Μετά την κατάρρευση του διάτρητου κατηγορητηρίου στο δικαστήριο
Στο σημείο μηδέν η έρευνα για τους φυσικούς αυτουργούς και τον ιθύνοντα νου της στυγερής δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ που μεταξύ άλλων ερευνούσε διασυνδέσεις παρακρατικών μηχανισμών με το οργανωμένο έγκλημα και εκτελέστηκε με 13 σφαίρες έξω από το σπίτι του στον Αλιμο τον Απρίλιο του 2021.
Η παταγώδης αποτυχία της ΕΛΑΣ να συλλέξει και να αξιολογήσει αποδεικτικά στοιχεία, τα τεράστια κενά και οι παραλείψεις στην έρευνά της, η βιασύνη να γίνουν συλλήψεις και να σταλεί στη Δικαιοσύνη μια δικογραφία που έμπαζε από παντού λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2023 προς εξυπηρέτηση προεκλογικών σκοπιμοτήτων της κυβέρνησης Μητσοτάκη είχαν αποτέλεσμα το έγκλημα να παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο.
Οι δράστες παραμένουν ασύλληπτοι. Κι αυτό το είπε η ίδια η Δικαιοσύνη, η οποία αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό κατέληξε με ξεκάθαρη πλειοψηφία στην απαλλαγή λόγω αμφιβολιών και των δύο κατηγορουμένων.
Μια απόφαση-κόλαφος όχι μόνο για τις αστυνομικές και τις δικαστικές αρχές που επέτρεψαν για μια τόσο σοβαρή υπόθεση να φτάσει στο ακροατήριο μια διάτρητη δικογραφία αλλά και για την τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Η υποτιθέμενη επιτυχία της ΕΛΑΣ είχε παρουσιαστεί πανηγυρικά από τον τότε υπουργό ΠΡΟΠΟ Τάκη Θεοδωρικάκο. Την ίδια ζέση δεν υιοθέτησαν ποτέ ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ που διαμαρτύρονταν ήδη από τότε για πολιτική απόφαση. Είχαν, μάλιστα, αφήσει να διαρρεύσει στα ΜΜΕ ότι όλα είχαν απώτερο σκοπό να πιστωθεί η κυβέρνηση μια προεκλογική επιτυχία.
Συλλήψεις στον… αέρα
Η σύλληψη και προφυλάκιση των δύο αδερφών 41 και 49 ετών είχε γίνει λίγο πριν από την εκπνοή της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών του 2023, παρά το γεγονός πως για τον έναν δεν υπήρχε καν ένδειξη παρουσίας του στον Αλιμο.
Από την αρχή της σύλληψης το Documento είχε εκφράσει εύλογα ερωτήματα σχετικά με τα στοιχεία που επικαλούνταν η ΕΛΑΣ ως σοβαρές ενδείξεις ενοχής, αφού δεν κατέστη ποτέ σαφές ποια ήταν τα καινούργια στοιχεία που ανέκυψαν. Ακριβώς γιατί τα υποτιθέμενα στοιχεία είχαν τεθεί και παλαιότερα υπόψη εισαγγελικού λειτουργού, ο οποίος αξιολογώντας τα ως ισχνά ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Οι αμφιβολίες έγιναν ακόμη πιο ισχυρές κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ), όταν και παρουσιάστηκαν καταθέσεις μαρτύρων αλλά και στοιχεία της δικογραφίας που αναδείκνυαν τα κενά και την πλημμελή έρευνα της ΕΛΑΣ.
Οι ενδείξεις στην αρχική δικογραφία του τμήματος Ανθρωποκτονιών δεν έγιναν ποτέ αποδείξεις.
Η παύση δραστηριότητας των κινητών τηλεφώνων (μόνο για το συμβατικό δίκτυο), η θέαση του βαν της εταιρείας καθαρισμού του 49χρονου στον Αλιμο και η επισφαλής ταυτοποίηση από τον σωματότυπο των δύο κατηγορουμένων με τους δράστες δεν έπεισαν τους λαϊκούς και τακτικούς δικαστές του ΜΟΔ. Επιβεβαιώνοντας επί της ουσίας τις εκτιμήσεις για λιμνάζουσα έρευνα των αρχών εξέδωσαν κατά πλειοψηφία αθωωτική απόφαση για τους δύο αδερφούς που συνελήφθησαν δύο χρόνια μετά το έγκλημα ως φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας.
Πολιτική εκμετάλλευση
Ηταν Απρίλιος του 2023 όταν ο τότε υπουργός ΠΡΟΠΟ Τ. Θεοδωρικάκος, μετά τις συλλήψεις των δύο αδερφών, διαβεβαίωνε ότι «θα κάνουμε τα πάντα για να εξιχνιαστεί η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ» (εννοώντας προφανώς τον εντοπισμό του ηθικού αυτουργού) τονίζοντας μάλιστα: «Οι έρευνες της ΕΛΑΣ επιταχύνθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα και είχαν αποτέλεσμα».
Στόχος ήταν να παρουσιαστεί προεκλογικά ότι εξιχνιάστηκε, τουλάχιστον ως προς τους φυσικούς αυτουργούς, η δολοφονία του δημοσιογράφου, την ώρα που διεθνείς οργανώσεις κατακεραύνωναν την κυβέρνηση για τη μεγάλη καθυστέρηση στη διαλεύκανση της υπόθεσης.
«Οσοι χρησιμοποίησαν αυτή την τραγική υπόθεση για να συκοφαντήσουν το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, την κυβέρνηση συνολικά και την Ελληνική Αστυνομία, οφείλουν μια συγγνώμη. Συνεχίζουμε όλα όσα πρέπει για την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης. Τον λόγο έχει πλέον η Δικαιοσύνη» κατέληγε ο Τ. Θεοδωρικάκος. Ενισχύοντας την πεποίθηση για την πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης, η κυβέρνηση, η οποία είχε τότε σπεύσει να παρουσιάσει ως επιτυχία τη σύλληψη των δύο αδερφών, δεν προέβη τώρα σε κανένα σχολιασμό για την απαλλακτική απόφαση της Δικαιοσύνης ή τα μεθοδευμένα λάθη της ΕΛΑΣ που αναδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία.
Φαίνονταν τα κενά
Η τεράστια επιτυχία –όπως βαφτίστηκε– του τμήματος Ανθρωποκτονιών της ΕΛΑΣ κονιορτοποιήθηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ακροαματικής διαδικασίας και κορυφώθηκε με την κατάθεση του αστυνομικού που είχε επιληφθεί του βιντεοληπτικού υλικού που τελικά οδήγησε στο λευκό βαν του 49χρονου – θεωρήθηκε βοηθητικό όχημα διαφυγής των δραστών που επέβαιναν σε μαύρο σκούτερ. Να σημειωθεί ότι στη δικογραφία δεν γινόταν αναφορά για το κίνητρο, ενώ δεν βρέθηκαν ποτέ η μοτοσικλέτα των δραστών, το όπλο και ο εντολέας της επίθεσης.
Ο αστυνομικός, λοιπόν, που λίγο πριν από την έναρξη της δίκης έφυγε με μετάθεση για την ελληνική πρεσβεία στο Αμπου Ντάμπι κι έφτασε ως μάρτυρας κυριολεκτικά στο παραπέντε, φαίνεται να μην έπεισε τους δικαστές, σε αντίθεση με την εισαγγελέα που τον θεώρησε «τον πιο σημαντικό μάρτυρα για τη στήριξη της κατηγορίας».
Προκαλεί όμως εντύπωση πώς «ο πιο σημαντικός μάρτυρας» –όπως χαρακτηρίστηκε– έδωσε κατάθεση για πρώτη φορά στις 31 Μαρτίου 2023, λίγες μέρες πριν από τη σύλληψη των δύο αδερφών. Η πλευρά της υπεράσπισης έκανε αίτημα ώστε ο μάρτυρας να κληθεί για κατάθεση και στον ανακριτή, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Αντίθετα, όσο διαρκούσε ήδη η κύρια ανάκριση ο μάρτυρας κατέθεσε συμπληρωματικά στους αξιωματικούς… της ίδιας της υπηρεσίας του τον Ιούλιο του 2023.
Κατά την εξέτασή του και ύστερα από επίμονες ερωτήσεις της υπεράσπισης προέκυψαν πολλά «τυφλά» σημεία στην προανακριτική έρευνα της ΕΛΑΣ. Το αποκορύφωμα αυτών ήταν η ωμή παραδοχή ότι ο ίδιος μαζί με τον ανακριτή και ακόμη δύο αστυνομικούς του τμήματος Ανθρωποκτονιών έκαναν αυτοψία στη λεγόμενη διαδρομή διαφυγής των δραστών, χωρίς ποτέ να συνταχθεί έκθεση αυτοψίας.
Επιπλέον, προέκυψε πως από τις περίπου 300 κάμερες, από τις οποίες πάρθηκε υλικό, μόνο οι 72 ενσωματώθηκαν στη δικογραφία, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στις κάμερες συγκεκριμένης πολυκατοικίας στη διαδρομή διαφυγής των δραστών. Ο αστυνομικός του Ανθρωποκτονιών υπέπεσε σε αντιφάσεις καθώς για παράδειγμα ενώ στην αρχή υποστήριξε ότι η κάμερα δεν έβλεπε στον δρόμο, στην πορεία και υπό ασφυκτικό κλοιό ερωτήσεων –εξετάστηκε τουλάχιστον πέντε ώρες– είπε ενώπιον του δικαστηρίου πως είδε το υλικό, αλλά αυτό δεν ήταν αξιοποιήσιμο. Εκπληξη προκάλεσε και η ταχύτατη απάντησή του για τη συγκεκριμένη πολυκατοικία, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο να το θυμόταν, καθώς ο ίδιος είχε κάνει λόγο για δεκάδες ώρες βιντεοληπτικού υλικού. Στη συνέχεια παραδέχτηκε ότι είχε ενημερωθεί για όσα λέγονταν μέσα στο δικαστήριο, γεγονός που απαγορεύεται δικονομικά.
Ο ίδιος μάρτυρας ήταν ένας από αυτούς που αναγνώρισαν τους δράστες της στυγερής δολοφονίας στα πρόσωπα των δύο αδερφών, κατονομάζοντας μάλιστα οδηγό και συνοδηγό. Ολα αυτά ενώ έβλεπε πρώτη φορά στην αίθουσα του δικαστηρίου τα δύο αδέρφια και παρά το γεγονός ότι οι φωτογραφίες των δραστών που είναι διαθέσιμες και στο ευρύ κοινό δεν ταιριάζουν με τον σωματότυπο τουλάχιστον του 49χρονου. Οι δράστες φορούσαν κράνη και τζάκετ, ενώ ο σωματότυπός τους δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Παραπλανητικές εκθέσεις
Πέρα από τα σοβαρά κενά στις έρευνές της, η ΕΛΑΣ συνέταξε ελλιπείς και παραπλανητικές εκθέσεις και για τις τηλεφωνικές κλήσεις των κατηγορουμένων, στοιχείο που για τον έναν αποτέλεσε ένδειξη ενοχής. Αυτό απέδειξε η γνωμοδότηση που εισέφερε στο δικαστήριο ο Γιώργος Καραθανάσης, ψηφιακός αναλυτής και δικαστικός πραγματογνώμονας που αντέκρουσε τον ισχυρισμό της ΕΛΑΣ πως το τηλέφωνο του ενός εκ των δύο κατηγορουμένων δεν είχε ενεργητική δραστηριότητα κατά την ώρα του φονικού. Ενώ η ΕΛΑΣ είχε στη διάθεσή της ακριβώς τα ίδια δεδομένα με τον δικαστικό πραγματογνώμονα, ξέχασε να αναφέρει ότι το τηλέφωνο δεν παρουσίαζε παύση, απλώς δεν είχε κλήσεις μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας (είχε ενεργοποίηση δεδομένων).
Ο μάρτυρας-φάντασμα
Τα τραγελαφικά στοιχεία που αναδεικνύουν την προχειροδουλειά της ΕΛΑΣ δεν τελειώνουν εδώ. Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου μάρτυρας προσήλθε αυτοβούλως στη ΓΑΔΑ περιγράφοντας πως πιθανότατα έπεσε πάνω στους δύο δράστες, αφού διασταυρώθηκε μαζί τους σε κάποιο στενό πέριξ του σκηνικού της δολοφονίας στον Αλιμο. Το τραγελαφικό είναι ότι αυτός ο μάρτυρας που πήγε να καταθέσει και στο δικαστήριο κατά την οικειοθελή του εμφάνιση στη ΓΑΔΑ δεν έφερε ταυτότητα ούτε του ζητήθηκε ταυτοποίηση, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακόμη, κατά τη σύλληψη των δύο αδερφών ο μάρτυρας δεν κλήθηκε από τον ανακριτή σε συμπληρωματική κατάθεση, κατά την οποία θα μπορούσε ακόμη και να αναγνωρίσει τον σωματότυπο των δύο, όπως άλλωστε έκανε στο δικαστήριο.
Επέμεινε η εισαγγελέας
Παρά τα κενά στην έρευνα, που έγιναν αντιληπτά στο δικαστήριο, η πρόταση της εισαγγελέα της έδρας ήταν καταδικαστική για τα δύο αδέρφια, αναγνωρίζοντας ως κίνητρο της δολοφονίας του δημοσιογράφου επικείμενες αποκαλύψεις του σχετικά με άτομα που εμπλέκονται στο οργανωμένο έγκλημα. Το σκεπτικό της εισήγησής της ήταν πως από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας αλλά και από τις μαρτυρικές καταθέσεις θεωρείται αποδεικτέα η κατηγορία για τα δύο αδέρφια.
Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, που είχε πορεία αντιστρόφως ανάλογη με τη μεγάλη αργοπορία με την οποία η υπόθεση προχώρησε από την τέλεση του εγκλήματος και μετά, η έδρα του ΜΟΔ έκρινε κατά πλειοψηφία αθώους λόγω αμφιβολιών και τους δύο κατηγορούμενους. Για τον μεγαλύτερο η έδρα αποφάσισε την αθωότητά του κατά πλειοψηφία 5-2.
Μειοψήφησαν ο πρόεδρος και μία τακτική δικαστής, οι οποίοι είχαν την άποψη ότι πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όχι για ανθρωποκτονία, όπως δικαζόταν, αλλά για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία και οπλοφορία και αθώος για οπλοχρησία. Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι ακόμη και οι δύο δικαστές που μειοψήφησαν έκριναν ότι ο 49χρονος δεν ήταν ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, αλλά εμπλεκόμενος σε αυτήν. Επίσης, με πλειοψηφία 6-1 –μειοψήφησε η ίδια τακτική δικαστής– η έδρα έκρινε αθώο και τον 41χρονο.
Αθώοι από τη Δικαιοσύνη, ένοχοι από την ΕΣΗΕΑ;
Εντύπωση προκαλεί το περιεχόμενο της ανακοίνωσης που εξέδωσαν μετά το πέρας της δίκης η ΕΣΗΕΑ και η ΠΟΕΣΥ. Πέραν του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους για την απονομή Δικαιοσύνης εξαιτίας προφανώς του γεγονότος ότι ο δολοφονηθείς ήταν δημοσιογράφος, εντύπωση προκαλεί ότι οι εν λόγω δημοσιογραφικές ενώσεις αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης της Δικαιοσύνης καθώς ζητούν να ασκηθεί έφεση επί της απαλλακτικής απόφασης.
Το εύλογο ερώτημα είναι πώς γίνεται να εκφράζουν τη σιγουριά τους για την ενοχή των δύο αδερφών, την ώρα μάλιστα που η δίκη δεν έτυχε της δημοσιότητας που θα άρμοζε; Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η δολοφονία Καραϊβάζ απασχόλησε και απασχολεί διεθνείς οργανώσεις του Τύπου και επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου.
Οπως και να ’χει, το ζητούμενο δεν είναι να δικαστούν εκ νέου χωρίς καινούργια στοιχεία οι απαλλαγέντες, αλλά να συλληφθούν και να δικαστούν με αδιάσειστα στοιχεία οι πραγματικοί δολοφόνοι του Γ. Καραϊβάζ, όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου