Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2024

Οι αλήθειες και τα ψέματα για την ελληνική οικονομία






Η κυβέρνηση, για να της βγει το αφήγημα της ευμάρειας των πολιτών, εξαφανίζει από την εξίσωση τον πληθωρισμό στα τρόφιμα



Άφθονη μελάνη έχουν χύσει τις τελευταίες ημέρες τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου για να πείσουν τους πολίτες πως έχει αυξήσει το εισόδημά τους και πως η οικονομική τους κατάσταση είναι ανοδική.

Ορισμένα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών έρχονται όμως σε πλήρη αντίθεση ακόμα και με τα δεδομένα που έχει αναρτήσει η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), η οποία αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για την κατάσταση που επικρατεί σε συγκεκριμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Πριν από λίγες ημέρες, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προχώρησε σε μια μακροσκελή ανακοίνωση, παρουσιάζοντας τις «7 αλήθειες» για την οικονομία, μια κίνηση που ήρθε μετά το πρωτοσέλιδο της «δημοκρατίας» την περασμένη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου για τα fake news της κυβέρνησης περί ευημερίας των πολιτών και το ράπισμα της Eurostat.

Σε αυτή την ανακοίνωση αναφέρεται η «αλήθεια Νο 2»: Τα τελευταία πέντε χρόνια, ο κατώτατος και ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί περισσότερο από τις τιμές.

Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2023 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) έχει σωρευτικά αυξηθεί κατά 13,4% και ο εναρμονισμένος ΔΤΚ κατά 13,1%, αύξηση σημαντικά μικρότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου (20,3%). Την ίδια περίοδο, με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 20,2%, ενώ ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί από το 2019 ως σήμερα κατά 27,7%».

Η εικόνα που δίνει το υπουργείο είναι η… μισή. Και εδώ έρχεται το πρώτο ψέμα: εντέχνως συγκρίνεται ο δείκτης του γενικού πληθωρισμού με την αύξηση των μισθών τόσο του μέσου όσο και του κατώτατου, και όχι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα που «καίει» τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ενώ υπολογίζουν και τα έτη που δεν υπήρχαν πληθωριστικές πιέσεις, ώστε να βγει η εξίσωση όπως βολεύει το αφήγημά τους. Ο λόγος είναι προφανής: ο πληθωρισμός στα τρόφιμα από τον Δεκέμβριο του 2021 έως και τον Ιούλιο του 2024 άγγιξε το 25,8%. Αυτό το στοιχείο προέρχεται, μάλιστα, από την παρουσίαση που έκανε το υπουργείο Ανάπτυξης, στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο.

Διαθέσιμο εισόδημα

Η Eurostat έρχεται για μια ακόμα φορά να γκρεμίσει τα κυβερνητικά fake news περί αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία, το διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα μας, με βάση την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 33 ποσοστιαίες μονάδες (67%). Πρόκειται για τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοση στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία.

Η κυβέρνηση, πάντως, απαντά πως τα στοιχεία αφορούν το έτος 2022 και όχι το 2023, ωστόσο στην έκθεση της Κομισιόν για τη βιώσιμη ανάπτυξη τα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα για το έτος 2023 δεν είναι ακόμα διαθέσιμα!

Το οικονομικό επιτελείο στην ανακοίνωσή του για τις «αλήθειες» για το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα αναφέρει πως «έχει αυξηθεί στην Ελλάδα σε βαθμό σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 7,7%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (3,3%) και σχεδόν τριπλάσιο της ευρωζώνης (2,3%). Αλλά και σε όρους αγοραστικής δύναμης, το κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξάνεται γρηγορότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η αύξηση στην Ελλάδα είναι 22,8%, έναντι 20,1% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Σύμφωνα πάντως, με το σχετικό διάγραμμα της Eurostat, η απόσταση ανάμεσα στην ελληνική πραγματικότητα και στον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι σημαντική, ενώ αποκαλύπτεται για μία ακόμη φορά το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Νότο και στον Βορρά, καθώς οι χώρες με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα είναι εκείνες της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία (βλέπε πίνακα).

«Πρωταθλητές» στο κόστος στέγασης

Η κυβέρνηση, όμως, κρύβει μια σειρά ακόμα από δεδομένα, τα οποία αποκαλύπτει η Eurostat, όπως για παράδειγμα το κόστος στέγασης, στο οποίο η χώρα μας καταλαμβάνει την ευρωπαϊκή πρωτιά!

Τα ενοίκια έχουν γίνει απλησίαστα, ενώ ακόμα και για ακίνητα που πριν από μερικά χρόνια δίνονταν προς 200 ευρώ σήμερα τα ενοικιαστήρια ξεπερνούν τα 400 και 500 ευρώ. Αλλωστε, η ίδια η κυβέρνηση έχει παραδεχθεί πως οι τιμές των ενοικίων έχουν ξεπεράσει ακόμα και τον πληθωρισμό που βιώνει η χώρα μας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 26,7% των πολιτών πληρώνει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για να στεγαστεί, έναντι 8,7% στην Ε.Ε., αποτελώντας τον μεγαλύτερο εφιάλτη των ελληνικών νοικοκυριών. Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει και αυτά τα στοιχεία, καθώς η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Πολύ δύσκολα θα βρει κανείς δυάρι κάτω από 500 ευρώ -ακόμα και διαμερίσματα 80-90 τετραγωνικών διατίθενται προς 800-900 ευρώ-, ενώ για μεγαλύτερα σπίτια που μπορούν να στεγάσουν αξιοπρεπώς μια οικογένεια οι τιμές ξεφεύγουν και πάνω από τα 1.000 ευρώ τον μήνα.

Με το μέσο εισόδημα να ξεπερνά τα 1.200 ευρώ μεικτά, οι πολίτες διαθέτουν σε πολλές περιπτώσεις πάνω και από το 40% του εισοδήματός τους, και η «παρτίδα» σώζεται από τον δεύτερο μισθό που μπορεί να μπαίνει στο σπίτι από τον/τη σύζυγο. Με αυτά τα δεδομένα , η εξίσωση οδηγείται στον… τοίχο, όπως λένε χαρακτηριστικά οικονομολόγοι, που θεωρούν πως αυτό αποτελεί και έναν ακόμα λόγο αύξησης των ληξιπρόθεσμων χρεών και απλήρωτων λογαριασμών.

Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια Ευρώπης» στον δείκτη όπου ο οικογενειακός προϋπολογισμός έχει «υπερφορτωθεί». Φυσικά, «κλειδί» σε αυτό είναι το κόστος στέγασης και έπειτα οι τεράστιες τιμές στα τρόφιμα και στις υπηρεσίες, που κάθε μήνα καταγράφουν νέες ανατιμήσεις τους τελευταίους 36 μήνες (βλέπε πίνακα)!

Το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί με μέτρα όπως η μείωση φόρων στην επιστροφή των Airbnb στις μακροχρόνιες μισθώσεις, αλλά και οι φοροαπαλλαγές σε όσους ιδιοκτήτες ανοίξουν τα κλειστά τους ακίνητα να μειωθούν οι τιμές των ενοικίων. Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς θεωρούν πως αυτά είναι… ημίμετρα και οι τιμές δεν πρόκειται να αποκλιμακωθούν ακόμα και με αυτές τις παρεμβάσεις, οι οποίες έχουν περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα.

Φτώχεια, εργασιακά, μισθοί και υπηρεσίες Υγείας

Με βάση τα στοιχεία, η χώρα μας παίρνει κάτω από τη βάση στην εξάλειψη της φτώχειας, στην αξιοπρεπή εργασία και στο εισόδημα, τομείς στους οποίους η κυβέρνηση θεωρεί πως έχει κάνει πολλά θετικά βήματα, με τους πολίτες να παρακολουθούν απορημένοι τις δηλώσεις υπουργών, καθώς συνεχίζουν να βιώνουν μια εργασιακή και οικονομική ζούγκλα.

Αναλυτικά, η Ελλάδα βαθμολογείται με κάτω από τη βάση σε όλους τους δείκτες φτώχειας. Το 26,3% του πληθυσμού βιώνει κίνδυνο φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 21,65% της Ε.Ε., ενώ έχει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων φτωχών, με το 10,6% του εργατικού δυναμικού να βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, έναντι 8,2% στην Ε.Ε.
Οι χώρες που ξεπερνούν την Ελλάδα, η οποία είναι στην 4η θέση με το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας, είναι η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ισπανία (βλέπε πίνακα).

Πρόκειται για ένα στοιχείο που έρχεται να επιβεβαιώσει για μια ακόμα φορά την καταστροφή που έφεραν τα Μνημόνια στη χώρα και οι πολιτικές του ΔΝΤ, αλλά και η αποτυχία των κυβερνητικών χειρισμών να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά αυτό το «φαινόμενο». Στην πράξη, ένας στους τέσσερις Ελληνες δεν έχει ούτε τα βασικά, ενώ η ακρίβεια έχει «σαρώσει» ακόμα και επιδόματα και μισθούς.

Χάσμα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη καταγράφεται στον τομέα της αξιοπρεπούς εργασίας και της οικονομικής ανάπτυξης, με το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα να ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 18.690 ευρώ ετησίως, έναντι 29.030 του μέσου όρου της ΕΕ. Επίσης, η Ελλάδα έχει υπερτριπλάσια ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (7,7% έναντι 2,4%).

Αν και στον τομέα της προσωπικής υγείας πάμε καλά, καθώς ο μέσος όρος ζωής είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό, η έρευνα της Eurostat αποκαλύπτει πως είναι υπερδιπλάσια τα ποσοστά πληθυσμού που δεν μπορούν να καλύψουν τα κόστη ιατρικών εξετάσεων και περίθαλψης (6,4% έναντι 2%), την ώρα που οι δημόσιες υγειονομικές δομές της χώρας μας είναι διαλυμένες.

Οι δικαιολογίες του οικονομικού επιτελείου

Η κυβέρνηση προσπαθεί να δικαιολογήσει όλα τα παραπάνω, απαριθμώντας εξειδικευμένους δείκτες που τους συμφέρει και δείχνουν μια διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα, αναφέρει πως στην Ελλάδα παρατηρείται υψηλότερος ρυθμός αύξησης της ατομικής κατανάλωσης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την κατάταξη της Ελλάδας στην πραγματική ατομική κατανάλωση (actual individual consumption) σε όρους αγοραστικής δύναμης, καθώς το 2023 η χώρα μας βρισκόταν στο 79% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, πάνω από έξι άλλα κράτη-μέλη. Και σε αυτό το μέγεθος η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς μεταξύ 2019-2023 παρουσίασε σωρευτική μεταβολή της τάξης του 23,4%, έναντι 19,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου» σημειώνουν.

Απάντηση σε κάθε δύσκολο ερώτημα είναι η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων. Για το Ταμείο Ανάκαμψης η χώρα μας βρίσκεται στην 6η θέση των απορροφήσεων σε ολόκληρη την Ε.Ε. Θα έχει απορροφήσει μέχρι τον Οκτώβριο το 50% των πόρων (συνολικός προϋπολογισμός 36 δισ. ευρώ). Αντίστοιχες επιδόσεις καταγράφει και στο ΕΣΠΑ 2021-2027, όπου βρίσκεται στην 3η θέση στην Ε.Ε. στην απορρόφηση. Δεν αναφέρουν όμως οι επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών πως αυτά τα χρήματα δεν καταλήγουν άμεσα στην πραγματική οικονομία, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποκλείονται στην πράξη από την απορρόφηση πόρων.

Μία ακόμα «μόνιμη» απάντηση είναι πως οι καταθέσεις των Ελλήνων αυξάνονται και το χρέος των νοικοκυριών μειώνεται. Με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι τραπεζικές καταθέσεις των πολιτών τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 27,3 δισ. (συνολικά για πολίτες και επιχειρήσεις έχουν αυξηθεί 50 δισ. ευρώ). Ωστόσο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καταθέσεων δείχνουν πως τα περισσότερα νοικοκυριά διαθέτουν καταθέσεις κάτω από 5.000 ευρώ, ενώ πρόσφατα έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης έδειξε πως οι ελληνικές βιοτεχνίες δεν έχουν ούτε ευρώ στα ταμεία τους, μια εικόνα που επικρατεί σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.

Μια ακόμα δικαιολογία είναι πως έχει σημειωθεί σημαντική μείωση του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τράπεζες και funds, από 92 δισ. ευρώ το 2019 σε 69 δισ. ευρώ στα τέλη του 2023.

Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου