Κώστας Βαξεβάνης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οδεύει προς την τελική κατάρρευση έχοντας ένα σοβαρό µειονέκτηµα που ο ίδιος θέλει να θεωρεί πλεονέκτηµα. ∆εν υπάρχει ο αντίπαλος και οι όροι που διαµορφώνει αυτός ο αντίπαλος ώστε να γίνει επιτακτική και.... γρήγορη η πτώση του. Με όρους Ιστορίας, ο Μητσοτάκης θα ζήσει την ήττα πιο αργά και επώδυνα από όσο αντέχει. Το πεπρωµένο (του) όχι µόνο δεν µπορεί να αποφευχθεί, αλλά επιβαρύνεται καθηµερινά, τοκιζόµενο. Κάθε ψέµα που χρησιµοποίησε, κάθε εκτροπή στην οποία οδήγησε τους θεσµούς και τη χώρα οδηγούν προς την κρίση. Εχασε ακόµη και τη δυνατότητα να καταφεύγει στην «προσωπική ευθύνη» και να αντιστρέφει την πραγµατικότητα εµφανίζοντας ως φταίχτη τον πολίτη για τις δικές του πολιτικές επιλογές. Είτε φταίει είτε δεν φταίει ο πολίτης, δεν µπορεί πλέον να αγοράσει ένα κιλό φέτα, να πληρώσει το ρεύµα και να πάει διακοπές. Η δυσπραγία της καθηµερινότητας δεν παίρνει επικοινωνιακές βελτιώσεις και οι αγωνιώδεις προσπάθειες του Μητσοτάκη να ανακοινώνει ότι η κοινωνία ευηµερεί χωρίς να το αντιλαµβάνεται προσθέτουν πλέον µια ισχυρή δόση γελοιότητας σε αυτό που είναι επικίνδυνο.
Επιπλέον ο Μητσοτάκης εδώ και καιρό έχει πυροβολήσει τα πόδια του. Σε µια επίδειξη αλαζονείας (λίγη σηµασία έχει αν είναι αποκλειστικά δική του ή υποδαυλίζεται από τους γνωστούς οικογενειακούς παράγοντες) δηµιούργησε την πεποίθηση στο στελεχικό δυναµικό του ότι αποχωρεί από την ελληνική πολιτική σκηνή για να αναλάβει θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τέτοια που να αρµόζει στο µεγάλο πολιτικό του µέγεθος. Επέτρεψε έτσι τη δηµιουργία µηχανισµών για τη διαδοχή του. Οπως ήταν αναµενόµενο και φυσικό, η Ευρώπη δεν κατανόησε το µέγεθος του ανδρός και ξέµεινε στας Αθήνας να εισπράττει τα αποτελέσµατα των επιλογών του. Το πρόβληµα είναι ότι αν επιτρέπεις να δηµιουργηθούν και να δράσουν µηχανισµοί, αυτοί δεν γίνεται να αδρανήσουν επειδή άλλαξες γνώµη. Φαίνεται λοιπόν ότι τρώγοντας, ή µε την ιδέα ότι θα φάνε, άνοιξε η όρεξη πολλών από αυτούς που βλέπουν τον Μητσοτάκη να ξεφτίζει.
Το ερώτηµα όµως παραµένει: Υπάρχει αντίπαλος για τον Μητσοτάκη και τη Ν∆; Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ζουν προβληµατικές καταστάσεις την πιο κρίσιµη στιγµή του ξεγυµνώµατος Μητσοτάκη. Ποιος µπορεί να διατυπώσει πρόταση εναλλακτική για την εξουσία; Και αν τη διατυπώσει, πόσο πειστική είναι;
Σύµφωνα µε τα σενάρια που περισσότερο διαρρέουν στον Τύπο παρά αποτελούν ορατές αναγκαιότητες για την κοινωνία, τη λύση πρέπει να δώσει µια «κεντροαριστερά». Στην περιγραφή των σεναρίων θα αποχωρήσουν δυνάµεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και τη ΝΕΑΡ για να φτιαχτεί ένας νέος φορέας.
Πρακτικά το σενάριο απαιτεί τη διάσπαση τριών κοµµάτων για να φτιαχτεί ένα νέο κόµµα.
Το πρώτο πρόβληµα είναι ότι οι πολιτικοί που χρησιµοποιούν τη διάσπαση ως εργαλείο δεν µπορούν πολύ σοβαρά να εγγυηθούν την ενότητα σε κάτι νέο. Εκτός αν ο νέος φορέας είναι βραχείας και ειδικής χρήσης. Τέτοια παραδείγµατα είχαµε επί πατρός Μητσοτάκη, όταν «ένωσε» δυνάµεις το 1965 για συγκεκριµένο σκοπό, αλλά και τον καιρό της κρίσης, όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης δηµιούργησε ένα θολό Ποτάµι µε µόνο καθαρό σκοπό να αποδυναµώσει τον Αλέξη Τσίπρα.
Υπάρχει όµως ένα ακόµη πιο σοβαρό πρόβληµα. Οι φορείς, τα πολιτικά σχήµατα που θέλουν να έχουν προοπτική, πρέπει να προκύπτουν µέσα από κοινωνικές διαδικασίες. Αν στηρίζονται στη δυσαρέσκεια, τη συνένωση προσωπικών φιλοδοξιών ή στον ετεροπροσδιορισµό σε σχέση µε πάθη, µίση και πρόσωπα, δεν µπορούν να υπηρετήσουν την πολιτική ή κάποιον υψηλό σκοπό της.
Στο ΚΙΝΑΛ υπάρχει σοβαρό θέµα ηγεσίας, που δεν προκύπτει µόνο από την αξιολόγηση των ικανοτήτων του προέδρου του, αλλά από την εµφανή συµπόρευσή του µε τον Μητσοτάκη µετά την καλωδίωσή του από τα συστήµατα παρακολούθησης. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει απαντήσει ουσιαστικά για τους λόγους της χλιαρής αντιπαράθεσής του µε το σύστηµα Μητσοτάκη, ακόµη και στο θέµα της παρακολούθησής του.
Στον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγµατα είναι πιο σύνθετα. Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα δροµολόγησε φυγόκεντρες δυνάµεις. Η διάσπαση που προκάλεσαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που µορφοποιήθηκαν ως ΝΕΑΡ ήταν η πρώτη εκδήλωση του κρυφού προβλήµατος. Η εµφάνιση Κασσελάκη δηµιούργησε θόρυβο που σχετίζεται µε υποκειµενικές και αντικειµενικές συνθήκες. Ως ηγέτης εν τη γενέσει του, συγκέντρωσε εκ των πραγµάτων τα πυρά των εξωκοµµατικών αντιπάλων, οι οποίοι ήθελαν να τον εξουδετερώσουν γρήγορα και αποτελεσµατικά. Από την άλλη µεριά, η πρακτική του και οι χειρισµοί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν κανένα από τα συµβατικά στοιχεία της πολιτικής. Ο Στέφανος Κασσελάκης ευθύνεται (στον βαθµό που του αναλογεί) και θα ευθύνεται για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος καλείται να επιλέξει το µέγεθος και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της ευθύνης.
Το πρόβληµα όµως του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο Κασσελάκης. Η διαλυτική κατάσταση στο εσωτερικό του κόµµατος δεν είναι υπόθεση Κασσελάκη και µόνο. ∆εν αποτελεί ο ίδιος το καµπανάκι που σήµανε την έναρξη των προβληµάτων, ακόµη κι αν έχει ευθύνη για προβλήµατα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραµένει προβληµατικό κόµµα, στο οποίο συνδετικό ρόλο έπαιξαν ο Αλέξης Τσίπρας, η εξουσία και στη συνέχεια η ψευδαίσθηση της επανάκτησής της. Στα τέσσερα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ έµεινε στην αντιπολίτευση έχασε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει στο εσωτερικό του, και κυρίως στην κοινωνία, την πολιτική πάνω στην οποία θα διαµόρφωνε µια νέα πειστική πολιτική πρόταση. Καταναλώθηκε στην εσωκοµµατική αντιπαράθεση και µε ευθύνη της ηγετικής οµάδας του στους τακτικισµούς και στις ψευδοσυµµαχίες που δυνητικά θα τον (επαν)έφερναν στην εξουσία.
Το χειρότερο είναι ότι αποκάλυψε τον «χαρακτήρα» του. Η έλλειψη επεξεργασίας πολιτικής πρότασης και η αδυναµία να διατυπώσει τις δικές του λύσεις απέναντι στο καθεστώς τον έσυραν στην άποψη ότι απαιτείται µια µετριοπαθής στάση που θα γοητεύσει τα πλήθη.
Οµως αυτό που γεννά τη «µετριοπάθεια» στην πολιτική τις περισσότερες φορές δεν είναι κάποια ιδεολογική προσέγγιση αλλά η αδράνεια. Οποιος ξέρει πράττει, όποιος δεν ξέρει θεωρητικολογεί. Πρόκειται για σοβαρό πρόβληµα που είχε το στελεχικό δυναµικό του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο αντί να πράττει πολιτικά ως αντιπολίτευση, έχει το άγχος να προσδιορίζεται και να προσδιορίζει µε δηλώσεις κάθε µορφής. Κυρίως µε αυτές που δείχνουν «καλό χαρακτήρα».
Η πολιτική δεν είναι θέµα χαρακτήρα και συµπεριφοράς. Είναι η υπεράσπιση της πραγµατικότητας που θα αλλάξει τις καταστάσεις υπέρ της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε χρόνια ηθικολογώντας για συµπεριφορές και θεωρητικολογώντας για ιδέες που δεν µπορούσε να µετασχηµατίσει σε πράξεις.
Αυτό το σύµπτωµα της ελληνικής Αριστεράς ήταν ο βολικός τρόπος για να αποφεύγει τις απαιτήσεις και την πράξη. Τα στελέχη ήταν έτοιµα να «παρεξηγηθούν» για τον τρόπο που εκφράστηκε ο σύντροφός τους ή για ένα νέο «δικαίωµα» που ανακάλυψαν σε κάποια βιβλιογραφία. Η αγένεια και η επιθυµητή ευγένεια από στοιχεία προσωπικής αγωγής µετατράπηκαν σε κριτήρια πολιτικής. Το βασικό ζητούµενο της πολιτικής, το «ποιος λέει τι και ποιον εξυπηρετεί», έχασε τι σηµασία του προς όφελος του «καλού χαρακτήρα» και των τρόπων, που, σύµφωνα µε µια αυθαίρετη στερεοτυπία, ήταν ιστορικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς.
Να θυµίσω µόνο δύο πράγµατα: Μετά τον Εµφύλιο στην εσωκοµµατική µάχη της Αριστεράς στην Τασκένδη έκοψαν αυτιά µε φαλτσέτα. Αυτό για την ιστορικότητα. Τώρα για τους τρόπους γενικώς, ο Ακης Τσοχατζόπουλος είχε εξαιρετικούς τρόπους, καθώς όχι µόνο έτρωγε µε µαχαιροπίρουνα, αλλά ήταν και χρυσά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου