Σημαντική επιβάρυνση θα δουν εκατομμύρια φορολογούμενοι που υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις. Οι επιβαρύνσεις αυτές προκύπτουν από τη μείωση του αφορολόγητου και τα τεκμήρια διαβίωσης. Επιπλέον, έχει καταργηθεί η έκπτωση με αποδείξεις, έχουν μειωθεί οι εκπτώσεις των φοροαπαλλαγών, ενώ συνυπολογίζεται η επιβολή έκτακτης εισφοράς επί των εισοδημάτων.
Ωστόσο, οι φορολογούμενοι πρέπει να προσέξουν ενδεχόμενα λάθη στον υπολογισμό των αποδείξεων και των τεκμηρίων.
Τι ισχύει για τις αποδείξεις
Συγκεκριμένα το ποσό των αποδείξεων που απαιτούνται για να κατοχυρώσουν το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ υπολογίζεται στο 25% του πραγματικού ή τεκμαρτού εισοδήματος, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.
Αυτό σημαίνει ότι, αν το δηλωθέν εισόδημα είναι π.χ. 5.000 ευρώ και το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης (κατοικία και αυτοκίνητο) ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, για να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο όριο απαιτούνται αποδείξεις ύψους 2.000 ευρώ που υπολογίζονται στο τεκμαρτό εισόδημα των 8.000 ευρώ (8.000 Χ 25% =2.000) και όχι 1.250 ευρώ για το δηλωθέν εισόδημα των 5.000 ευρώ (5.000 Χ 25%=1.250).
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν ο φορολογούμενος παρουσιάσει αποδείξεις 1.250 ευρώ, δηλαδή για το εισόδημα που δηλώνει και όχι για το τεκμαρτό των 8.000 ευρώ, τότε θα επιβαρυνθεί με ποινή φόρου 10% για τις αποδείξεις που λείπουν (2.000 -1.250= 750), δηλαδή θα έχει έξτρα φόρο 75 ευρώ (750 Χ 25%) και επιπλέον θα φορολογηθεί για το τεκμαρτό εισόδημα των 8.000 ευρώ πληρώνοντας φόρο 300 ευρώ. Δηλαδή, θα πληρώσει συνολικά φόρο ύψους 375 ευρώ, ενώ κανονικά με βάση το δηλωθέν εισόδημα των 5.000 ευρώ θα ήταν αφορολόγητος.
Σημειώνεται ότι οι φορολογούμενοι δεν έχουν υποχρέωση να αποστείλουν τις αποδείξεις με τη φορολογικής τους δήλωση, αλλά να τις κρατήσουν στο σπίτι τους ώστε να τις επιδείξουν σε περίπτωση ελέγχου.
Διευκρινίζεται ότι στο συνολικό ποσό των δαπανών που πραγματοποίησε ο φορολογούμενος στην Ελλάδα, εξαιρούνται τα ποσά των αποδείξεων που συλλέχθηκαν μέσω της «Κάρτας Αποδείξεων».
Για την αναγνώριση των αποδείξεων από τη Φορολογική Αρχή απαιτείται να διακρίνεται η επωνυμία της εκδότριας επιχείρησης, ο ΑΦΜ αυτής, η ημερομηνία έκδοσης και το τελικό ποσό.
Σε περίπτωση κατά την οποία η απόδειξη δεν είναι τυπωμένη με έντονα στοιχεία και πιθανολογείται η πλήρης εξαφάνισή τους ο φορολογούμενος πρέπει να επαναλάβει τα προαναφερθέντα στοιχεία (επωνυμία της επιχείρησης, ΑΦΜ, ημερομηνία και ποσά), ούτως ώστε να καθίσταται στη συνέχεια εφικτός ο έλεγχός τους από την Φορολογούσα Αρχή.
Διευκρινίζεται ότι στη διαμόρφωση του αφορολόγητου ποσού της κλίμακας περιλαμβάνονται όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, δηλαδή οι πάσης φύσεως δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών.
Περιλαμβάνονται και τα ειδικά στοιχεία που εκδίδουν οι επιχειρήσεις λόγω των συγκεκριμένων υπηρεσιών που παρέχουν (π.χ. αποδείξεις των ΕΛΤΑ, εταιρειών Courier, πινακίδια χρηματιστηριακών εταιρειών για την αμοιβή των παρεχόμενων υπηρεσιών μόνο, κ.λπ.) όπως και οι πάσης φύσεως δαπάνες αγοράς υλικών και παροχής υπηρεσιών των κοινόχρηστων χώρων εκτός από τις δαπάνες εξόφλησης των λογαριασμών ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτροδότησης αυτών μετά τον επιμερισμό τους στους ενοίκους ή στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών.
Στις περιπτώσεις αυτές θα ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία:
O διαχειριστής της πολυκατοικίας θα εκδίδει και θα χορηγεί σε κάθε συνιδιοκτήτη ή ενοικιαστή κατά περίπτωση (ανάλογα με το ποιόν βαρύνει η δαπάνη αυτή), συγκεντρωτική κατάσταση των ετήσιων δαπανών της πολυκατοικίας, στην οποία θα εμφανίζεται το ποσό των κοινόχρηστων δαπανών που λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του αφορολόγητου ποσού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου