Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Βαρουφάκης: Νυν υπέρ πάντων άλλη μία κακή συμφωνία;




«Πώς γίνεται όλοι τους να ξεκινούν με διαφορετικές μεν, εξίσου σωστές δε διαπιστώσεις και να καταλήγουν στο ίδιο καταστροφικό σφάλμα; Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση. Με σημείο εκκίνησης ....διαπιστώσεις καθ’ όλα λογικές, αν και μεταξύ τους διαφορετικές, καταλήγουν όλοι τους στις ίδιες πολιτικές απόλυτου παραλογισμού», αναφέρει ο Γιάνης Βαρουφάκης.

Σε άρθρο του, που δημοσιεύεται σήμερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», αναφέρει, μεταξύ άλλων:

«Το ΔΝΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση χρέους καθώς η καθυστέρησή του οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δυσθεώρητη λιτότητα (στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος μεγαλύτερο του 1,5%) η οποία καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική οικονομία. Ομως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου σε οποιαδήποτε σκέψη αναδιάρθρωσης χρέους ικανή να αναιρέσει την καταστροφική λιτότητα. Τότε το ΔΝΤ, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως, δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση χρέους δεν θα γίνει, η μαθηματική «εξίσωση» του προγράμματος όντως απαιτεί σκληρότατη λιτότητα. Και για να μείνει στο πρόγραμμα το ίδιο, αποφεύγοντας την κατάρρευσή του, το ΔΝΤ απαιτεί μέτρα συμβατά με τη σκληρότατη λιτότητα. Τέλος, το ΔΝΤ προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός στις προτεραιότητες των Αθηνών, ιδίως σε θέματα όπως τα εργασιακά, όπου η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ζητά την εφαρμογή αυτών που ισχύουν σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η ίδια η Γερμανία - του ευρωπαϊκού κεκτημένου δηλαδή. Ομως αμέσως μετά, έρχονται το βέτο του Βερολίνου και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ. Τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως για να κλείσει η αξιολόγηση με τρόπο που να μη διακινδυνεύσει κι άλλο την ακεραιότητα της Ε.Ε., η Αθήνα θα πρέπει να αποδεχθεί «μεταρρυθμίσεις» που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τέλος, η Επιτροπή προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μεταρρυθμίσεων αυτών!

Η ΕΚΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση ιδιωτικών χρεών ώστε να γίνει επανεκκίνηση της παροχής πίστης από τις ελληνικές τράπεζες στις επιχειρήσεις.

Για να συμβεί αυτό απαιτούνται (α) μια δημόσια «κακή» τράπεζα η οποία να απορροφήσει μεγάλο μέρος των «κόκκινων» δανείων (όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ισπανία), (β) άρση των capital controls και (γ) ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (αγορά από την ΕΚΤ ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αισιοδοξίας.

Ομως αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου και για τις τρεις αυτές απαραίτητες κινήσεις. Tότε η ΕΚΤ, στη βάση της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μάλλον, καταλήγει ότι το μόνο που της μένει να κάνει είναι να προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύει η τρόικα στην Αθήνα. Οπερ μεθερμηνευόμενον, να κρατά την ελληνική κοινωνία νεκροζώντανη σε κατάσταση ημι-συμμετοχής στην ευρωζώνη, με capital controls, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά χρέη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και με την απειλή νέου κλεισίματος των τραπεζών ενεργή.

Η ελληνική κυβέρνηση ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι απαιτείται τέλος στη μόνιμη αβεβαιότητα που παράγουν ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα και ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα του οποίου τα «μαθηματικά» δεν βγαίνουν και των οποίων τα προαπαιτούμενα εξαθλιώνουν τους πιο αδύναμους των Ελλήνων. Γι’ αυτό ζητά λιγότερη λιτότητα, «κάτι» για το χρέος και αντίμετρα που αντισταθμίζουν τα μέτρα. Όμως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου σε οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Τότε η κυβέρνηση πολιτικής του εφικτού και της άποψη ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως θα υπογράψει ό,τι της φέρουν. Τέλος, η κυβέρνηση προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!

Παρατήρησες, αναγνώστη, τι κοινό έχει το σκεπτικό του ΔΝΤ με εκείνο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και της ελληνικής κυβέρνησης; Ποιο είναι εκείνο το κοινό συστατικό που οδηγεί και τους τέσσερις σε πολιτικές που οι ίδιοι κρίνουν ότι εντείνουν την κρίση; Δεν είναι άλλο από την “πολιτική του εφικτού” και την άποψη ότι μια “κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον”».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου