Οπως οι περισσότεροι, έχω καιρό ν’ ανέβω να προσκυνήσω την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. H καραντίνα, οριζόντια, σαρωτική μάλλον, είτε από αμήχανο πανικό μπροστά στον διαρκώς μεταλλασσόμενο εχθρό είτε από τη βαρυθυμία που παγίως προκαλεί το ενδεχόμενο βαθύτερων διερευνήσεων του προβλήματος και... στοχαστικότερα προσαρμοσμένων αποφάσεων, απέκλεισε την πρόσβαση ακόμα και σε οργανωμένους, περίκλειστους και φυλασσόμενους υπαίθριους χώρους, που θα μπορούσαν να παραμείνουν προσπελάσιμοι. Εστω με ποσόστωση.
Αλλοι χώροι καταλληλότεροι για κάτι τέτοιο από τους αρχαιολογικούς δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον οι εμβληματικότεροι, το καύχημά μας αλλά και το τουριστικό μας δέλεαρ, θα έπρεπε να έχουν παραμείνει ανοιχτοί. Ωστε να λειτουργήσουν σαν ανάσες ή σαν βακτηρίες για την υπό κατάρρευση ψυχική μας διάθεση. Ανοιχτοί όχι για τους τουρίστες αλλά για εμάς, τους ντόπιους· κι αν τύχει και κάποιος ξένος επισκέπτης, καλοδεχούμενος. Και με εισιτήριο όλοι μας, όχι δωρεάν· ας μην ενδώσουμε στον λαϊκισμό.
Το ερώτημα γιατί παρέμειναν επί μακρόν κλειστοί οι εγγενώς ανοιχτοί χώροι δεν είναι φιλοσοφικής τάξεως. Απολύτως πρακτικό είναι. Γιατί άραγε αρνηθήκαμε ένα ψυχικό και πνευματικό φάρμακο, απολύτως απαραίτητο στη μακρά καραντίνα, δίχως καν να μπούμε στον κόπο να το σκεφτούμε; Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να δώσει εξηγήσεις το υπουργείο Πολιτισμού για ένα θέμα στο οποίο εμπλέκονται και άλλα υπουργεία, και άλλες υπηρεσίες, όταν αργοπορεί κατά τρεις ή τέσσερις ημέρες για να απαντήσει σε ερωτήματα αποκλειστικά της δικής του αρμοδιότητας.
Ισως ένας-δυο από τους αρκετούς δημοσιογράφους που έχουν προσληφθεί ως πρωθυπουργικοί σύμβουλοι θα έπρεπε να μετακινηθούν στο υπουργείο Πολιτισμού. Ωστε να μετριαστεί και το τεράστιο φορτίο που βαραίνει τους ώμους της κ. Αννας Παναγιωταρέα. Τι να πρωτοπρολάβει.
Προσωπική εικόνα για την Ακρόπολη, δηλαδή για όσα συμβαίνουν στον Ιερό Βράχο τους τελευταίους μήνες, δεν έχω. Με αποκλεισμένη την αυτοψία, που κάτι θα πρόσφερε ακόμα και στον μη ειδικευμένο επισκέπτη, πρέπει να βασιστείς στα ρεπορτάζ, στις φωτογραφίες και στα ολιγόλεπτα βίντεο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στα ελληνικά και στα ξένα μέσα ενημέρωσης, μολονότι γνωρίζεις ότι δεν αρκούν. Και επειδή το γνωρίζεις, πονοκεφαλιάζεις. Και μελαγχολείς.
Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να θεραπεύουμε προληπτικώς τον πονοκέφαλο και τη μελαγχολία που προκαλούν οι πολλές σκοτούρες, ακολουθώντας κάποια πεπατημένη, από τις τρεις-τέσσερις που ανοίγονται μονίμως μπροστά μας.
Η πρώτη, ολόκληρη βασιλική οδός, είναι η Πεπατημένη της Αδιαφορίας: «Κι εμένα τι με νοιάζει;». Υποθέτω ότι οι λέξεις και τα αισθήματα πάνε χαμένα, άδικα των αδίκων αν χρειάζονται λεπτεπίλεπτα επιχειρήματα για να πειστεί κάποιος πως είναι και δικός του λογαριασμός, απολύτως δικός του, το τι γίνεται στην Ακρόπολη, στους Δελφούς, στην Ολυμπία, στην Κνωσό, στο μετρό της Θεσσαλονίκης και στη βυζαντινή Πομπηία, αλλά και στο σχετικώς άσημο και προς το παρόν «αναξιοποίητο» αρχαίο θέατρο της περιοχής του. Για να πειστεί, δηλαδή, ότι πολίτης είσαι κάθε μέρα και όχι μία φορά την τετραετία, στην κινητή εορτή της Αγίας
Κάλπης, και είσαι για οτιδήποτε συγκινεί τον δημόσιο χώρο, και όχι μονάχα για ό,τι θίγει την προσωπική του επικρατειούλα.
Καμιά αντίρρηση. Εχουν υπάρξει αρκετές γενιές απογοητευμένων και διαψευσμένων. Δεν ανήκουν όμως σε αυτές οι θεωρητικοί και πρακτικοί της μάγκικης προσωπολατρικής αδιαφορίας για οτιδήποτε συλλογικό, για οτιδήποτε έρχεται από το κοινό μας παρελθόν, είτε την Επανάσταση του ’21 αφορά είτε την αρχαιότητα.
Η δεύτερη πεπατημένη είναι αυτή της Στράτευσης: Παρά να μπουν σε κίνδυνο οι βεβαιότητές σου και να νιώσεις ανασφαλής, παίζεις στα σίγουρα. Ομολογείς, λοιπόν, καθ’ εκάστην πρωίαν πίστη στα δόγματα που παράγουν δίχως ιδιαίτερο κόπο οι «γνώστες», οι «παραπάνω». Εκείνοι δηλαδή που η κομματική σου ταυτότητα ή οι συντεχνιακές σου πεποιθήσεις σε έχουν πείσει ότι αποτελούν τις επίγειες ενσαρκώσεις του αλάθητου θείου.
Τρίτη πεπατημένη, της Αποφασισμένης Μονομέρειας. Βλέπεις στο περίπτερο ή στο ψιλικατζίδικο κρεμασμένες τις εφημερίδες. Διαπιστώνεις και με την πιο βιαστική ματιά ότι ακόμη δεν εγκαθιδρύθηκε μονοφωνία – για τα επί της Ακροπόλεως έργα λόγου χάρη. Βλέπεις, δηλαδή, τα «ζήτω» και τα «κάτω» εκτεθειμένα στον ίδιο πίνακα. Και αντί να χαρείς με την ποικιλοφωνία, αντί να εκμεταλλευθείς την ωραία δυνατότητα που σου παρέχει το Διαδίκτυο να γνωρίσεις τις τρεις ή πέντε διαφορετικές γνώμες, βουρλίζεσαι. Δεν την αντέχεις τόση δημοκρατία πια.
Και διατάζεις τα μάτια σου να βλέπουν μόνο τους βολικούς τίτλους, και τ’ αυτιά σου ν’ ακούνε μόνο τα δελτία ειδήσεων για τη γραμμή των οποίων είσαι απολύτως σίγουρος εκ των προτέρων. Κόβεις τον κόσμο της ενημέρωσης σε φέτες, πέντε ή δέκα, και αντί να συγκρίνεις ώστε να κρίνεις ασφαλέστερα, διαλέγεις να πληροφορείσαι από τη μία ή τις δύο που δεν θα σε αιφνιδιάσουν ποτέ. Κι έτσι υπάρχεις βέβαιος ότι ο κόσμος όλος ισούται με τις φέτες επιλογής σου.
Οτι τίποτε το διαφορετικό δεν συμβαίνει ελάχιστα έξω από την επικράτεια των βεβαιοτήτων σου.
Πεπατημένη τέταρτη, η της Αυθεντίας. Οι αυθεντίες και το «αυτό έφα» δεν έκαναν ποτέ καλό στη σκέψη. Με την Ακρόπολη λοιπόν και τα έργα της, από τους τσιμεντωμένους διαδρόμους έως τον ανελκυστήρα για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, καλούμαστε, αντί άλλης εξηγήσεως ή απαντήσεως να αποδεχτούμε οι πάντες όσα λέει «ο μόνος που μπορεί να ξέρει». Ο κ. Μανόλης Κορρές δηλαδή.
Ο οποίος παύει να εξεικονίζεται σαν επιστήμονας, δηλαδή σαν κάποιος που τα λεγόμενά του υπόκεινται αναπόδραστα σε έλεγχο και κρίση, και προβάλλεται σαν γκουρού ή σαν ιδιοκτήτης της μιας και μόνης αληθείας. Για να το πούμε με όρους πανδημίας, ο κ. Κορρές είναι στον χώρο της αρχαιολογίας ό,τι περίπου και ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας στον χώρο της λοιμωξιολογίας: τοτέμ και ταμπού μαζί, που ο έλεγχός του απαγορεύεται, καθότι ανάγωγος και ανόσιος.
Στην αρχαιολογία, είναι κοινό μυστικό, η λογική ιδιοκτησίας της μιας ή της άλλης ανασκαφής και η κληροδοσία της βάσει του οικογενειακού δικαίου, ούτε στην προκοπή της επιστήμης συντελεί ούτε την ίδια την ανασκαφή υπηρετεί, που ενδέχεται να μείνει για καιρό βαλτωμένη. Πολύ πιο άσχημα είναι τα πράγματα όταν η ιδιοκτησία επεκτείνεται στην ίδια την αλήθεια. Κανένας, όσο γερός επιστήμονας και αν είναι, δεν τυγχάνει παντογνώστης, ούτε βέβαια αληθοκράτης.
Και όταν πρόκειται για την Ακρόπολη, ένα σύνολο νοήματος και ωραιότητας υπέρτερο εκατό υπουργικών συμβουλίων και μυρίων αρχαιολογούντων, ακόμα κι αυτοί που αισθάνονται αυθεντικοί διερμηνείς της Ιστορίας οφείλουν να κάνουν ένα βήμα πίσω, ώστε να προκύψει χώρος για την ειλικρίνεια και τη σεμνότητα. Δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς και στους συμβούλους τους, εκεί δυστυχώς δεν υπάρχει πεδίο συνεννόησης. Τους επιστήμονες εννοώ...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου