
Πέρα όμως από τις καθαρά χρηματοοικονομικές παραμέτρους, μια πιθανή διάσπαση θα είχε και στρατηγικά οφέλη. Ο Arnault, που έχει χτίσει μεθοδικά τη LVMH σε διάστημα δεκαετιών, βρίσκεται αντιμέτωπος με το ζήτημα της διαδοχής. Η μεταβίβαση μιας τεράστιας και πολυσύνθετης αυτοκρατορίας στα παιδιά του ή στη διοικητική ομάδα δημιουργεί αναπόφευκτα προκλήσεις. Η διάσπαση σε πιο «καθαρά» και αυτόνομα κομμάτια θα καθιστούσε τη μετάβαση ηγεσίας πιο ομαλή, διευκολύνοντας τη διαχείριση και μειώνοντας τις εντάσεις.

H οικογένεια Arnault, από αριστερά, ο Frederic, η Delphine, ο Antoine, ο Bernard Arnault με τη σύζυγό του Helene και ο Alexandre.
Παρότι ο Arnault μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει σημάδια ότι εξετάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η συζήτηση έχει ανοίξει. Η έντονη πτώση της αξίας της LVMH μέσα στο 2024 και το 2025, καθώς η κινεζική αγορά πολυτελείας δείχνει σημάδια κόπωσης, ενίσχυσε τις φωνές που ζητούν μια ριζική αλλαγή. Η εικόνα ενός ενιαίου ομίλου που κυριαρχεί παγκοσμίως αρχίζει να αμφισβητείται από μια νέα οπτική: αυτή της στοχευμένης, «σπασμένης» δομής που θα μπορούσε να αποδώσει περισσότερο.
Αν τελικά η LVMH προχωρήσει σε διάσπαση, θα πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες ανακατατάξεις στην ιστορία της βιομηχανίας πολυτελείας. Προς το παρόν, όμως, το μόνο βέβαιο είναι ότι η πίεση των επενδυτών μεγαλώνει και το ερώτημα «πότε» αντί για «αν» φαίνεται να πλησιάζει όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό το πολυτελές “κατάστημα-πλοίο” του ομίλου στη Σαγκάη πολλοί αναλυτές τολμούν να το παρομοιάσουν με τον Τιτανικό.
Τα μέτρα που παίρνει ο Bernard Arnault
Ο Arnault έχει δημοσίως εκφράσει την αντίθεσή του στην προτεινόμενη αύξηση του φόρου εταιρειών (corporate tax), χαρακτηρίζοντας το μέτρο ως «φόρο κατά του made in France» που ενθαρρύνει τη μετεγκατάσταση. Προειδοποίησε ότι εταιρείες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία σε αναζήτηση πιο φιλικού φορολογικού περιβάλλοντος. Παρά τις δηλώσεις όμως, που είχαν οδηγήσει και σε ένα υβριστικό προς το πρόσωπο του Bernard Arnault πρωτοσέλιδο της Liberation, σε δημόσια έγγραφη ανακοίνωση τόνισε ότι δεν έχει άμεσα σχέδια μετεγκατάστασης.

Η μνημειώδης κατασκευή της Louis Vuitton με τη μορφή ενός κρουαζιερόπλοιου που άνοιξε πρόσφατα στη Σαγκάη.
Eπίσης, κατά τη διάρκεια της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του LVMH την περασμένη άνοιξη, ο Arnault υποστήριξε τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, επιδιώκοντας να προστατεύσει τις εξαγωγές από αντισταθμιστικά δασμών και να μειώσει κινδύνους για τη βιομηχανία του. Στην ίδια κατεύθυνση, άφησε να εννοηθεί ότι είναι έτοιμος να αυξήσει, αντισταθμιστικά, την παραγωγή στις ΗΠΑ, όπως ήδη είχε κάνει με το εργαστήριο Louis Vuitton στο Τέξας. Αν και αυτή η εγκατάσταση δεν απέδωσε όπως αναμενόταν, παραμένει ένα εργαλείο για τη ρύθμιση του κόστους αλλά και μιας πιθανής μετεγκατάστασης ανάλογα με τις εξελίξεις.
Παράλληλα, ο Arnault έχει επιδείξει ενεργή στάση απέναντι στις πολιτικές και φορολογικές εξελίξεις. Κατά την ακρόασή του σε επιτροπή της γαλλικής Γερουσίας, δήλωσε ότι η κυβέρνηση πρέπει να ενθαρρύνει, και όχι να τιμωρεί, εταιρείες που επενδύουν στη Γαλλία, υπογραμμίζοντας τον σημαντικό ρόλο του LVMH στην οικονομία. Ζήτησε επίσης από την Ευρώπη να είναι πιο ευέλικτη και να κάνει παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για να αποφευχθούν δασμοί, επαινώντας το Ηνωμένο Βασίλειο για τη συμφωνία του με την Αμερική, ως παράδειγμα προς μίμηση.
Σε επίπεδο διαχείρισης περιουσίας και διαδοχής, ο Arnault έχει ήδη προβεί σε σημαντικές κινήσεις: Το 2008 δημιούργησε τη βελγική ιδιωτική “Protectinvest” (ή Pilinvest), με στόχο να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του ελέγχου του ομίλου LVMH και να περιορίσει τις πιθανότητες συρράξεων μεταξύ των κληρονόμων. Ο θεσμός αυτός συνοδεύτηκε από συγκεκριμένους όρους, όπως κλείδωμα πώλησης μετοχών για μια δεκαετία και καθορισμό διαδόχου από την οικογένεια. Η επιχειρηματική του πολιτική περιλαμβάνει επίσης την αποκέντρωση των επιμέρους brands του ομίλου LVMH, ώστε να λειτουργούν ανεξάρτητα. Αυτό μειώνει τον συγκεντρωμένο κίνδυνο και επιτρέπει σε κάθε brand να αναπτύσσει στρατηγική ανθεκτικότητας.
Παρόλο που η περιουσία του Arnault μειώθηκε κατά περίπου 15 με 38% σε περιόδους κρίσης, κυρίως λόγω της πτώσης των μετοχών της LVMH, η στρατηγική του φαίνεται να επικεντρώνεται όχι τόσο στη διατήρηση του ύψους της περιουσίας, όσο στη διατήρηση του ελέγχου μέσω ειδικών δομών και στη συνεχή πολιτική αξιοποίηση, μέσα από παρεμβάσεις στον δημόσιο διάλογο και πίεση στις κυβερνήσεις.
Αυτή η ολοκληρωμένη προσέγγιση , όχι μόνο φορολογική ή οικονομική, αλλά επίσης πολιτική και δομική, δείχνει την πολυεπίπεδη στρατηγική προστασίας της περιουσίας του Arnault εν όψει της επερχόμενης κρίσης. Με έναν συνδυασμό δημόσιου λόγου, παραγωγικής ευελιξίας, νομοθετικής πίεσης και εσωτερικών οικογενειακών μηχανισμών, φαίνεται ότι επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους και να διασφαλίσει τη συνέχεια και επιρροή του.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου