Δευτέρα, Δεκεμβρίου 29, 2025

Μπριζίτ Μπαρντό: Από το Σεν Τροπέ και τον Αστέρα Βουλιαγμένης στις καρδιές όλου του κόσμου

 
Η ιστορία της γυναίκας με την εκρηκτική προσωπικότητα που έγινε μύθος χωρίς να μπορέσει να βρει ποτέ την ευτυχία - Οι τέσσερις γάμοι, οι τρεις απόπειρες αυτοκτονίας και η προβληματική σχέση με τον γιο της

Η αθώα και ταυτόχρονα σέξι μορφή, οι τέλειες αναλογίες, τα σαρκώδη χείλη και η ελαφρά ανυψωμένη μύτη ήταν απλές λεπτομέρειες για μια γυναίκα που ξεπέρασε τον μύθο της από νωρίς και έγινε σημείο αναφοράς (κυριολεκτικά) σε όλο τον πλανήτη: οι γυναίκες ντύνονταν και ήθελαν να μοιάζουν στην «μπεμπέ», οι άνδρες τη φαντασιώνονταν, και οι παπαράτσι υπήρξαν για να την κυνηγούν σε κάθε της βήμα. Η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν το πιο ωραίο κεφάλαιο σε μια σκοτεινή, μεταπολεμική Ευρώπη και η απόλυτη μούσα σε μια εποχή που αναζητώντας απεγνωσμένα την ομορφιά, την εντόπισε στο πρόσωπό της.

Η γυναίκα με την εκρηκτική προσωπικότητα, που έγινε είδωλο προτού καν προλάβει να αντιληφθεί τον εαυτό της, σκοπώντας απλόχερα αστρόσκονη στις πιο σκληρές όψεις του βίου, δεν υπήρξε, ωστόσο, ποτέ χαρούμενη. «Είμαι η Μπριζίτ Μπαρντό, είμαι πλούσια, πετυχημένη και δυστυχισμένη» ήταν η μόνιμη φράση που έβγαινε από τα χείλη αναφορικά με την κατάσταση της και παρότι έζησε μέχρι τα 92, δεν κατέκτησε ποτέ την ευτυχία. Έκανε τέσσερις γάμους και ένα παιδί που μάλλον δεν αγάπησε ποτέ, γεύτηκε από νωρίς την επιτυχία την οποία εγκατέλειψε με περισσή ευκολία στα 35 της χρόνια και βρήκε ισόβιο καταφύγιο στα ζώα, τα οποία ίσως ήταν τα μόνα έμβια πλάσματα που λάτρεψε πραγματικά. Οι τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της, μαρτυρούν τη δυσκολία της να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του βίου που δεν την ήθελαν μόνο όμορφη αλλά και κανονική.


Η Μπαρντό με έναν άλλο θρύλο του γαλλικού σινεμά, τον Αλέν Ντελόν

Αυτό είναι, μάλλον, που δεν κατάφερε ποτέ, όσο και αν προσπάθησε, όσο και αν οι άνδρες που γνώρισε θέλησαν να τη φέρουν στα δικά τους μέτρα: απροσάρμοστη και με μια αίσθηση ελευθερίας που διαπερνούσε κάθε πτυχή του διαρκώς ηλεκτρισμένου σώματος της, σαν να απέμπεπε ταυτόχρονα ισχυρές δόσεις σεξουαλικότητας και ελευθερίας, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, η B.B. ήξερε πως δεν ανήκει σε αυτό τον κόσμο. Μεγαλωμένη σε ένα αυστηρό περιβάλλον, μιας καθολικής οικογένειας που της διάβαζαν κάθε βράδυ την προσευχή για να κοιμηθεί και την τιμωρούσαν χτυπώντας την, ακόμα και αν τολμούσε να σπάσει κάποιο βάζο, θα έβρισκε από νωρίς καταφύγιο στην τέχνη. Την ώρα που τα γερμανικά στρατεύματα θα έμπαιναν στο Παρίσι η νεαρή Μπριζίτ, μελαχρινή ακόμα τότε και μάλλον ντροπαλή, θα κλεινόταν στο πολυτελές διαμέρισμα και θα χόρευε.


Το μπαλέτο ήταν το δικό της καταφύγιο και το ταλέντο της θα το αναγνώριζε ο δάσκαλος της στο απαιτητικό Παρισινό Κονσερβατόριο, στο οποίο θα διακρινόταν κερδίζοντας πολλά βραβεία. Σε ηλικία 7 ετών, δηλαδή το 1949 θα περάσει στο Ωδείο του Παρισιού από οπου θα αποσπάσει, επίσης, πολλές διακρίσεις. Αλλά ήξερε ότι για να φύγει από το σπίτι πρέπει να αυτονομηθεί οικονομικά: βγάζει το πρώτο της χαρτζιλίκι ποζάροντας ως μοντέλο και ύστερα από την προτροπή μιας οικογενειακή φίλης κερδίζει το πρώτο της εξώφυλλο στο περιοδικό «Elle». Η jeune fille ανδρών και γυναικών-ακόμα και η δική μας Βουγιουκλάκη υιοθετεί το στυλ της-συζητιέται πλέον παντού. Οι σκηνοθέτες ξερουν ότι έχουν βρει τη νέα τους μούσα.

Η Μπαρντό με τον Ζακ Σιράκ



ΚλείσιμοΠρώτος από όλους ο Μαρκ Αλεγκρέ που βάζει τον βοηθό του, Ροζέ Βαντίμ, να τη βρει για να παίξει στην ταινία του «Les Lauries son coupes»-μόνο που δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η 16χρονη πρωταγωνίστρια σε ένα φιλμ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ θα κλεβόταν με τον 22χρονο βοηθό, ο οποίος την είχε εντοπίσει από το εξώφυλλο του ELLE και έδειχνε αποφασισμένος να την κατακτήσει. Το ζευγάρι ζει σχεδον στην παρανομία, με τη νεαρή Μπριζίτ να έχει φύγει πλέον από το σπίτι την ίδια στιγμή που οι σκηνοθέτες δίνουν μάχη για ένα της πλάνο: έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο κατακτά με τη συμμετοχή της στο Le trou normand του Ζαν Μπουαγιέ ενώ ο Γουιλί Ροζιέ της προσφέρει μια καίρια συμμετοχή στην ταινία Μανίνα, ο γυμνός θησαυρός. Μόλις η ταυτότητά της δείχνει 18, η Μπριζίτ παντρεύεται ως συνεπής πιστή του καθολικισμού στην εκκλησία, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1952. Ο Βαντίμ, που ξέρει καλά πως να μετατρέπει τις πρωταγωνίστριες του σε απόλυτες σταρ, πουλάει τα δικαιώματα του γάμου τους στο Paris-Match και η πανέμορφη νέα μουσα μπαίνει για καλά στις ατζέντες των διψασμένων για νέα είδωλα δημοσιογράφων.

Τότε, όμως, δεν ήταν φυσιολογικό για μια νέα ηθοποιό που δεν έχει καν κλείσει τα είκοσι να μετατρέπεται από αθώα ανζενί σε αγριεμένο θηλυκό χωρίς όρια σε μια συντηρητική κοινωνία που είχε συνηθίσει τις πρωταγωνίστριες να προσπαθούν να χωρέσουν στις επίσημες τουαλέτες τους και να ποζάρουν για μια φωτογραφία. Αντιθέτως, η Μπριζίτ με τα άγρια, αχτένιστα μαλλιά κυκλοφορώντας παντού μόνο με το μαγιό της αποφεύγει επιμελώς όχι μόνο τα ρούχα αλλά και οτιδήποτε στημένο. Στα 19 της συμμετέχοντας σε ωραίες εναλλακτικές ταινίες, όπως το «Κίτρινο Διαβατήριο» κάνει την πρώτη δυναμική εξόρμηση στο φεστιβαλ των Καννών μετατρέποντας την Κρουαζέτ σε αντικείμενο μπριζετικής αναφοράς: οι φωτογράφοι αφήνουν τις πρωταγωνίστριες πρώτης γραμμής για να απαθανατίσουν το άγριο θηλυκό που τολμά να φωτογραφηθεί μπροστά από το Carlton με ένα (μάλλον φτηνό) χαλαρό μπικίνι.

H Μπριζίτ Μπαρντό με τον Ροζέ Βαντίμ




Δεν θέλει πολύ για να τρελαθούν οι Γάλλοι με αυτό το κορίτσι που εκφράζει τo γνήσιο ελευθεριακό dna τους, τη φυσική ομορφιά και το πρωτόγωνο σεξ απίλ που δεν χωράει σε ταμπέλες. Όταν Ιταλίδες πρωταγωνίστριες όπως η Σοφία Λόρεν θέλουν έναν ολόκληρο στρατό από στυλίστες, συμβούλους και μακιγιέζ, η ατιθάσευτη Γαλλίδα φοράει μονη της το eye liner της, που γίνεται μόδα, πετάει τους ψεύτικους κότσους πιάνοντας τα μαλλιά της ψηλά με μολύβια και κυκλοφορεί ξυπόλητη αγνοώντας αν αυτό που μόλις πέταξε μακριά είναι ένα ζευγάρι πανάκριβα Dior. O Ροζέ Βαντίμ δεν ονομάζει τυχαία την ταινία, όπου τη βάζει να πρωταγωνιστήσει το 1959 «Κι ο Θεός έπλασε τη Γυναίκα» αφού το εννοεί. Όπως λέει με απόλυτο τρόπο η φεμινίστρια και φιλόσοφος Σιμόν Ντε Μποβουάρ «Η Μπριζίτ Μπαρντό είναι η πιο απελευθερωμένη γυναίκα στην μεταπολεμική Γαλλία».




Αυτό, σίγουρα, δεν συμβαίνει αν κάθε κίνηση του κορμιού δεν απελευθερώνει ταυτόχρονα υψηλά ποσοστά ζωώδους ενέργειας και ανδρεναλίνης και ισχυρές δόσεις αυθεντικότητας: η Μπαρντό δεν προσποιείται τη σεξουαλικά απελευθερωμένη, είναι. Ο χορός της μπροστά στον αποσβολωμένο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, σε μια σκηνή της ταινίας, δεν έγραψε μόνο ιστορία αλλά παρέσυρε δαίμονες και αγγέλους, σε έναν χώρο, ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση που φτιάχτηκε αποκλειστικά για εκείνη και τα θύματα της: σε αυτό στοιβάχτηκαν από τον ίδιο τον σκηνοθέτη σύζυγό της που είδε τον μοιραίο Γάλλο πρωταγωνιστή να την κλέβει από την αγκαλιά του, τους εκατοντάδες θαυμαστές της που υποχρέωναν τις συντρόφους τους να βάψουν τα μαλλιά τους ξανθά για να της μοιάσουν αλλά και τους απανταχού συντηρητικούς που δεν άντεχαν να βλέπουν αυτή την έκρηξη σεξουαλικότητας να απειλεί την αδιάφορη ζωή τους.

Η Μπριζίτ Μπαρντί με τον Σασά Ντιστέλ

Η Μπαρντό δέχεται λυσαλέες επιθέσεις όχι μόνο για τις επιλογές της ζωής της αλλά μόνο και μόνο γιατί κινείται και αναπνέει. Κάθε λέξη της γίνεται σλόγκαν, οι παιδικές μπαλαρίνες της παίρνουν τη θέση των λουστραρισμένων τακουνιών, τα στενά τζιν της είναι καθημερινά κομμάτια της «μπαρντολατρίας» που είναι πλέον γεγονός. Η Ευρώπη που έχει βγει λίγα χρόνια πριν από έναν απόλυτα αιματηρό πόλεμο και μια σειρά από εμφυλίους πολέμους έχει ανάγκη από ένα (πανέμορφο) σκάνδαλο για να ξεχάσει τα τραύματά της. Και αυτό έχει απλώς δυο αρχικά-αφου στους μύθους δεν ταιριάζουν τα ανθρώπινα ονόματα: B.B.

Όλοι έχουν ζήσει εκείνες τις εποχές, δεν υπάρχει περίπτωση να μη θυμούνται το σοκ που προκαλούσε η μορφή της, την ταραχή που επέφερε η σεξουαλικότητά της και την απόλυτη ειδωλοποίηση που ήταν το μόνο ουσιαστικό που μπoρούσε να περιγράψει την κατάσταση που προκάλεσε η ύπαρξή της. Οποια υπερβολή και αν γραφτεί θα είναι λίγη μπροστά στη φρενίτιδα που γέννησε ο μύθος της Μπαρντό. Αλλά εκείνη σχεδόν τον σνόμπαρε. Αρνήθηκε επανειλημμένως τις προτάσεις του Χόλιγουντ που την ήθελε ανάμεσα στα αστέρια του και δεν δέχτηκε καν την πρότασή του Κερκ Νταγκλας, όταν τη διέκρινε σε ηλικία 19 ετών προτείνοντας της να τον ακολουθήσει, δηλώνοντας ανυποχώρητα και φανατικά Γαλλίδα.



Η Αμερική ήταν η χώρα που δεν θέλησε ποτέ να κατακτήσει και για την οποία δεν έπαψε να δηλώνει πραγματική απέχθεια. Προτιμούσε, ακόμα και όταν στις αρχές της δεκαετίας του 60 βρίσκεται στο απώγειο της καριέρας της, να μένει στην έκταση που αγόρασε τότε στη Μαντράγκ, στο αγαπημένο της Σεν Τροπέ-το οποίο αυτή έκανε διάσημο-και να καλεί τους φίλους της σε πάρτι που έγραψαν ιστορία. Ξέρει, ωστόσο, ότι η παραμικρή της κινηση παρακολουθείται καθώς φωτογράφοι σκαρφαλώνουν στους τείχους από το τεράστιο κτήμα της και η λέξη παπαράτσι λέγεται ότι οφείλεται χάρη στο ομώνυμο ντοκιμαντερ του 1963 για τους φωτογράφους που δεν την άφηναν ποτέ σε ησυχία. Δεν πτοείται και εξακολουθεί να γυρίζει τη μια ταινία μετά την άλλη, αν και όλοι θα θυμούνται τον ειρωνικό τίτλο της ταινίας «Θέλετε να χορέψετε μαζί μου;» αφού μετά το τελος των γυρισμάτων πεθαίνει ο ωραίος συμπρωταγωνιστής της σε μια σειρά ταινιών, Ανρί Βιντάλ. Αλλά η ταινία που αγάπησαν όλο ιοι Γάλλοι ήταν αναμφίβολα το «Υβέτ, Το κορίτσι της Ακολασίας» του Κλοντ Ωτάν Λαρά, βασισμένο στο θρυλικό βιβλίο του Βέλγου συγγραφέα αστυνομικών Ζωρζ Σιμενόν, για μια πανέμορφη κλέφτα που ξεφεύγει επειδή την ερωτεύονται οι πάντες (πώς αλλιώς;) με τους Αμερικανούς να αποφασίζουν την απαγόρευσή της ταινίας λόγω του τολμηρού θέματος και των αντίστοιχων σκηνών της. Η Μπριζίτ Μπαρντό εξακολουθώντας να προκαλεί αναστάτωση όποια χώρα επισκέπται, καταφθάνει, εν μέσω Χούντας στην Ελλάδα, στον κοσμικό Αστέρα της Βουλιαγμένης, με τους φωτογράφους να την αναζητούν και πάλι για μια λήψη. Σε μια συνέντευξή της δηλώνει ότι της κάνουν εντύπωση η ομορφιά της Ύδρας και ο μεγάλος λογαριασμός που εκλήθη να πληρώσει αφου για πρώτη φορά στη ζωή της δεν διέμεινε κάπου, ύστερα από πρόσκληση.

Αλλά η Μπριζίτ Μπαρντό ποτέ δεν θέλησε, ακόμα και στους ρόλους της, να δείξει κάτι που δεν είναι: ζει τη ζωή της, ερωτεύεται χωρίς όρια, χωρίζει (και ξαναερωτεύεται), και απαιτεί στην ταινία «Η Μπαμπέτ πάει στον πόλεμο» να παίξει ένας ηθοποιός που έχει διακρίνει προ πολλού, ο Ζακ Σαριέ. Εννοείται ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα παντρεύονται και στις 11 Ιανουαρίου του 1960 γεννάει ένα πανέμορφο αγοράκι στο σπίτι της-αφού δεν της επιτρέπουν για καιρό να βγει από αυτό οι παπαράτσι. Η σχέση με τον γιο της, Νικολά Σαριέ ήταν πάντοτε προβληματική με την ίδια να δηλώνει μετά από χρόνια ότι καλύτερα «να είχα γεννήσει ένα σκυλάκι, παρά εκείνον»-άλλος ένας λόγος που παράμεινε για πάντα στην προσωπική της ζωή βαθιά δυστυχισμένη. Σαν να αντιλαμβάνεται ότι η κατάθλιψη είναι το αναγκαίο αντιστάθμισμα μιας τέτοιας καριέρας και οι προσωπικές προδοσίες διαρκής επιβεβαίωση των θνητών της ορίων: ο πατέρας της πουλάει στους παπαράτσι διάφορες φωτογραφίες, ο γραμματέας της αποκαλύπτει στους δημοσιογράφους τα μυστικά της και κανείς από την οικογένειά της δεν της απλώνει ένα χέρι τρυφερότητας. Η απελπισία σύντομα μετατρέπεται σε τρίτη αλλά πρώτη, σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας με την ίδια να πέφτει σε κώμα και να σώζεται από θαύμα-ευτυχώς η πίστη της στη θρησκεία την κάνει ακόμα να αντέχει.



Όταν βγαίνει από το νοσοκομείο, λαβωμένη από τον ίδιο της τον εαυτό, αποφασίζει ότι αυτή δεν θέλει να αλλάξει ζωή και στρέφεται στην πίστη. Την ίδια εποχή που ετοιμάζεται να γυρίσει την πιο σημαντική, ίσως, ταινία στην καριέρα της, Την «Περιφρόνηση» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, αποφασίζει να αφοσιωθεί στον αγώνα για τα δικαιώματα των ζώων, να γίνει χορτοφάφος και να στραφεί σε έναν δικό της, ιδιότυπο χιπισμό. Ο σκηνοθέτης της δηλώνει ότι ποτέ δεν κατάφερε να καταλάβει τι είχε στο μυαλό της όταν ερμήνευε τις σκηνές που έγιναν συνώνυμο της αιώνιας αθωότητας της Μεσογείου και της απόλυτης θεάς της που ήταν η Μπαρντό: όχι τυχαία γίνεται η πρώτη εν ζωή αμαρτωλή πολιούχος του Σεν Τροπέ, που δεν είναι μόνο το μέρος που αναδεικνύει η ίδια στην ταινία αλλά και αυτό που δηλώνει ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ στη ζωή της.




Προς τιμή της οι κάτοικοι της στήνουν άγαλμα ακόμα και όσο ήταν εν ζωή. Στην προσπάθεια να ξεφύγει από τα εσωτερικά αδιέξοδα, αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι τη Βραζιλία, με τη συνοδεία του τότε συντρόφου της, μουσικού, Μπομπ Ζαγκουρί. Το χωριό γίνεται αυτομάτως διάσημο, μόνο και μόνο γιατί αποφάσισε να πατήσει εκεί το πόδι της με την ίδια να αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο που θα μείνει ανεπηρέαστο από την παρουσία της. Ερωτεύεται τη Λατινική Αμερική και τους κατοίκους της αλλά και το Μεξικό, γι αυτό και ερμηνεύει με πειθώ μια αντικομφομίστρια τραγουδίστρια σε καμπαρέ που στρατολογείται για επαναστατικούς σκοπούς στην ταινία «Βίβα Μαρία» του Λουί Μαλ. Αλλά επειδή η επανάσταση δεν συνοδεύεται από χρήματα, επιστρέφοντας στην Ευρώπη θα αφοσιωθεί και πάλι στην αγαπημένη της ασχολία που είναι η προστασία των ζώων... και η ερωτική δικαίωση των ανδρών.



Ως εκ τούτου θα υποκύψει στο υπερβολικό φλερτ του πολυεκατομμυριούχου Γκούντερ Ζαχ ο οποίος θα δημιουργήσει τεχνητή βροχή από ροδοπέταλα για να της εξολογηθεί τον ερωτα του, συνοδευόμενα από τον αγαπημένο φίλο της γυναίκας, τα διαμάντια (όπως τραγουδάει ένα άλλο ξανθό είδωλο). Μετά από καταιγισμό ερωτικών εξομολογήσεων και πανάκριβων δώρων, η Μπριζίτ Μπαρντό θα υποκύψει στο φλερτ του μεγιστάνα και μέσα σε έναν μήνα θα παντρευτούν. Αλλά αυτό ήταν το τελευταίο εγχείρημα σύνδεσης της με έναν άνδρα που δεν χρησίμευε καθόλου στη διαμόρφωση της εικόνας της, κάτι αντιθέτως που έκανε ο πιο γοητευτικά άσχημος στη γαλλική ιστορία, ο Σερζ Γκενσμπουρ. Για χάρη της γράφει μερικές από τις πιο διάσημες επιτυχίες του, όπως το «Je t'aime ...moi non plus», όπως αντίστοιχα σε εκείνη θα ομολογήσει ότι αφιέρωσε ο Μπομπ Ντίλαν ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια, το οποίο ωστόσο δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ο Γκενσμπουρ είναι που θα την αποχαιρετήσει, όταν χώρισαν με το τραγούδι «Initials BB», γράφοντας ταυτόχρονα το τελευταίο κεφάλαιο των διάσημων ανδρών που θα δουν τη μορφή τους δίπλα στην κυρίαρχη φιγούρα της. Ακόμα και ο πρώτος άνδρας της Γαλλίας, στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ θα αναγκαστεί να δηλώσει ότι «Η Μπαρντό φέρνει στη χώρα τόσο συνάλλαγμα, όσο και η αυτοκινητοβιομηχανία Renault». Ήταν τότε που της πρότεινε να ποζάρει για την προτομή της Μαριάν, που είναι το απόλυτο σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας.



Ο,τι μπορούσε, επομένως, να ζητήσει μια γυναίκα, ο,τι μπορούσε να φανταστεί το είχε αποκτήσει η Μπεμπέ εκτός από ένα: την ευτυχία. «Είμαι γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μύτη και στόμα, αισθήματα και σκέψεις αλλά η ζωή μου είναι ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια αφού δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου που μπορώ να πω ότι δεν μου ανήκουν». Ακόμα και έντονοι αγώνες της για τα δικαιώματα των ζώων, που ήταν οι πρώτοι και οι πλεον ουσιαστικοί που έγιναν σε παγκόσμιο επίπεδο, και η στράτευση της στο πλευρό των ακραίων πολιτικά στοιχείων όπως των Ακροδεξιών, όπως φάνηκε και από το βιβλίο της, (Κραυγή στη σιωπή) Un cri dans le silence, δεν είναι παρά απόδειξη αυτό που λέει ο τίτλος του, η αγωνία της να υψώσει τη φωνή, εκεί που κανείς δεν ήταν ποτέ διατεθειμένος να ακούσει. Δεν ήταν σίγουρο ότι ήταν πάντοτε ορθός ο τρόπος αλλά μια γυναίκα που τροφοδότησε τις φαντασιώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων και χάρισε την ωραία μορφή της στους πιο αξέχαστους μύθους της κινηματογραφικής τέχνης, δεν μπορεί παρά να είναι αξέχαστη για πάντα. Γιατί Μπριζίτ, υπήρξαν πολλές, B.B. όμως μόνο μια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου