Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024

Η μεσογειακή διατροφή στην εποχή της κλιματικής αλλαγής: Μια δίαιτα αναφοράς για την ανθρώπινη και την πλανητική υγεία Χάρης Δημοσθενόπουλος, κλινικός διαιτολόγος, βιολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο ΓΝΑ Λαϊκό.






 
 


Στις 4 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Climate» το άρθρο με τίτλο «The Mediterranean Diet in the Era of Climate Change: A Reference Diet for Human and Planetary Health» με βασικούς συγγραφείς την ιατρό κα Χ. Κολλιάκη, τον κλινικό διαιτολόγο Χ. Δημοσθενόπουλο και τον ομότιμο Καθηγητή Ν. Κατσιλάμπρο. Το άρθρο προσπάθησε να ανασκοπήσει βιβλιογραφικά τα δεδομένα που συσχετίζουν το μεσογειακό πρότυπο διατροφής με τη βιωσιμότητα και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η μεσογειακή διατροφή (MΔ) είναι ένα ευρέως αποδεκτό προστατευτικό διατροφικό πρότυπο έναντι του μεταβολικού συνδρόμου, των καρδιαγγειακών παθήσεων και συγκεκριμένων μορφών καρκίνων. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί στις μέρες μας μια παγκόσμια ανησυχία και μια απειλητική πραγματικότητα και αποτελεί το αποτέλεσμα της υποβάθμισης της ατμοσφαιρικής σύνθεσης που προέρχεται από ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η χρήση ενέργειας, η κατανάλωση νερού και τροφής και η αύξηση του πληθυσμού. Η κλιματική αλλαγή ήδη επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα διαφορετικές ανθρώπινες δραστηριότητες που μπορούν να επηρεάσουν τα τρόφιμα και τη συνολική διατροφή μέσω της μείωσης της ποσότητας, της βιοποικιλότητας και της περιεκτικότητας σε θρεπτικά συστατικά.


Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η αυξημένη παγκόσμια παραγωγή τροφίμων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τις οποίες βιώνουμε με τον πιο δραματικό τρόπο και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, είναι πολύ γνωστό ότι η διατροφή μπορεί να συνδέσει την ανθρώπινη υγεία με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και ότι οι διατροφικοί παράγοντες συνδέονται στενά με την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου που έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του κλίματος. Οι εκπομπές του συστήματος τροφίμων συμβάλλουν σε υψηλό ποσοστό των συνολικών εκπομπών θερμοκηπίου.

Γίνεται σήμερα σαφές ότι είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση των βιώσιμων συστημάτων τροφίμων, καθώς τα συστήματα τροφίμων παράγουν έως και 37% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) και περίπου το 70% της χρήσης γλυκού νερού παγκοσμίως. Η μετατόπιση των σημερινών διατροφικών συνηθειών και προτύπων διατροφής προς πιο βιώσιμα συστήματα τροφίμων μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο, που οδηγεί σε παγκόσμιους στόχους μείωσης των EGHG και το βασικό στοιχείο της νέας στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης “Farm to Fork”. Αποτελεί, επίσης, σημαντικό στοιχείο της φιλοδοξίας της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές της ηπείρου έως το 2050.


Η αυξημένη κατανάλωση εισαγόμενων φρούτων και λαχανικών που καλλιεργούνται στο θερμοκήπιο αντί για τοπικά και εποχιακά προϊόντα, η κατανάλωση κατεψυγμένων αντί των φρέσκων τροφίμων και η υπερκατανάλωση επεξεργασμένων και υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων οδηγούν σε αυξημένη επιδείνωση των εκπομπών άνθρακα (CF) και του υδάτινου αποτυπώματος (WF). Παγκοσμίως, η αύξηση πληθυσμού έχει δημιουργήσει αυξημένες ανάγκες για τρόφιμα και αυτός φαίνεται ότι είναι παράγοντας που διαδραματίζει ολοένα και πιο κρίσιμο ρόλο στην κλιματική αλλαγή, στην απώλεια βιοποικιλότητας, στην εξάντληση των πόρων και άλλα είδη περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τα σύγχρονα νοικοκυριά.

Τα τελευταία πενήντα χρόνια, τα διατροφικά πρότυπα έχουν αλλάξει δραματικά, αυξάνοντας την κατανάλωση ζωικών τροφίμων πλούσιων σε θερμίδες, λιπαρά και ζάχαρη με αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία και στην ευημερία των πληθυσμών και του περιβάλλοντος. Οι δίαιτες κακής ποιότητας και ο υποσιτισμός είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας κινδύνου για μη μεταδοτικές ασθένειες που οδηγούν σε περίπου 41 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο (71% όλων των θανάτων) παγκοσμίως. Την ίδια στιγμή, στοιχεία από πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα πιο φυτικά (plant based) και vegan διατροφικά πρότυπα, μπορούν να οδηγήσουν σε ταυτόχρονη μείωση των επιπτώσεων τόσο στην υγεία όσο και στο περιβάλλον.
Το νόημα και η σημασία της βιωσιμότητας

«Αειφορία» είναι η ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες». Μια «βιώσιμη δίαιτα» χαρακτηρίζεται από χαμηλό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, υψηλότερη ασφάλεια τροφίμων και διατροφής και πιο υγιεινή ζωή, για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές. Αυτές οι δίαιτες παίζουν προστατευτικό και σεβαστό ρόλο στη βιοποικιλότητα και στα οικοσυστήματα, καθώς είναι επίσης πολιτιστικά αποδεκτές, προσβάσιμες, οικονομικά δίκαιες και προσιτές.


Ταυτόχρονα, μια βιώσιμη διατροφή θα πρέπει να είναι διατροφικά επαρκής, ασφαλής και υγιεινή, βασισμένη σε καλύτερους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. (FAO and Bioversity 2012). Έχει αποδειχθεί ότι τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης είναι πιο βιώσιμα και επομένως, η αναλογία τους στη διατροφή επηρεάζει τη συνολική περιβαλλοντική επίδραση της ίδιας της δίαιτας.

Η προσκόλληση σε πιο υγιεινό και θρεπτικό πρότυπο διατροφής, με ευεργετικές επιπτώσεις στην υγεία και θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν είναι εύκολη και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματική πρόκληση για τα άτομα με μεταβολικές διαταραχές στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά και για τα άτομα που υποφέρουν από φτώχεια και υποσιτισμό στις αναπτυσσόμενες κόσμος.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, πάνω από 800 εκατομμύρια άτομα παραμένουν υποσιτισμένα και έχουν φτωχούς διατροφικούς πόρους και ταυτόχρονα περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, αλλά υποφέρουν από ανεπάρκεια μικροθρεπτικών συστατικών. Η Δεκαετία Δράσης των Ηνωμένων Εθνών για τη Διατροφή (2016–2025), ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλοι οργανισμοί συνιστούν πρωτοβουλίες για «βιώσιμα συστήματα τροφίμων» που προωθούν την υγιεινή διατροφή και όλα είναι σύμφωνα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (ΣΒΑ) (ΟΗΕ 2015, Fanzo).
Η μεσογειακή διατροφή και η βιωσιμότητα

Η μεσογειακή διατροφή (MΔ) θεωρείται ευρέως ως μια επιστημονικά υποστηριζόμενη δίαιτα, ιδανική για τη διατήρηση της καλής σωματικής και ψυχικής υγείας, την προώθηση της υγιούς γήρανσης και μακροζωίας και τη μείωση των κινδύνων για μεταβολικές ασθένειες όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές παθήσεις, την παχυσαρκία και ορισμένους τύπους καρκίνου που αποτελούν τους κύριους παράγοντες κινδύνου για θνησιμότητα παγκοσμίως. Οι θετικές επιπτώσεις της MΔ στην υγεία εντοπίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από τον Dr Keys και τους συνεργάτες του μέσω της μελέτης Seven Countries Study. Αυτή η μελέτη ήταν η πρώτη μεγάλη μελέτη που έδωσε έμφαση στις προστατευτικές επιδράσεις της ΜΔ έναντι των στεφανιαίων παθήσεων σε άτομα που ζουν στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου.


Η ΜΔ σχετίζεται στενά με σημαντική μείωση της συνολικής θνησιμότητας, θνησιμότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις και καρκίνους, καθώς και με χαμηλότερους κινδύνους για πολλές άλλες ασθένειες. Οι πολυάριθμες και καλά τεκμηριωμένες μελέτες για τις προστατευτικές επιδράσεις της ΜΔ έχουν οδηγήσει στην προώθηση αυτού του διατροφικού προτύπου και των διατροφικών οδηγιών σε χώρες, όχι μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου αλλά και σε χώρες μακριά από τη γεωγραφική της προέλευση, όπως έχουν δείξει εδώ και πολλά χρόνια μελέτες από την Καθηγήτρια κα Αντ. Τριχοπούλου. Η πρωτότυπη μεσογειακή διατροφή βασίζεται κυρίως σε εποχιακά και τοπικά φυτικά τρόφιμα, έχει αναγνωριστεί ως «Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας» λόγω πολλών κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων. Από το 2010, η UNESCO αναγνωρίζει τη MΔ ως «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» της ανθρωπότητας που συμβάλλει στην ανθρώπινη υγεία και τη γενική ευημερία .

Τα διατροφικά πρότυπα καθίστανται σημαντικά όχι μόνο όσον αφορά στην υγεία, αλλά και στη σχέση τους με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διάφορα είδη τροφίμων μπορεί να διαφέρουν σημαντικά ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εκτός από τα σημαντικά οφέλη στην ανθρώπινη υγεία, το μεσογειακό πρότυπο διατροφής έχει ουσιαστικό ρόλο στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή ως βιώσιμη διατροφή και έχει κοινά χαρακτηριστικά με άλλες βιώσιμες δίαιτες που χαρακτηρίζονται από χαμηλή κατανάλωση ζωικών προϊόντων και, επιπλέον, προωθεί τη βιοποικιλότητα και την τοπική πολιτιστική κληρονομιά. Η ΜΔ παρουσιάζεται όχι μόνο ως πολιτιστικό μοντέλο διατροφής αλλά και ως ένα υγιεινό και φιλικό προς το περιβάλλον διατροφικό πρότυπο, η τήρηση του οποίου, στην Ισπανία θα είχε σημαντική συμβολή στην αύξηση της βιωσιμότητας των συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων, επιπλέον γνωστά οφέλη για τη δημόσια υγεία.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν είναι μόνο η κατανάλωση ελαιολάδου και ελιών στην MΔ, αλλά και ο θετικός αντίκτυπος των ελαιόδεντρων, που συμβάλλει στη βιωσιμότητα της ΜΔ και έχει πολύ θετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, τα ελαιόδεντρα μπορούν να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητα και να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή μέσω του περιορισμού της ερημοποίησης, της βελτίωσης των συνθηκών του εδάφους και της αύξησης του ατμοσφαιρικού CO2 στη βιομάζα και στο έδαφος όταν εφαρμόζονται συγκεκριμένες καλλιεργητικές πρακτικές. Η θεώρηση της ΜΔ ως διατροφής με βάση τις φυτικές επιλογές και τροφές, θα συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση των κλιματικών προκλήσεων, επειδή έχει μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα από τις σύγχρονες διατροφικές συνήθειες στις βιομηχανικές χώρες, κυρίως σε σύγκριση με το δυτικό διατροφικό πρότυπο.

Δυστυχώς, η «δυτικοποιημένη δίαιτα» διείσδυσε και αντικατέστησε την παραδοσιακή ΜΔ, ακόμη και στις μεσογειακές χώρες, ενώ η επιστροφή στη ΜΔ θα ήταν ευεργετική τόσο για την πρόληψη της υγείας όσο και για το φυσικό περιβάλλον.


Η ΜΔ θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε., καθώς αναγνωρίζεται ως ένα υγιεινό διατροφικό πρότυπο που συμβάλλει στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτιστικές υπηρεσίες. Κατά την τελευταία δεκαετία, η έννοια της βιωσιμότητας προστέθηκε στους παράγοντες που εμπλέκονται στην επισιτιστική ασφάλεια. Μια σημαντική πρόκληση είναι ότι δεν καταναλώνεται από την πλειονότητα του πληθυσμού στην περιοχή της Μεσογείου και γι' αυτό προτείνεται μία «πλανητική δίαιτα», η οποία να βασίζεται στη ΜΔ αλλά να μπορεί να εφαρμοστεί και από χώρες μακριά από τη λεκάνη της Μεσογείου.

ΠΗΓΗ: Koliaki, C.C.; Katsilambros, N.L.; Dimosthenopoulos, C. The Mediterranean Diet in the Era of Climate Change: A Reference Diet for Human and Planetary Health. Climate 2024, 12, 136.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου